Τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν ἔχουν συλλάβει στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου γιὰ χρόνια πολλὰ ὑπῆρξε ἐπίσκοπος, καὶ τὸν ὁδηγοῦν σιδηροδέσμιο στὴ Ρώμη γιὰ νὰ τὸν ρίξουν στὰ θηρία. Βρισκόμαστε στὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου μ.Χ. αἰώνα, ὅταν αὐτοκράτορας στὴ Ρώμη εἶναι ὁ Τραϊανός, ὁ ὁποῖος κινεῖ σκληρὸ διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 107-118. Τὸν γέροντα ἐπίσκοπο συνοδεύει φρουρὰ δέκα στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι, δικαιώνοντας τὸ ὄνομα τοῦ τάγματος στὸ ὁποῖο ἀνήκουν, τοῦ ἐπιδεικνύουν συμπεριφορὰ «λεοπαρδάλεων», ὅπως ὁ ἴδιος γράφει.
Καθὼς ὁδεύει ὁ θεοφόρος ἅγιος πρὸς τὸ μαρτύριο, πληροφορεῖται πὼς κάποιοι χριστιανοὶ τῆς Ρώμης ἔχουν ἤδη κινηθεῖ πρὸς τὶς ἀρχὲς τῆς πόλεως, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀνάκληση τῆς θανατικῆς του ποινῆς «διὰ θηριομαχίας» στὸ Κολοσσαῖο. Καὶ τότε ἀμέσως τοὺς ἀπευθύνει ἐπιστολή, τὴν περίφημη «πρός Ρωμαίους» ἐπιστολή του1.
Διαβάζοντας κανεὶς τὴν ἐπιστολὴ αὐτή, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ ἔντονο αἴσθημα ἀπορίας. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, ὁ ὁποῖος διαβεβαίωνε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι ἦταν ὁ θεοφόρος, ὁ «Χριστὸν ἔχων ἐν στέρνοις», ἐκεῖνος ποὺ κρατοῦσε τὸν Χριστὸ μέσα στὰ στέρνα του, χρησιμοποιεῖ πρὸς τοὺς Ρωμαίους παράδοξη γλώσσα:
«Συγχωρέστε με, ἀδελφοί. Ἀφῆστε με νὰ ζήσω· μὴ θέλετε νὰ πεθάνω»! Μὰ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν ἤθελαν καὶ οἱ χριστιανοὶ τῆς Ρώμης; Γι’ αὐτὸ κιόλας δὲν εἶχαν κάνει ἐνέργειες πρὸς τὸν αὐτοκράτορα, προκειμένου νὰ ἀποτραπεῖ ὁ θάνατός του;
«Σύγγνωτέ μοι, ἀδελφοί· μὴ ἐμποδίσητέ μοι ζῆσαι, μὴ θελήσητέ με ἀποθανεῖν». Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἅγιος; Συνεχίζει μάλιστα παρακαλώντας τους νὰ τὸν λυπηθοῦν καὶ νὰ μὴν τὸν ἀδικήσουν. Καὶ τελειώνοντας τὴν ἐπιστολή του, κάνει ἔκκληση στὴν ἀγάπη τους καὶ τοὺς ἱκετεύει νὰ μὴν εἰσπράξει ἐκ μέρους τους τὸ μίσος.
Πῶς, ἀλήθεια, ἑρμηνεύονται ὅλα αὐτά;
Τὴν ἀπάντηση τὴ δίνει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος: «Εἴ τις αὐτόν (τὸν Χριστόν) ἐν ἑαυτῷ ἔχει, νοησάτω ὃ θέλω… εἰδὼς τὰ συνέχοντά με». Ὅποιος ἔχει τὸν Χριστὸ μέσα του, αὐτὸς ἂς καταλάβει τί εἶναι αὐτὸ ποὺ θέλω· ἂς ἐννοήσει ἀπὸ τί ἔχω καταληφθεῖ.
Ἔχει πάθει ἐσωτερικὴ κατάληψη ὁ ἅγιος. Ἕνα πάθος, πάθος ἱερὸ τὸν συνέχει. Πάθος ποὺ τὸν κάνει νὰ τὰ βλέπει ὅλα ἀνάποδα. Ἡ παράθεση μέρους τῆς ἐπιστολῆς του τὸ ἀποδεικνύει:
«Ἐλπίζω νὰ σᾶς χαιρετήσω δέσμιος γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐὰν βεβαίως ἀξιωθῶ νὰ φτάσω ἔτσι ὣς τὸ τέλος. Γιατὶ φοβοῦμαι τὴν ἀγάπη σας μὴ μὲ ἀδικήσει. Διότι σὲ σᾶς εἶναι εὔκολο νὰ κάνετε ὅ,τι θέλετε, σὲ μένα ὅμως εἶναι δύσκολο νὰ φτάσω στὸ Θεό, ἐὰν ἐσεῖς δὲν μὲ λυπηθεῖτε (…).
«Σᾶς παρακαλῶ, μὴ μοῦ δείχνετε ἀγάπη ψεύτικη. Σιτάρι εἶμαι τοῦ Θεοῦ καὶ ἀλέθομαι στὰ δόντια τῶν θηρίων, ὥστε νὰ βρεθῶ ἄρτος καθαρὸς τοῦ Χριστοῦ. Καλύτερα παρακινῆστε τὰ θηρία νὰ γίνουν ὁ τάφος μου καὶ νὰ μὴν ἀφήσουν τίποτε ἀπὸ τὸ σῶμα μου. Χαρά μου τὰ θηρία ποὺ ἑτοιμάστηκαν γιὰ μένα, καὶ προσεύχομαι νὰ τὰ συναντήσω σύντομα. Καὶ μάλιστα θὰ τὰ ἐξωθήσω νὰ μὲ καταβροχθίσουν γρήγορα, ὄχι ὅπως συνέβη σὲ κάποιους, μπροστὰ στοὺς ὁποίους δείλιασαν καὶ δὲν τοὺς ἄγγιξαν. Κι ἂν αὐτὰ δὲν θελήσουν, ἐγὼ θὰ τὰ ἐξαναγκάσω. Συγχωρέστε με, ξέρω ἐγὼ τί μὲ συμφέρει. Τίποτε ἂς μὴ βρεθεῖ νὰ μὲ τραβήξει πίσω, ὁρατὸ ἢ ἀόρατο, προκειμένου νὰ μὲ ἐμποδίσει νὰ συναντήσω τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Φωτιὰ καὶ σταυρός, συμπλοκὲς θηρίων, κομματιάσματα, διασκορπισμοὶ τῶν ὀστῶν μου, τεμαχισμὸς τῶν μελῶν, ἀλεσμοὶ ὅλου τοῦ σώματος, φρικτὰ βασανιστήρια τοῦ διαβόλου, ὅλα ἂς πέσουν πάνω μου, μόνο νὰ κερδίσω τὸν Ἰησοῦ Χριστό»!
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ:
«Ἐκεῖνον ζητῶ, ποὺ πέθανε γιὰ μᾶς. Ἐκεῖνον ποθῶ, ποὺ ἀναστήθηκε γιὰ μᾶς. Ὅπου νά ʼναι, ἡ γέννησή μου πλησιάζει. Συγχωρέστε με, ἀδελφοί, μὴ μὲ ἐμποδίσετε νὰ ζήσω, μὴ θελήσετε νὰ πεθάνω! ‘‘ Ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται’’, καὶ μέσα μου δὲν ὑπάρχει πιὰ καμιὰ ὑλικὴ ἐπιθυμία ποὺ νὰ μὲ καίει, παρὰ ἕνα νερὸ ζωντανὸ ποὺ κυλᾶ καὶ μιλάει ἀπὸ μέσα μου καὶ μοῦ λέει: Ἔλα στὸν Πατέρα. Δὲν ἐπιθυμῶ τροφὴ ὑλική, οὔτε ἡδονὲς τῆς ζωῆς αὐτῆς. ‘‘ Ἄρτον Θεοῦ θέλω, ὅ ἐστι σὰρξ Ἰησοῦ Χριστοῦ… καὶ πόμα (=ποτό) θέλω τὸ αἷμα αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἀγάπη ἄφθαρτος’’. Παρακαλέστε γιὰ μένα νὰ τὰ πετύχω αὐτά. Ἐὰν πάθω, τότε πράγματι μὲ ἀγαπᾶτε. Ἐὰν ὄχι, μὲ μισεῖτε»!
Σὲ ἄλλες σφαῖρες κινεῖται ὁ ἅγιος. Σὲ ἄλλες συχνότητες. Ἀντίθετες ἀπὸ τὶς δικές μας. «Ἀφῆστε με νὰ ζήσω», λέει, κι ἐννοεῖ νὰ πεθάνω. «Μὴ θελήσετε νὰ πεθάνω», κι ἐννοεῖ νὰ ζήσω. «Ὅπου νά ʼναι ἡ γέννησή μου πλησιάζει», γράφει, κι ἐννοεῖ τὸν θάνατό του. «Λυπηθεῖτε με», ἱκετεύει τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ρώμης, κι ἐννοεῖ νὰ μὴν κάνουν καμιὰ ἐνέργεια ἀπελευθερώσεώς του. «Μὲ μισεῖτε», τοὺς δηλώνει, στὴν περίπτωση ποὺ θὰ κατορθώσουν νὰ τὸν ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὰ θηρία.
Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἅγιοι! Αὐτοὶ ποὺ ἀγάπησαν τὸν Χριστὸ πέρα καὶ πάνω ἀπὸ καθετί.
Τὸ μεγάλο ἐρώτημα εἶναι: Αὐτοὶ τὰ βλέπουν ἀνάποδα, ἢ ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε αὐτὴ τὴ συμβατικὴ καὶ ψεύτικη ζωή;
«Εἴ τις τὸν Χριστὸν ἐν ἑαυτῷ ἔχει, νοησάτω… τὰ συνέχοντα» τὴν ψυχὴ τοῦ ἁγίου. Τῶν ἁγίων!
1. Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ θεοφόρου, Ἐπιστολὴ «Πρὸς Ρωμαίους», ΕΠΕ 4, 113-121.