Ὁ ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος

    ὅσιος Παῦλος εἶχε τὴν ­καταγωγή του ἀπὸ τὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου. Γεννήθηκε ἀπὸ πλούσιους γονεῖς καὶ ἀναδείχθηκε μέγας ἀ­­­σκητὴς τῆς ἐρήμου τοῦ 4ου αἰῶνος. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ­ὀρφανός. Καὶ λίγο ­ἀργότερα, ὅ­­ταν ξέσπασαν οἱ σκληροὶ διωγμοὶ ἐναν­τίον τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀ­­­­πὸ τὸν Δέκιο (249-251) καὶ τὸν ­Βαλεριανό (254-259), γιὰ νὰ ἀποφύγει κληρονομικοὺς πειρασμοὺς μὲ τοὺς οἰ­κείους του, ἀνεχώρη­σε γιὰ τὴν ἔρημο. Καὶ ἔζησε ἐκεῖ μέχρι τὰ βαθιά του γεράματα μὲ ὁλοκληρωτικὴ ἀφοσίωση στὸν Κύριο.
   Ὁ τόπος τῆς ἀσκήσεώς του ἦταν δυσ­πρόσιτος. Μόνη του ἐπίγεια ­παρηγοριὰ ἦταν ἕνας πανύψηλος φοίνικας ποὺ τοῦ ἔ­­­διδε τοὺς καρπούς, καὶ μιὰ δροσερὴ πηγὴ ποὺ τὸν ξεδιψοῦσε μὲ τὸ γάργαρο νερό. Γιὰ 60 ὁλόκληρα χρόνια ἕνα οὐρανόσταλτο κοράκι τοῦ ἔφερνε καθημερινὰ ἄρτο ἀπολαμβάνοντας ἔτσι τὴ στοργὴ τῆς ἀγαθῆς Προνοίας τοῦ Θεοῦ Πατέρα.
   Ὁ ὅσιος Παῦλος μελετοῦσε μὲ ἰσχυρὸ πόθο τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἄλλα πνευματικὰ βιβλία. Ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς τὸν ἔθελγε, καὶ ἡ μακαρία εἰρήνη εἶχε πλημμυρίσει τὴν ψυχή του. Τὰ ἀποτελέσματα τῆς θεοφιλοῦς πολιτείας του δὲν ἄργησαν νὰ φανοῦν. Ὁ Θε­­ὸς τὸν κατέστησε φανερὸ στὸν κόσμο. Μὲ τὸ φῶς τῶν ἁγίων συμβουλῶν του καθοδηγοῦσε πλῆθος ἀναχωρητῶν ποὺ ἔφθαναν μέχρις ἐκεῖ.
   Ὁ πλοῦτος τῶν ἀ­­ρε­­τῶν του καὶ κυρίως ἡ χριστομίμητη ταπεινο­φροσύνη καὶ ἡ ἁγία του ἀγάπη τὸν ἔκαμαν ὅλο καὶ περισσότερο ἄξιο ἐμπιστοσύνης. Ὅλους τοὺς ὑποδεχόταν μὲ πηγαία καλοσύνη. Τιμοῦσε καὶ σεβόταν ὅλους. Ἐπέλυε ἀπορίες σὲ θέματα δογματικὰ καὶ ἠθικὰ καὶ ἔδινε συγ­κεκριμένες ὁδηγίες γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν παθῶν καὶ «τὴν αὔξηση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς».
   Μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ὁσίου Παύλου συνδέεται καὶ ἕνα περιστατικὸ μὲ τὸν Μέγα Ἀντώνιο. Κάποτε ὁ Μέγας Ἀντώνιος, εὑρισκόμενος στὸ βαθὺ γήρας τῶν 90 ἐτῶν, ἀναρωτήθηκε μέσα του ἂν ὑπάρχει ἄλλος ἀσκητὴς ἐνάρετος ποὺ νὰ ἀσκεῖται βαθύτερα στὴν ἔρημο. Καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἀπάντηση: «Ἀντώνιε, ὑπάρχει ὁ ἀββὰς Παῦλος ποὺ εἶναι σὲ ἡλικία 113 ἐτῶν καὶ εἶναι πιὸ ἐνάρετος ἀπὸ σένα. Σπεῦσε λοιπὸν νὰ τὸν συναντήσεις καὶ μεγάλη πνευματικὴ ὠφέλεια θὰ λάβεις».
   Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, παρὰ τὴ μεγάλη του ἡλικία, ὑπάκουσε. Μετὰ ἀπὸ ὁδοιπορία κοπιαστικὴ 3 ἡμερῶν καὶ μὲ ὁδηγὸ πρὸς τὴν ἀπρόσιτη σπηλιὰ τοῦ ὁσίου Παύλου μία λύκαινα ἔφθασε στὴν εἴσοδο τοῦ ἀσκητηρίου.
   Ἦταν τότε τὸ ἔτος 344. Ἡ συνάντηση ὑπῆρξε συγκινητική. Οἱ δύο μεγάλοι ὅσιοι καὶ ἐνάρετοι ἄνδρες ἀσπάσθηκαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ συναίσθηση ὅτι ὁ ἕνας ἔβλεπε στὸν ἄλλον τὸ πρότυπό του. Μέσα σὲ κλίμα ἀδελφοσύνης καὶ ταπεινοφροσύνης οἱ δύο Ὅσιοι συζήτησαν πνευματικὰ θέματα μεταγγίζοντας ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον τὴν πλούσια ἐμπειρία τῆς θεοκινήτου πολιτείας τους.
   Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐπικοινωνίας τους τὸ πτηνὸ τὸ θεόσταλτο, ὁ κόρακας ποὺ ἔτρεφε τὸν ὅσιο Παῦλο, ἔφερε τὸν ἄρτο. Καὶ τότε ταπεινὰ ἀπεκάλυψε ὁ ὅσιος Παῦλος στὸ συνασκητή του Ἀντώνιο: «Ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια καθημερινὰ τὸ πτηνὸ αὐτὸ μὲ τρέφει, παρὰ τὴν ­ἁμαρτωλότητά μου, μὲ μισὴ μερίδα ἄρτου. Σήμερα ὅμως μᾶς ἔφερε ὁλόκληρο ἄρτο, καὶ γιὰ τοὺς δυό μας». Τὸ βράδυ τὸ πέρασαν οἱ δύο ὅσιοι Γέροντες προσευχόμενοι. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ Μ. Ἀντώνιος ­ἐπέστρεψε στὸ ἀσκητήριό του γεμάτος εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὸν θεῖο στηριγμὸ ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὸν ἐξαϋλωμένο ἀσκητὴ τῆς Θηβαΐδας Παῦλο.
   Τὸν ἐπισκέφθηκε σύντομα καὶ πάλι. Καθὼς βάδιζε, εἶδε στὸν οὐρανὸ τὴν ψυ­­­­­­­χὴ τοῦ ὁσίου Παύλου νὰ ­ἀνυψώνεται μὲ συν­οδεία φωτεινῶν ἀγγέλων. Καὶ τότε ἀνεφώνησε: «Παῦλε, γιατί μὲ ­ἐγκαταλείπεις; Ἀργὰ σὲ γνώρισα, καὶ τόσο γρήγορα φεύ­γεις!». Ὅταν ἔφθασε στὸ ἀσκητήριο ὁ Ἀντώνιος, εἶδε τὸ σκήνωμα τοῦ ὁσίου Παύλου σὲ στάση προσευχῆς. Μὲ δάκρυα τὸ εὐπρέπισε καὶ τὸ ἐσκέπασε μὲ τὸν μαν­δύα τοῦ Μεγάλου ­Ἀθανασίου, ὅ­­­πως τοῦ εἶχε παραγγείλει ὁ Ὅσιος. Κατὰ τὴν ὥρα ποὺ ἔψαλλε ὕμνους­ ­ἐπικηδείους δίπλα στὸ νεκρό, ἦρθαν καὶ στέκονταν περίλυπα δύο λιοντάρια ποὺ τὸν βοήθησαν στὴ συνέχεια στὸ σκάψιμο τοῦ τάφου. Ἀναχωρώντας ὁ ὅσιος Ἀντώνιος, δοξο­λογοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ­ἀποκάλυψη ποὺ τοῦ ἔκανε, καὶ παρέλαβε ὡς πολύτιμη εὐλογία τὸ ράσο τοῦ ὁσίου Παύλου.
   Ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος.
   Παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο σὲ ἡλικία 113 ἐτῶν.
   Ἀσκήθηκε στὸ σκάμμα τῆς ἐρήμου 91 χρόνια.
   Εἴθε μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Ὁσίου κατὰ τὸ νέο ἔτος νὰ βαδίσουμε μὲ περισσότερη συνέπεια καὶ ἀκρίβεια τὴν ­ἀγωνιστική μας πορεία πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστό.