Οἱ «Τρεῖς μέγιστοι φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεότητος», ποὺ δημιούργησαν μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τους τὸν «χρυσοῦν αἰῶνα» τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας, διέπρεψαν σ’ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Μορφώθηκαν μὲ ὅλη τὴ μόρφωση τῆς ἐποχῆς τους καὶ διέθεσαν τὴ μόρφωση αὐτὴ καὶ τὰ φυσικὰ καὶ τὰ ψυχικά τους χαρίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς εἶχε προικίσει ὁ Θεός, γιὰ τὴ βοήθεια τῶν συνανθρώπων καὶ τὴ δόξα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀναδείχθηκαν μεγάλοι κοινωνικοὶ ἐργάτες μὲ τὰ συσσίτια ποὺ ὀργάνωσαν, στὰ ὁποῖα ἔτρωγαν καθημερινὰ χιλιάδες φτωχοί. Φρόντισαν γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου σὲ χῶρες μακρινὲς μὲ τὴν ὀργάνωση ἱεραποστολῶν. Ἔδιναν καθημερινοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν προστασία τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ φρόντιζαν συνεχῶς γιὰ τὴν ψυχικὴ καλλιέργεια τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν.
Πρώτευαν σὲ ὅλα. Ὅπως σημειώνει ὁ ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν κ. Νικόλαος Μπρατσιώτης σὲ μιὰ ἐπιστημονικὴ ἐργασία του γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, «ἦταν τὸ πρότυπον τῆς ὑποχωρητικότητος, τῆς καρτερίας, τῆς λιτότητος, τῆς ἐγκρατείας, τῆς σωφροσύνης, τοῦ ἀσκητισμοῦ, τῆς ἁγνότητος, τῆς κοινωνικότητος, τῆς φιλανθρωπίας, τῆς ἀγάπης, τῆς πίστεως, τῆς ὑπομονῆς, τῆς ἐλπίδος… τῆς μεγαλοψυχίας, τῆς μακροθυμίας, τῆς πρὸς ἑαυτὸν αὐστηρότητος, τῆς πρὸς τοὺς ἄλλους γλυκύτητος…».
Οἱ ἴδιοι ἐγκωμιαστικοὶ χαρακτηρισμοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ λεχθοῦν καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνὸ καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο. Διότι καὶ οἱ τρεῖς ἦσαν «ὁμότροποι», ὅπως τοὺς χαρακτηρίζει ὁ ἐμπνευσμένος ἱερὸς ὑμνογράφος. Παρουσίαζαν δηλαδὴ παρόμοια ἁγία συμπεριφορά.
Στὴ συνέχεια θὰ ἀναφερθοῦμε μὲ συντομία ἐνδεικτικὰ καὶ στὸ πῶς πρώτευσε καθένας τους καὶ στὴν ἄρση τοῦ ἀτομικοῦ του σταυροῦ. Διότι σήκωσαν πράγματι βαρὺ σταυρὸ θλίψεων.
Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει σὲ ὁρισμένες ἐπιστολές του: Μὲ τὶς παραμικρὲς κινήσεις μου πονεῖ ὅλο τὸ σῶμα μου, πονεῖ τὸ ἧπαρ μου (ἦταν καὶ γιατρὸς καὶ καταλάβαινε), δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ ἀπὸ τοὺς πόνους, καὶ ζῶ καὶ γιὰ νὰ αἰσθάνομαι ὅτι πονῶ καὶ κυριεύομαι ἀπὸ «λαβρότατον (=πολὺ σφοδρό) πυρετόν». Παρὰ ταῦτα δὲν ἐγόγγυσε ποτέ. Ἀντιθέτως, μὲ πολλὴ ὑπομονὴ δεχόταν τὶς ἀσθένειες ποὺ ἐπέτρεπε ὁ Θεὸς νὰ ταλαιπωροῦν τὸ σῶμα του. Καὶ ἔβρισκε τὴν ψυχικὴ δύναμη καὶ τὴ σωματικὴ ἀντοχὴ καὶ φρόντιζε στὸ φιλανθρωπικὸ ἵδρυμα «Βασιλειάς», ποὺ ἵδρυσε ὁ ἴδιος, τοὺς πιὸ βαριὰ ἀσθενεῖς καὶ μάλιστα τοὺς λεπρούς. Καὶ ἀπεβίωσε σὲ ἡλικία μόλις 49 ἐτῶν λέγοντας πρὸς τὸν Κύριο «εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου» (Λουκ. κγ΄ [23] 46).
Ὁ δεύτερος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, πολεμήθηκε πολὺ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ εἶχαν πρόσβαση καὶ στὰ ἀνάκτορα. Εἰσῆλθαν μάλιστα αἱρετικοὶ Ἀρειανοὶ μὲ ρόπαλα τὸ Πάσχα τοῦ 379 στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ὅπου λειτουργοῦσε ὁ Ἅγιος, καὶ κακοποίησαν τοὺς πιστοὺς καὶ τραυμάτισαν τὸν Ἅγιο. Στὴ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅπου προήδρευσε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας Μελετίου, γνώρισε τὴν κακεντρέχεια ὁρισμένων ἐπισκόπων ἐναντίον του καὶ παραιτήθηκε ἀμέσως, μολονότι εἶχε μὲ τὸ μέρος του τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Μέγα. Παραιτήθηκε μάλιστα ἀγόγγυστα λέγοντας: «Ρίψατέ με ὡς τὸν Ἰωνᾶν εἰς τὴν θάλασσαν, διὰ νὰ κοπάσῃ ὁ κλύδων τῆς Ἐκκλησίας». Καὶ ἀνεχώρησε στὴν πατρίδα του. Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐξαίρετα ποιήματά του (ἦταν καὶ σπουδαῖος ποιητής), γράφοντας γιὰ τὴν ἀσθένειά του, ἀπευθύνεται στὸ σατανὰ καὶ λέγει: «Χτύπα τό σῶμα, ἡ ψυχὴ μένει ἀλώβητη, τὴ θεϊκὴ εἰκόνα / θὰ τὴν παρουσιάσω στὸ Χριστὸ ὅπως τὴν ἔλαβα, ἀνθρωποκτόνε. / Καὶ παλαιὰ ἔδεσες τὸν μεγάλο Ἰώβ, ἀλλὰ νικήθηκες». Καὶ ἀλλοῦ: «Ἡ δική μου δόξα εἶναι οἱ πόνοι μου… / ἄλλος Ἰὼβ εἶμαι». Καὶ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ ἐντελῶς ἐξασθενημένος, σὲ ἡλικία πιθανῶς 63 ἐτῶν.
Ὁ τρίτος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ποὺ θεωρεῖται ὡς ὁ πρύτανης τῶν χριστιανῶν ἱεροκηρύκων, πόνεσε περισσότερο ἴσως ἀπὸ τοὺς ἄλλους δύο. Σήκωσε ἀγόγγυστα τὸν βαρὺ σταυρὸ δύο ἐξοριῶν καὶ καθαιρέσεως ἀπὸ Σύνοδο Ἐπισκόπων. Τὸν καταδίωξε ἡ αὐτοκράτειρα Εὐδοξία, τὴν ὁποία ἤλεγχε γιὰ τὴ ζωή της. Ὁρισμένοι ἐπίσκοποι συμμάχησαν μαζί της καὶ τελικὰ τὸν καθήρεσαν. Ἦταν φιλάσθενος καὶ πέθανε καθηρημένος μὲ ὑψηλὸ πυρετὸ στὴν ἐξορία, στὰ βάθη τῆς ’Αρμενίας, χωρὶς νὰ βγεῖ λέξη γογγυσμοῦ ἀπὸ τὰ ἅγια χείλη του. Καὶ τὸ ὄνομά του ἐπὶ 30 χρόνια δὲν ἀναφερόταν στὰ δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τελευταία φράση τῆς ζωῆς του ἐκεῖ στὴν ἐξορία ἦταν: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν. Ἀμήν». Καὶ ἦταν τότε 60 ἐτῶν.
Ἔτσι ἀντιμετώπισαν τὸν πόνο στὴ ζωή τους οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες. Ἂς ἦταν καχεκτικοὶ σωματικά. Εἶχαν γενναῖες ψυχὲς καὶ ὑπέμειναν μὲ καρτερία κάθε ταλαιπωρία γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τὸ παράδειγμά τους ἂς ἐμπνέει καὶ μᾶς, καὶ ἂς ζητοῦμε τὶς πρεσβεῖες τους στὶς δύσκολες ὧρες μας.