Ο προφήτης Ἱερεμίας, «ὁ τῶν προφητῶν συμπαθέστατος», μὲ προφητικὴ δύναμη ὡς «στόμα Θεοῦ» κηρύττει μετάνοια στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό. Ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ χρησιμοποιεῖ φαίνεται ἁπλούστατο στὴ διατύπωσή του, ἀλλ’ εἶναι πειστικότατο: «Τάδε λέγει Κύριος· μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται; ἢ ὁ ἀποστρέφων οὐκ ἀναστρέφει;» Αὐτὰ λέει ὁ Κύριος: Μήπως ἐκεῖνος ποὺ πέφτει, δὲν σηκώνεται; Ἢ μήπως ἐκεῖνος ποὺ ἔχασε τὸν δρόμο του, δὲν προσπαθεῖ νὰ τὸν βρεῖ πάλι καὶ νὰ ἐπιστρέψει (Ἱερ. η΄ 4);
Πράγματι· δὲν ὑπάρχει ὑγιὴς ἄνθρωπος ποὺ νὰ πέφτει, εἴτε γιατὶ σκόνταψε εἴτε γιατὶ γλίστρησε, εἴτε γιὰ κάποια ἄλλη αἰτία, καὶ νὰ λέει: Ἀφοῦ ἔπεσα, ἂς μείνω γιὰ πάντα πεσμένος. Ἀπεναντίας, μόλις πέσει, κάνει ἀμέσως προσπάθεια νὰ σηκωθεῖ. Ἀκόμη κι ἂν ἔχει βαριὰ τραυματισθεῖ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σηκωθεῖ μόνο μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, φωνάζει βοήθεια νὰ ἔλθουν ἄλλοι νὰ τὸν σηκώσουν. Παρόμοια κινητικότητα ἐκδηλώνει κι αὐτὸς ποὺ ἔχασε τὸν δρόμο του. Δὲν λέει: Ἀφοῦ ἔχασα τὸν δρόμο μου, ἂς μείνω γιὰ πάντα ἐδῶ. Ἀλλὰ ψάχνει νὰ βρεῖ τὸ μονοπάτι, προσπαθεῖ νὰ προσανατολισθεῖ, ρωτάει κι ἄλλους ἀνθρώπους, μέχρις ὅτου βρεῖ τὸν δρόμο του καὶ ἀκολουθήσει τὴ σωστὴ πορεία.
Τὸ ἴδιο ὄφειλε νὰ κάνει καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός. Τὸ ἴδιο ὀφείλουμε νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς. Μόλις πέφτουμε στὴν ἁμαρτία, ἀμέσως νὰ σηκωνόμαστε μὲ τὴ μετάνοια. Χωρὶς χρονοτριβή! Μόλις χάνουμε τὸν δρόμο μας, νὰ μὴ συνεχίζουμε νὰ βαδίζουμε στὰ σκοτάδια τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ νὰ ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή».
Ὅμως στὴν πράξη, τὸ ἔκανε αὐτὸ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός; Δυστυχῶς δὲν τὸ ἔκανε πάντοτε. Ἄλλοτε παρουσιαζόταν σκληρὸς καὶ ἀμετανόητος κι ἄλλοτε ἀλληθώριζε πρὸς τὴν εἰδωλολατρία. Τὸ κάνουμε τάχα ἐμεῖς; Δυστυχῶς, οὔτε κι ἐμεῖς τὸ κάνουμε πάντοτε. Ἄλλοτε μένουμε στὴν πτώση μας κι ἄλλοτε συνεχίζουμε νὰ βαδίζουμε σὲ λάθος δρόμο.
Τὸ προφητικὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ἀναφέρει ρητῶς ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ τῶν ἐσχάτων ἀντὶ νὰ μετανοοῦν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ νὰ δίνουν δόξα στὸν ἅγιο Θεό, θὰ παραμένουν ἀμετανόητοι στὶς πτώσεις τους καὶ θὰ ἐξακολουθοῦν νὰ προσκυνοῦν τὰ δαιμόνια καὶ τὰ εἴδωλα (ις΄ 9· θ΄ 20).
Τόσο πολὺ γοητεύει τὸν ἄνθρωπο ἡ εὐπερίστατη ἁμαρτία, ποὺ δὲν ἐννοεῖ νὰ τὴν ἀποχωρισθεῖ. Ὅπως τὸ ἄγριο ζῶο ποὺ τραυματίζει τὴ γλώσσα του, γλείφοντας μία λίμα, ἐξακολουθεῖ νὰ τὴ γλείφει, διότι εὐχαριστεῖται ἀπὸ τὴ γεύση τοῦ αἵματος, ἔτσι κι ὁ ἀμετανόητος ἄνθρωπος, παρόλο ποὺ τραυματίζεται ἁμαρτάνοντας, ἐξακολουθεῖ νὰ ἁμαρτάνει, διότι δελεάζεται ἀπὸ τὸ ἀπατηλὸ προσωπεῖο της.
Ὅμως ἡ ἀμετανοησία μας λυπεῖ τὸν ἅγιο Θεό, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀνακαλεῖ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ προφήτου Ἱερεμίου λέγοντας: «Γιατί ὁ λαός μου μένει στὴν ἠθικὴ πτώση του καὶ πορεύεται σὲ λάθος δρόμο, ἀντὶ νὰ ἐπιστρέψει στὸ σωστὸ καὶ σωτήριο;» (Ἱερ. η΄ 5).
Εἶναι ὁπωσδήποτε πτώση μεγάλη ἡ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ τὸ νὰ παραμένουμε στὴν πτώση μας εἶναι ἀκόμη χειρότερο κακὸ ποὺ παροργίζει τὸν ἅγιο Θεό. «Οὐκ ἐγκαλῶ, φησίν, ὅτι ἔπεσας. Ἀλλ’ ὅτι μένεις ἐπὶ τῷ πτώματι, τοῦτό με παροξύνει». Δὲν σὲ κατηγορῶ τόσο πολὺ ποὺ ἔπεσες, ὅσο σὲ κατηγορῶ ποὺ παραμένεις στὴν πτώση σου. Αὐτὸ μὲ ἐξοργίζει περισσότερο, τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 64, 844).
Γράφει ἀκόμη ὁ χρυσορρήμων Πατὴρ σ’ ἕνα μοναχὸ ποὺ ὀνομαζόταν Θεόδωρος: «Οὐ δεινόν, ὦ φίλε Θεόδωρε, τὸ παλαίοντα πεσεῖν, ἀλλὰ τὸ μεῖναι ἐν τῷ πτώματι» (PG 47, 369). Δὲν εἶναι φοβερὸ νὰ πέσει ὁ παλαιστής, ἀλλὰ νὰ παραμείνει πεσμένος κάτω στὸ χῶμα. Δὲν εἴμαστε ἄπτωτοι οἱ ἄνθρωποι. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς «Κλίμακος» ὅτι «ἀγγέλων ἐστὶ τὸ μὴ πίπτειν… ἀνθρώπων δὲ τὸ πίπτειν καὶ πάλιν ἀνίστασθαι, ὁσάκις ἂν τοῦτο συμβῇ», νὰ πέφτουν, ἀλλὰ καὶ νὰ σηκώνονται πάλι ὅταν πέσουν (Κλῖμαξ Δ΄, κζ΄).
Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ μένουμε στὴν πτώση μας, ἀλλὰ νὰ μετανοοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἐὰν μετανοοῦμε εἰλικρινῶς, ὁ ἅγιος Θεὸς θὰ δέχεται τὴ μετάνοιά μας καὶ θὰ μᾶς συγχωρεῖ. «Οὐκ ἔστιν ἁμαρτία ἀσυγχώρητος, εἰ μὴ ἡ ἀμετανόητος», γράφει ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος (Ἀσκητικά, Λόγος Λ΄). Μόνο οἱ ἀμετανόητες ἁμαρτίες μας παραμένουν ἀσυγχώρητες. Ὅλες οἱ ἄλλες συγχωροῦνται.
Ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς «Κλίμακος» συμβουλεύει τὰ τραύματά μας νὰ θεραπεύονται ὅσο ἀκόμη εἶναι φρέσκα καὶ ζεστά. Διότι τὰ χρόνια καὶ παραμελημένα τραύματα δύσκολα θεραπεύονται (Κλῖμαξ Ε΄, ιβ΄). Τὸ ἄριστο βεβαίως εἶναι νὰ ἀποστρεφόμαστε τελείως τὴν ἁμαρτία. Νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ μὴν ἁμαρτάνουμε. Ἀλλὰ κι ἂν ἁμαρτήσουμε, ἀμέσως νὰ σηκωνόμαστε. Κι ἂν ξαναπέσουμε στὴν ἁμαρτία, πάλι νὰ σηκωνόμαστε. «Ἐὰν πάλιν ἁμάρτῃς, πάλιν μετανόησον»! Τὸ «πίπτ’ ἔγειραι» τῶν ἀσκητικῶν βιβλίων αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει: Μόλις πέφτουμε, νὰ σηκωνόμαστε. Νὰ προσερχόμαστε στὸ φιλάνθρωπο Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καὶ νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ συγχώρηση. Μέχρις ὅτου μᾶς πάρει ὁ ἅγιος Θεὸς στὴ Βασιλεία Του, ὁπότε θὰ παύσουμε πλέον νὰ πέφτουμε.