Ἡ στάση τοῦ πιστοῦ στὴν ἐποχὴ τῆς πληροφορίας (Β΄)

Κάναμε λόγο σὲ προηγούμενο ἄρ­θρο γιὰ τὸν ὄγκο τῶν πληροφοριῶν ποὺ κατακλύζουν τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο. Γιὰ τὴν ταχύτατη μετάδοσή τους μέ­σα ἀπὸ τὰ σύγχρονα ψηφιακὰ μέσα, ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴ δημιουργία ἄγχους καὶ τὴν ἀπώλεια τοῦ βάθους καὶ τῆς σω­τήριας προοπτικῆς στὸν ἄνθρωπο.
Καὶ κλείσαμε μὲ τὸ ἐρώτημα: Ποιὰ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ στάση τοῦ πιστοῦ στὸν καταιγισμὸ τόσων πληροφοριῶν;
Φυσικὰ ὁ πιστὸς ζεῖ στὴν ἐποχή του. Χρησιμοποιεῖ τὰ μέσα τῆς ἐποχῆς του. Δέχεται τὰ ἐρεθίσματα τῆς ἐποχῆς του. Δὲν ἀρνεῖται τὴν ἐποχή του, ἀλλὰ καλεῖται τροπικὰ νὰ τὴν ὑπερβεῖ. Ἐνημερώ­νεται. Ἀσχολεῖται μὲ τὴν τρέχουσα εἰ­δησιογραφία, ἀφοῦ αὐτὴ τοῦ παρέχει πληροφορίες πολύτιμες ποὺ ἀφοροῦν στὴ ζωή του. Δὲν ὑποδουλώνεται ὅμως στὴν εἴδηση. Ξέρει ὅτι οἱ εἰδήσεις μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξουν. Δὲν καθορίζουν αὐτὲς τὴν πορεία καὶ τὶς ἐπιλογὲς στὴ ζωή του. Δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο γι᾿ αὐτὸν παρὰ τὸ ἀποτύπωμα τῆς στιγμῆς. Ὁ πιστὸς καλεῖται νὰ κρίνει καὶ νὰ ἀνακρίνει τὸν κόσμο καὶ τὰ συμβαίνοντα σ᾿ αὐτὸν μὲ ἄλλα, δια­χρονικὰ καὶ αἰώνια κριτήρια. Μὲ τὸν ἀ­λάν­θαστο λόγο τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ὁ πιστὸς δὲν ἀφήνεται νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ ἄγχος γιὰ τὰ τεκταινόμενα τοῦ κόσμου τούτου. Δὲν ἀπογοητεύεται. Ξέρει, αἰσθάνεται καὶ ζεῖ ὅτι ὁ Θεὸς κυβερνᾶ τὸν κόσμο. Τί κι ἂν συνεδριάζουν οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς; Τί κι ἂν ἀποφασίζουν οἱ μεγιστάνες τοῦ πλούτου; Τί κι ἂν τσακίζουν ὁλόκληρους λαοὺς οἱ ὑπερδυνάμεις τοῦ πλανήτη μας; Στὸ τέλος τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου πάντοτε γίνεται. Αὐτὸ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἀτενίζει στωικὰ τὰ συμβαίνοντα καὶ μὲ ἀδιαφορία τὶς εἰδήσεις. Πάσχει μὲ ὅ,τι θλιβερὸ πληροφορεῖται, ἀλλὰ δὲν ἀπελπίζεται. Δὲν ἀπογοητεύεται. Δὲν παραδίδεται ἁπλὸς θεατὴς στὴ ροὴ τῶν γεγονότων.
Γιατὶ γιὰ τὸν πιστὸ οἱ εἰδήσεις εἶναι μιὰ πρόκληση στὴν πίστη του· στὴν ἐν Χριστῷ ἐλπίδα του. Ἀναφέρεται σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο κείμενο σχετικὰ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴν πολιτεία τῶν χριστιανῶν, στὴν «Πρὸς Διόγνητον» ἐπιστολή: «Χριστιανοί (…) πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ᾿ ὡς πάροικοι, μετέχουσι πάντων ὡς πολῖται καὶ πάνθ᾿ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι (…) καὶ τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τοὺς νόμους»1. Οἱ χριστιανοὶ κατοικοῦν βεβαίως στὶς ἰδιαίτερες πατρίδες τους ἀλλὰ ὡς προσωρινοί· μετέχουν σὲ ὅλα ὡς πολίτες, ὅμως ὅλα τὰ ὑπομένουν ὡς ξένοι καὶ μὲ τὴ διαγωγή τους ὑπερνικοῦν τοὺς νόμους.
Ὁ πιστὸς δὲν δέχεται, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ παθητικὰ τὶς εἰδήσεις. Παρεμβαίνει δυναμικὰ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἁγιότητά του. Ἀνατρέπει τὰ δεδομένα. Ἀντιμάχεται τὴ νομοτέλεια. Νικᾶ αὐτὸ ποὺ οἱ πάντες ἐκλαμβάνουν ὡς αὐτονόητο, καὶ ἀλλάζει κατεύθυνση στὴ «συνεπακόλουθη» ἐξέλιξη τῶν γεγονότων. Κι ἔτσι ἡ εἰδησιογραφία, ὅπως καὶ κάθε ἀφορμὴ τῆς πραγματικότητας ποὺ τὸν περιβάλλει, δὲν εἶναι γι᾿ αὐτὸν τίποτε ἄλλο ἀπὸ στοιχεῖο ποὺ βαθαίνει τὴν πνευματικότητά του καὶ ἰσχυροποιεῖ τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό. Ἡ εἴδηση – ἡ ὅποια εἴδηση – γίνεται ἀφορμὴ γιὰ προσευχή. Γιὰ ἔμπρακτη ἀγάπη ὅπου καὶ ὅπως μπορεῖ. Γιὰ μετάνοια προσωπική. Γιὰ συναίσθηση προσωπικῆς εὐθύνης στὴν ἐξέλιξη καὶ ροὴ τῶν γεγονότων. Γιὰ προσπάθεια μεγαλύτερη προσωπικοῦ ἁγιασμοῦ, ὥστε νὰ ἔλθει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀλλάξει τὴν πορεία τῶν γεγονότων.
Οἱ εἰδήσεις εἶναι, γι᾿ αὐτὸν ποὺ παρακολουθεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ ἀγωνίζεται, καὶ θερμόμετρο πνευματικότητος. Εἶπε ὁ Κύριος: «Ὅπου ἐστὶν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. Ϛ΄ 21). Ὅταν ἔχουμε ἀνάγκη κάθε 15 λεπτὰ νὰ ἀκοῦμε εἰδήσεις· ὅταν μᾶς λείπει ἡ συνεχής, ἀδιάκοπη, διαρκὴς ἐνημέρωση, τότε ὁ θησαυρός μας εἶναι σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο. Στὴ γῆ. Δὲν ποθοῦμε καὶ δὲν παλεύουμε πραγματικὰ γιὰ τὸν οὐρανό. Δὲν μᾶς ἔχει γεμίσει τὸ μεγαλύτερο νέο ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ τῶν αἰώνων. Αὐτὸ ποὺ εἶναι τὸ «πάντων καινῶν καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον»2· ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος· ὅτι σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνει θεός.
Ὅταν αὐτὸ τὸ νέο καλύπτεται ἀπὸ τὶς τρέχουσες καθημερινὲς εἰδήσεις, τότε ἡ πίστη χάθηκε ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῶν πι­στῶν. Τότε ἡ ἐλπίδα μετατοπίστηκε διὰ τῆς εἰδησιογραφίας στὸ ἐδῶ καὶ στὸ τώ­ρα. Τότε τὸ Εὐαγγέλιο ξεπεράστηκε καὶ πάλιωσε μπροστὰ στὶς πολύχρωμες καὶ πολυσέλιδες ἐφημερίδες τοῦ μάταιου κόσμου μας. Ὅμως τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἕνα. Διαχρονικὸ καὶ αἰώνιο. Ἡ ἐφη­μερίδα ἔχει ἐνδιαφέρον μόνο γιὰ μία ἡμέρα.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ τὰ λέει ὅλα. Μιλᾶ γιὰ τὴν ἀλαζονεία τοῦ ἀνθρώπου – ἴδια σὲ κάθε ἐποχή – μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ ἄ­­­φρονος πλουσίου. Μιλᾶ μὲ τὸν πύργο τῆς Βαβὲλ γιὰ τὴν ἀσυνεννοησία καὶ τὴν ­ἔλλειψη ­συνεργασίας τῶν ἀνθρώπων. Γιὰ τὴν ἀχαριστία μὲ τὴ θεραπεία τῶν δέκα λε­πρῶν. Γιὰ τὴ φιλοχρηματία ποὺ καθορίζει τὴ στάση τῶν ἀνθρώπων ποὺ γιὰ τριάκοντα ἀργύρια πρόδωσαν τὸν Χριστό. Γιὰ τὸ ­εὐμετάβολο τῶν συσχετισμῶν καὶ συμμαχιῶν μὲ τὴν ­παρότρυνση τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Μὴ ­πεποίθατε ἐπ᾿ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων» (Ψαλ. ρμε΄ [145] 3). Γιὰ τὸ ἀνίσχυρο τῶν «ἰσχυρῶν» μὲ τὴν ­κατάληξη τοῦ Ἡρώδη καὶ τὴ στάση τοῦ Πιλάτου. Γιὰ ὅλα μιλάει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ πιστὸς πορεύεται μὲ πυξίδα τὴν πίστη του, τότε οὔτε τὸν κόσμο ἀρνεῖται οὔτε ἀνενημέρωτος καὶ ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου εἶναι, ἀλλὰ οὔτε καὶ γίνεται ἕρμαιο τῆς εἰδησιογραφίας σὲ σημεῖο ὥστε αὐτὴ νὰ καθορίζει τὴν προσωπικότητά του, τὶς ἐπιλογὲς καὶ τὶς συνήθειές του, πολὺ περισσότερο τοὺς πόθους, τὰ ὄνειρα καὶ τὸ μέλλον του.

1. Πρὸς Διόγνητον, ΒΕΠΕΣ 2, V 5 καὶ 10.
2. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ. Γ΄ (1) 45, ΕΠΕ 1, 282.