Πρόκειται γιὰ ἕνα διαρκὲς θαῦμα ποὺ ζοῦμε οἱ πιστοί· γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους θησαυροὺς τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι τὰ ἱερὰ Λείψανα, δηλαδὴ τὰ νεκρὰ πλέον σώματα τῶν Ἁγίων μας, ὁλόκληρα ἢ τμῆμα τους. Ἡ τιμὴ μάλιστα πρὸς αὐτὰ χαρακτηρίζει κατ᾿ ἐξοχὴν ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους.
Ἡ τιμὴ πρὸς τὰ ἱερὰ Λείψανα δὲν ἀποτελεῖ δεισιδαιμονία τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ ἀκατάρτιστων πιστῶν(*). Στηρίζεται στοὺς λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅτι τὰ σώματα τῶν πιστῶν «μέλη Χριστοῦ ἐστι» καὶ «ναὸς τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος» (Α´ Κορ. Ϛ´ 15, 19). Βέβαια ὅλων τῶν βαπτισμένων πιστῶν τὰ σώματα εἶναι μέλη Χριστοῦ καὶ ναοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στοὺς Ἁγίους ὅμως αὐτὰ ἔχουν τὴν πλήρη ἐφαρμογή τους. Διότι ἐνῶ ἐμεῖς μὲ τὴ χαλαρὴ ζωὴ καὶ τὶς ἁμαρτίες μας διώχνουμε τὴ χάρη ποὺ λαμβάνουμε ἀπὸ τὰ ἱερὰ Μυστήρια, τὴν προσευχὴ κλπ., οἱ Ἅγιοι μὲ τὴ βαθιὰ μετάνοιά τους καὶ τὸν ἔντονο ἀγώνα τους καθαρίζονται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νεκρώνουν τὰ πάθη τους, καλλιεργοῦν τὶς ἀρετές, γίνονται ὄντως πνευματοφόροι, ἔχουν διαρκῶς ἔνοικο στὴν καρδιά τους τὸν Θεό. Ἡ ὕπαρξή τους εἶναι πλούσια σὲ ἁγιαστικὴ χάρη, ἡ ὁποία διατηρεῖται στὸ σῶμα τους καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ διατηροῦνται σὲ φυσικὴ θερμοκρασία, εὐωδιάζουν καὶ θαυματουργοῦν.
Ἀδιαμφισβήτητη ἁγιογραφικὴ μαρτυρία γιὰ τὴ θαυματουργικὴ δύναμη τῶν ἱερῶν Λειψάνων βρίσκουμε στὸ βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δ´ Βασιλειῶν. Ἐκεῖ ἀναφέρεται ὅτι, ἐνῶ κάποιοι Ἰσραηλίτες κήδευαν ἕνα νεκρό, ἐμφανίσθηκαν ἀντάρτες Μωαβίτες. Τότε ἐκεῖνοι τρομαγμένοι ἔριξαν τὸ νεκρὸ στὸν τάφο τοῦ προφήτη Ἐλισαίου (ὁ ὁποῖος εἶχε ταφεῖ σὲ σπήλαιο, κατὰ τὴ συνήθεια τῶν Ἰσραηλιτῶν) καὶ ἔτρεξαν νὰ σωθοῦν. Ἡ σορὸς τοῦ νεκροῦ κυλίσθηκε, μέχρι ποὺ ἄγγιξε τὰ ὀστὰ τοῦ προφήτη. Ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ ὁ νεκρὸς ἀναστήθηκε (ιγ´ 21)!
Ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες συμφωνοῦν ὅτι στὰ σώματα τῶν Ἁγίων καὶ μετὰ τὴν ἐκδημία τους ἐνοικεῖ ἡ θεία Χάρις, ἡ ὁποία μεταδίδεται σὲ ὅσους τὰ προσκυνοῦν μὲ εὐλάβεια, καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἄξια πολλῆς τιμῆς. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἦταν θεοφώτιστοι καὶ αὐθεντικοὶ θεολόγοι, ὥστε, ἂν πράγματι ἡ τιμὴ τῶν ἱερῶν Λειψάνων ἦταν δεισιδαιμονία, δὲν θὰ δίσταζαν νὰ τὴ στηλιτεύσουν.
Γιὰ παράδειγμα ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναφέρει ὅτι, ἐνῶ στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅποιος ἀκουμποῦσε νεκρὸ ἐθεωρεῖτο ἀκάθαρτος σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, τώρα πλέον ὅποιος ἀγγίξει ὀστὰ μάρτυρος «λαμβάνει τινὰ μετουσίαν ἁγιασμοῦ ἐκ τῆς τῷ σώματι παρεδρευούσης χάριτος»· δηλαδὴ ἁγιάζεται, λαμβάνει ἀπὸ τὴν ἁγιαστικὴ χάρη ποὺ σκηνώνει στὸ σῶμα (PG 30, 112C).
Ἀλλοῦ πολὺ χαρακτηριστικὰ ὁ ἴδιος ἅγιος Πατὴρ γράφει: Αὐτὰ τὰ ὀστά – καὶ κατ᾿ ἐπέκταση ὁλόκληρο τὸ σῶμα – εἶναι «τὰ συνδιαθλήσαντα τῇ μακαρίᾳ ψυχῇ»· ἀγωνίστηκαν τὸν ἀγώνα τῆς ἀρε-τῆς μαζὶ μὲ τὴν ψυχή. «Ταῦτα μετ᾿ αὐτῆς στεφανώσει»· αὐτὰ θὰ τὰ στεφανώσει μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἀνταποδόσεώς Του τῆς δικαίας, συνεχίζει ὁ ἅγιος, σύμφωνα μὲ τὸ χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅτι «δεῖ ἡμᾶς παραστῆναι τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος πρὸς ἃ ἔπραξε τὰ διὰ τοῦ σώματος» (Β´ Κορ. ε´ 10). Δηλαδή, ἐπειδὴ καὶ τὸ σῶμα κουράστηκε στὴν ἄσκηση (νηστεία, ἁγνότητα, ἀγρυπνία, ἐλεημοσύνες…), δικαίως θὰ δοξασθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴ βασιλεία Του καὶ ἑνωμένο μὲ τὴν ψυχὴ θὰ ἀπολαύσει Βασιλεία οὐρανῶν (ΕΠΕ 2, 56).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς σημειώνει μὲ ἔμφαση: «Ὁ Δεσπότης Χριστὸς μᾶς ἔχει χαρίσει σωτήριες πηγὲς τὰ ἱερὰ Λείψανα τῶν ἁγίων, τὰ ὁποῖα ἀναβλύζουν ποικίλες εὐεργεσίες… Ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτοὶ νεκροί. Διότι νεκρὸ σῶμα πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ θαυματουργεῖ; Πῶς μέσῳ αὐτῶν ἀποδιώκονται δαίμονες, θεραπεύονται ἀσθενεῖς, τυφλοὶ ἀποκτοῦν τὸ φῶς τους, λεπροὶ καθαρίζονται, διαλύονται πειρασμοὶ καὶ θλίψεις, καὶ χαρίζεται κάθε δωρεὰ ἀπὸ τὸν Θεό;» (PG 94, 1165AB).
Τέλος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σὲ κάποια ὁμιλία του ἀπευθύνει ἔντονη προτροπή: «Γι᾿ αὐτὸ μᾶς ἄφησε ὁ Θεὸς τὰ ἱερὰ Λείψανα τῶν Ἁγίων, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ ζῆλο ἐκείνων καὶ γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει ἕνα λιμάνι καὶ μιὰ δυνατὴ παρηγοριὰ στὶς θλίψεις ποὺ συνέχεια μᾶς βρίσκουν. Γι᾿ αὐτὸ παρακαλῶ ὅλους σας, εἴτε εἶναι κάποιος λυπημένος, εἴτε ἄρρωστος ἢ ἀδικεῖται ἢ ἀντιμετωπίζει ὁποιαδήποτε ἄλλη θλίψη τῆς ζωῆς, ἢ βρίσκεται σὲ βάθος ἁμαρτιῶν, ἄς ἔρχεται ἐδῶ μὲ πίστη καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ ἀποβάλει, θὰ φεύγει μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ μὲ ἀνακουφισμένη τὴ συνείδηση, καὶ μόνο ποὺ θὰ βλέπει τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου» (PG 50, 595-596).
Μᾶς ἔχει χαρίσει λοιπὸν ὁ Θεὸς ἕνα μεγάλο θησαυρό. Νὰ τὸν ἐκτιμήσουμε. Νὰ προσκυνοῦμε τὰ ἱερὰ σκηνώματά τους μὲ πολλὴ εὐλάβεια, ὥστε νὰ λαμβάνουμε πλούσια χάρη. Νὰ προσπαθοῦμε ἀκόμη, ὅσο καὶ ὅποτε μποροῦμε, νὰ παραμένουμε κοντὰ στὶς λειψανοθῆκες τους καὶ νὰ ἀναπέμπουμε πολλὲς προσευχές, νὰ ζητοῦμε ἐπιμόνως τὴ συμπαράσταση καὶ βοήθειά τους. Κοντὰ στοὺς Ἁγίους μας, μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους μας ὁ ἀγώνας μας θὰ εἶναι πιὸ εὔκολος καὶ πιὸ καρποφόρος.
(*) Γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῶν ἱερῶν Λειψάνων ἀντλήσαμε βασικὰ ἀπὸ Π. Ν. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Γ´, σελ. 399-402.