6. «Εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν» (Β΄)

Ὀ Λεόντιος, ἐπίσκοπος Νεαπόλεως τῆς Κύπρου, σχολιάζοντας τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ θεοδόχου Συμεὼν πρὸς τὴν Παρθένον «οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον», σχολιάζει: «Εἰς πτῶσιν μὲν τῶν ἀπίστων, εἰς ἀνάστασιν δὲ τῶν πιστευόντων». Δὲν εἶναι βέβαια τὸ Βρέφος ποὺ θὰ γίνει ἡ αἰτία πτώσεως τῶν μὲν καὶ ἀναστάσεως τῶν δέ· αἰτία θὰ εἶναι ἡ ἐλεύθερη θέληση καὶ ἀπόφαση τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ὅπως τὸ βεβαιώνουν πολλὲς μαρτυρίες. Ἔτσι τὰ μὲν πλήθη τῶν Ἰουδαίων ποὺ ἔβλεπαν τὰ θαύματα τοῦ Σωτῆρος, ἔτρεχαν κον­τά Του, ἐνῶ οἱ ἀνόητοι ἀρχιερεῖς ἔλεγαν «δαιμόνιον ἔχει… τί αὐτοῦ ἀκούετε;» (Ἰω. ι΄ 20· πρβλ. Ματθ. ια΄ [11] 18). Ὥστε οἱ μὲν μὲ τὴ θέλησή τους «ἀνίσταντο, οἱ δὲ ἑκουσίως» ὄχι μόνο ἔπεφταν, ἀλλὰ παρέσυραν καὶ ἄλλους στὴν πτώση τους. Ἐπίσης ἐνῶ ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός, ποὺ ἀπήλαυσε θαυματουργικῶς τὸ φῶς του, ἀνεκήρυττε γεμάτος εὐγνωμοσύνη «τὴν τοῦ εὐεργέτου μεγαλειότητα», ἀντιθέτως οἱ ἀναίσχυντοι ἀρχιερεῖς καὶ ­πρεσβύτεροι τοῦ ἔλεγαν «δόξασε τὸν Θεὸ ὁμολογών­τας ὅτι πλανήθηκες καὶ ἀναγνωρίζον­τας τὴν ἀλήθεια γι’ αὐτὸν ποὺ σὲ θεράπευσε. Ἐμεῖς ξέρουμε καλὰ ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ καταλύει τὴν ἀργία τοῦ
Σαββάτου εἶναι ἁμαρτωλός (Ἰω. θ΄ 24)». Καὶ πάλι στὴν περίπτωση τῆς ἀναστάσεως τῆς θυγατρὸς τοῦ ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου, ὁ μὲν πατέρας τῆς κόρης, «ἑλκόμενος» ἀπὸ τὴν πίστη, καλεῖ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Γνωρίζοντας δὲ ὁ Χριστός, «ἡ ζωή», ὅτι, μόλις παρουσιασθεῖ μπροστὰ στὴ νεκρὴ θυγατέρα, «ὁ θάνατος (θά) δραπετεύσει», ὀνόμασε «τὸ πάθος ὕπνον καὶ ὄχι θάνατον», οἱ δὲ παρευρισκόμενοι, ἐπειδὴ ἦσαν «ἀνόητοι», δὲν σταματοῦσαν νὰ περιγελοῦν Ἐκεῖνον ποὺ ἔδιωχνε τὸν θάνατο καὶ ἐπανέφερε στὴ ζωὴ τὴν κόρη (βλ. Μάρκ. ε΄ 22-23· 35-42). Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴ Σταύρωση ὁ μὲν ἕνας ἀπὸ τοὺς ληστὲς χλευάζοντας τὸν Κύριο ἔλεγε· ἐὰν εἶσαι «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς»· ὁ δὲ ἄλλος ληστὴς ὄχι μόνο ἐπέπληξε τὸν χλευαστὴ ληστή, ἀλλὰ στράφηκε καὶ πρὸς τὸν Κύριο καὶ τοῦ εἶπε· «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Γι’ αὐτὸ καὶ δίκαια ὁ εὐγνώμων ληστὴς καλεῖται μὲ τὸν Χριστὸ στὸν Παράδεισο (βλ. Λουκ. κγ΄ [23] 39-43). Βλέπεις, ἐρωτᾶ ὁ Λεόντιος Νεαπόλεως, ἄλλους μὲν νὰ πέφτουν ἑκούσια ἀπὸ τὴν ἀπιστία τους καὶ ἄλλους νὰ ἀνίστανται μὲ τὴ θέλησή τους χάρη στὴν πίστη τους; Ἀλλὰ ἡ προφητεία τοῦ Συμεὼν ἔχει ἐκπληρωθεῖ καὶ μὲ ἄλλον τρόπο. Διότι ἡ κατ’ οἰκονομίαν σάρκωση τοῦ Σωτῆρος ἔγινε γιὰ μὲν τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες πτώση, ἀνάσταση δὲ ὅσων εἶχαν νικηθεῖ ἀπὸ αὐτὸν καὶ δουλωθεῖ ἀπὸ τὸν θάνατο. «Βλέπεις πῶς κεῖται τὸ Βρέφος εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν; ἀλλὰ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον;». Τὸ πιστοποιοῦν τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα. «Ἀντιλέγουσι δὲ» καὶ ὅσοι ἐφεῦραν «τὰς διεστραμμένας αἱρέσεις (…) παρερμηνεύοντες τὸ τῆς οἰκονομίας μυστήριον»1.
Ὁ ἑρμηνευτὴς Ζιγαβηνὸς λέγει ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι «εἰς πτῶσιν» ­ἐκείνων ποὺ Τὸν βλέπουν μόνο ὡς ἄνθρωπο καὶ ἀπιστοῦν στὴ θεότητά Του, εἰς «ἀνάστασιν» δὲ ἐκείνων ποὺ δέχονται τὴ θεότητά Του. Εἶναι δὲ ὁ Κύριος «λίθος ἀκρογωνιαῖος», διότι ἑνώνει «τοὺς δύο λαούς, τόν τε παλαιόν (τὸν Ἰσραήλ) καὶ τὸν νέον (τὸν χριστιανικό)». Εἶναι δὲ «εἰς πτῶσιν μὲν σαρκός, ἤτοι (δηλαδή) τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος καὶ παθῶν καὶ λογισμῶν πονηρῶν καὶ δαιμόνων καὶ τοῦ κατὰ τὸ γράμμα νόμου· (εἰς) ἀνάστασιν δὲ πνεύματος, ἤγουν (δηλαδή) πνευματικοῦ φρονήματος καὶ φυσικῶν δυνάμεων καὶ ἀρετῆς καὶ γνώσεως καὶ τοῦ κατὰ τὸ πνεῦμα νόμου». Θὰ εἶναι δὲ «εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον», δηλαδὴ «εἰς θαῦμα ἀν­τιλεγόμενον» γιὰ τοὺς ἀπίστους, δηλαδὴ θαῦμα ὑπαρκτὸ καὶ ἀφορμὴ ­ἀντιλογίας. Διότι ἦταν θαῦμα τὸ ὅτι δὲν ἦταν «μήτε ἄνθρωπος μόνον, μήτε Θεὸς μόνον, ἀλ­λὰ Θεάνθρωπος». Ἀντιλέγουν δέ, ­διότι ὅλα τὰ ἑρμηνεύουν καὶ τὰ ἐξετάζουν «κατὰ φύσιν», μὴ μπορώντας νὰ ἐννοήσουν τίποτε τὸ «ὑπερφυές», τὸ ὑπερφυσικό. Εἶναι καὶ ἄλλοι, κατὰ τὸν Ζιγαβηνό, οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» εἶναι ἡ Σταύρωση. «Σημεῖον μέν, ὡς σύμβολον φιλανθρωπίας», διότι ὁ Κύριος ὑπέμεινε τὴ Σταύρωση χάριν τῶν ἀνθρώπων. «Ἀντιλεγόμενον» δὲ διότι ἡ Σταύρωση ὀνειδίζεται καὶ χλευάζεται ἀπὸ τοὺς ἀπίστους2.
Ὥστε ἡ ἔλευση τοῦ Κυρίου στὸν κόσμο δὲν εἶχε ὁμοιόμορφο ἀποτέλεσμα γιὰ ὅλους. Διότι διαφορετικὰ «ἐπενεργεῖ ὁ Κύριος εἰς ταύτην τὴν ψυχὴν καὶ κατ’ ἄλλον εἰς ἐκείνην. Ἀλλὰ καὶ πάλιν εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ψυχὴν διαφόρως ἐπιδρᾷ κατὰ τὰς διαφόρους ἐποχὰς τῆς ἱστορίας της. Τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγαθὴ θέλησις περιορίζεται ὑπὸ τῆς ἐλευθερίας τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι δύνανται νὰ ἀντιταχθοῦν εἰς αὐτὴν καὶ νὰ ματαιώσουν τὰ σωτηριώδη σχέδιά της, ὁπότε ὁ Χριστὸς καθίσταται πέτρα σκανδάλου καὶ λίθος προσκόμματος δι’ αὐτούς. Συμβαίνει δὲ ὥστε ἄνθρωποι» ποὺ ἄρχισαν κακῶς, «νὰ ὁδηγηθοῦν διὰ τῶν σοφῶν μέσων καὶ μεθόδων τῆς θείας Προνοίας εἰς ἀνάνηψιν, ὁπότε ἡ δι’ αὐτοὺς πέτρα τοῦ σκανδάλου μεταβάλλεται εὐθὺς εἰς λίθον θεμέλιον καὶ ἀκρογωνιαῖον» πάνω στὸν ὁποῖο «οἰκοδομοῦνται εἰς σωτηρίαν»3.
Ἡ ἔλευση λοιπὸν τοῦ Μεσσία Χριστοῦ συνεπάγεται κρίση καὶ χωρισμὸ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἄλλοι ἀγαποῦν τὸν Χριστό, τὸ φῶς, ἄλλοι τὸ σκοτάδι, διότι εἶναι πονηρὰ τὰ ἔργα τους (βλ. Ἰω. γ΄ 19). Ὡστόσο ὁ σκοπὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι ἡ πτώση, ἀλλὰ ἡ σωτηρία. Καὶ εἶναι χαρμόσυνο νὰ σκέπτεται κανεὶς ὅτι σὲ πλῆθος ἀνθρώπων ὁ Χριστὸς καὶ τὸ Εὐαγγέλιό Του εἶναι «ὀσμὴ ζωῆς εἰς ζωήν», θλιβερότατο δὲ νὰ σκέπτεται ὅτι εἰς ἄλλους εἶναι «ὀσμὴ θανάτου εἰς θάνατον» (Β΄ Κορ. β΄ 16).
Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ αὐτό: Ὅταν ὁ Κύριος εἶχε προσαχθεῖ γιὰ πρώτη φορὰ στὸ ἱερὸ ὡς Βρέφος, προφητεύθηκαν ἀντιλογίες οἱ ὁποῖες Τὸν ἀνέμεναν. Ὅταν δὲ ὁ Ἴδιος παρουσιάστηκε στὸ ναὸ γιὰ τελευταία φορά, εἶπε Αὐτὸς ὁ ἴδιος λόγια παρόμοια μὲ ἐκεῖνα τοῦ Συμεών: «Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους…»· «λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας…» (Ματθ. κγ΄ [23] 37 καὶ κα΄ [21] 42-45). Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια λοιπὸν τῆς ἐπὶ γῆς δράσεώς Του ἦταν «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Καὶ σήμερα εἶναι. Καὶ πάντοτε θὰ εἶναι. Ἄλλοι θὰ δέχονται τὸ κήρυ­γμά Του καὶ ἄλλοι θὰ τὸ ἐπικρίνουν καὶ θὰ τὸ ἀποκηρύσσουν. Τελικῶς ὅμως νικητὴς θὰ εἶναι ὁ Ἴδιος καὶ ἡ Ἐκκλησία Του.

1. ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Λόγ. εἰς Συμεῶνα, Α΄, PG 93, 1577D-1580ABC.
2. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν, κεφ. Γ΄, PG 129, 893ΒC.
3. ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κα­τὰ Λουκᾶν, ἔκδ. «ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι, σελ. 109.