Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 1 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2015

Τῆς Κυριακῆς: Λουκ. ιη΄ 10-14

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύ­την· ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ὁ Φαρι­σαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύ­­­χετο· ὁ Θεός, εὐχαρι­στῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ­ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαβ­­βά­του, ­ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. καὶ ὁ τελώνης μακρό­θεν ἑστὼς οὐκ ­ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ­ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶ­ραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέ­γων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. λέ­γω ὑμῖν, κατέβη οὗ­τος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐ­­­κεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑ­­­­ψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπει­νῶν ἑαυτὸν ὑψω­θή­σεται.

1. Τὸ ὑπερυψωμένο εἴδωλο

Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ μᾶς εἰσάγει στὴν ἱερὴ καὶ κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ προσευχή, ὥστε νὰ προετοιμαστοῦμε πνευματικὰ γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Πάσχα.
Εἰδικότερα, ἡ πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, μὲ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς παραβολῆς τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, μᾶς βοηθεῖ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν παραφροσύνη στὴν ὁποία ὁδηγεῖ ἡ ἀλαζονεία καὶ τὴν εὐλογία ποὺ κρύβει ἡ ταπείνωση. Ἂς δοῦμε ὅμως τὴν παραβολὴ ὅπως τὴν διηγήθηκε ὁ Κύριος.
Κάποτε, εἶπε, δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν Φαρισαῖος κι ὁ ἄλλος τελώνης.
«Φαρισαῖος», ἐκείνη τὴν ἐποχή, σήμαινε ἄνθρωπος ποὺ τηροῦσε μὲ σχολαστικότητα τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο καὶ τὶς ἰουδαϊκὲς παραδόσεις καὶ παρουσιαζόταν ὡς βαθιὰ θρησκευόμενος στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων. Ἕνας τέτοιος λοιπὸν ἄνθρωπος ἦταν κι ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς ὁ ὁποῖος, ὅταν ἔφτασε στὸ Ναό, «σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο»· στάθηκε ὄρθιος σ’ ἕνα σημεῖο γιὰ νὰ φαίνεται καλὰ καὶ ξεκίνησε νὰ προσεύχεται γιὰ τὸν ἑαυτό του μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, διότι δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ σὰν αὐτὸν ἐκεῖ τὸν τελώνη. Ἐγὼ νηστεύω δύο φορὲς τὴν ἑβδο­­μάδα καὶ προσφέρω τὸ ἕνα δέκατο ἀπ’ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀποκτῶ, ἀκόμη κι ἀπὸ τὰ πιὸ μικρὰ καὶ τιποτένια, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἐπιβάλλει ὁ Νόμος τὴ “δεκάτη”». 
Ἂν προσέξουμε τὰ λόγια τῆς προσευ­χῆς αὐτῆς, θὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Φαρι­­σαῖος δὲν ἦλθε γιὰ νὰ λατρεύσει τὸν Θεό, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποθεώσει τὸν ­ἑαυτό του. Δῆθεν εὐχαριστεῖ τὸν Θεό, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα συγχαίρει τὸν ἑαυτό του. Ἀποδίδει τὰ κατορθώματα καὶ τὶς νομιζόμενες ἀρετές του στὴν προσωπική του ἱκανότητα, γι’ αὐτὸ καὶ λέει «σ’ εὐχαριστῶ διότι δὲν εἶμαι ἄδικος» κι ὄχι «σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, διότι μὲ τὴ βοήθειά σου ἀποφεύγω τὴν ἀδικία». Ἐπίσης εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι δὲν παρακαλεῖ γιὰ τίποτε τὸν Θεό. Δὲν πιστεύει ὅτι χρειάζεται κάποια βοήθεια. Μᾶλλον θεωρεῖ ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἔχει ἀνάγκη, ἀφοῦ εἶναι ἄψογος σὲ ὅλα! Τόσο πολὺ τὸν ἔχει τυφλώσει ὁ ἐγωισμός του!
Τὸ ἀρνητικὸ παράδειγμα τοῦ Φαρισαίου πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσει πολὺ σοβαρά, διότι φανερώνει πόσο καταστρεπτικὸ εἶναι τὸ μικρόβιο τοῦ ἐγωισμοῦ, ὅταν μολύνει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐγκλωβίζει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἰδέα ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος καὶ ὁ μόνος καλὸς καὶ τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του, ἀφοῦ κανένα δὲν παραδέχεται ὡς ἄξιο τιμῆς. Ζεῖ μὲ τὴν ψευδαίσθηση τῶν ἀρετῶν του, χωρὶς νὰ βλέπει τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του ποὺ εἶναι γεμάτη ἐμπάθεια καὶ μίσος. Ὁ Φαρισαῖος καυχιέται γιὰ τὶς ἀρετές του. Τί νόημα ἔχουν ὅμως ὅλες αὐτὲς οἱ ἀρετές, ὅταν ἀπουσιάζει ἡ ἀγάπη;… Τί ἀξία ἔχει ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐλεημοσύνη, ὅταν διατυμπανίζεται μὲ κομπασμὸ καὶ ἐπίδειξη;… Καὶ οἱ καλύτερες ἀρετές, ἂν ἀπουσιάζουν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση, διαστρεβλώνονται καὶ τελικὰ ἀποδοκιμάζονται ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως διεκήρυξε σαφῶς ὁ Κύριος στὴ συνέχεια τῆς παραβολῆς.

2. Ἡ σωτήρια καταδίκη

Σὲ κάποιο ἄλλο σημεῖο τοῦ Ναοῦ, μακριὰ ἀπὸ τὸ ἱερὸ Θυσιαστήριο, ­στεκόταν μὲ φόβο Θεοῦ καὶ εὐλάβεια ὁ τελώνης. Ὁ τελώνης αὐτὸς δὲν τολμοῦσε ὄχι μόνο τὰ χέρια του ἀλλὰ οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει πρὸς τὸν οὐρανό. Κτυποῦσε συν­εχῶς τὸ στῆθος του, δηλαδὴ τὴν καρδιά του ποὺ τὴν αἰσθανόταν πολὺ ἁμαρτωλὴ καὶ ἀκάθαρτη, καὶ ἔλεγε: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁ­­­μαρτωλῷ». Κύριε καὶ Θεέ, σπλαχνίσου με καὶ συγχώρησέ με τὸν ­ἁμαρτωλό.
Καὶ κλείνοντας τὴν παραβολὴ ὁ Κύριος, εἶπε κατηγορηματικά: Σᾶς βεβαιώνω ὅτι αὐτὸς ὁ περιφρονημένος τελώ­νης κατέβηκε ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ πῆγε στὸ σπίτι του ἀ­θω­­­ωμένος ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὄχι ὁ Φα­­­­­ρισαῖος ἐκεῖνος. Δικαιώθηκε ὁ τελώ­νης καὶ κα­­τακρίθηκε ὁ Φαρισαῖος, ­διότι «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται»· ὅποιος ὑ­­ψώνει τὸν ἐαυ­τό του θὰ ταπεινωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ θὰ κα­τα­κρι­θεῖ. ­Ἀντίθετα, ὅ­­­ποιος ταπεινώνει τὸν ἑαυ­τό του θὰ ὑ­­ψωθεῖ καὶ θὰ τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό.
Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος δρόμος σωτηρίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο: ἡ ταπείνωση. Νὰ φτάσει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος στὸ σημεῖο νὰ αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ὁ χειρότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Πράγματι, ἂν ἐξετάσει κανεὶς προσεκτικὰ τὸν ἑαυτό του, θὰ βρεῖ ὄχι μόνο ἀμέτρητες ἁμαρτίες καὶ παραβάσεις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ κακὲς ἐπιθυμίες, ἰδιοτελὴ κίνητρα καὶ ἀκόμη περισσότερες παραλείψεις, ἀμέλεια καὶ ὀλιγωρία.
Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο πρέπον εἶναι νὰ καταδικάζουμε τὸν ἑαυτό μας. Αὐτὴ ἡ καταδίκη θὰ γίνει ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας μας. Ἂν καταδικάζουμε ἐδῶ τὸν ἑαυτό μας, δὲν θὰ μᾶς καταδικάσει ὁ Θεὸς τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Διότι, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, «ὁ Θεὸς δὲν κρίνει δυὸ φο­ρές». Ἀρκεῖ νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε, ἀλλὰ νὰ στραφοῦμε μὲ ἐλπίδα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ποῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας ὅπως ὁ τελώνης: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁ­­­μαρτωλῷ».