Ἕνας θάνατος γεμάτος φῶς!

   Ακριβῶς κάτω ἀπὸ τὸν φωτισμένο πολυέλαιο τῆς ἐκκλησίας τοῦ κοιμητηρίου αὐτὴ τὴν ὥρα ­βρίσκεται ἀνοικτὸ τὸ φέρετρο μὲ νεκρὴ τὴν ἀείμνη­στη πλέον Ἐλπινίκη. Μὲ τὰ χέρια της σταυρωμένα. Μὲ τὰ μάτια της κλειστὰ καὶ μὲ μειδίαμα ἐλπίδος ἀναστάσεως ζωγραφισμένο στὰ χείλη της. Στολισμένη μὲ ἄνθη ὁλόλευκα καὶ εὐωδιαστά. Μὲ λαμ­πάδα ὑψωμένη δίπλα της νὰ καίει, καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ τοποθετημένη μὲ εὐλάβεια στὸ σῶμα της.
   Ἡσυχία ἀπόλυτη! Κόσμος γιὰ τὴν ἡλικία της πολύς. Ὅλοι σιωπηλοί. Μᾶλλον προσ­ευχόμενοι, περίμεναν νὰ ἀνοίξει ἡ Ὡραία Πύλη νὰ ἀρχίσει ἡ ἐξόδια Ἀκολουθία. Καὶ ἐγὼ δὲν χόρταινα νὰ ἀπορροφῶ τὴ γαλήνη ἐκείνης τῆς ὥρας μέσα στὸ ἱλαρὸ φῶς τοῦ ἀπογευματινοῦ ἥλιου ποὺ ἔμπαινε ἀπὸ τὰ πολύχρωμα παράθυρα, μεταμορφώνοντας τὸ Ναὸ σὲ χῶρο ὑπερκόσμιο.
   Ὄρθιος, ἀκλόνητος ἐπὶ ὥρα στεκόμουνα… Ἡ Ἀκολουθία εἶχε ἀρχίσει. Τὰ αὐτιά μου γαλήνευαν μὲ τοὺς ἤχους τῶν τροπαρίων. Τὰ μάτια μου κοιτοῦσαν συνεχῶς βουρκωμένα τὴ μακαρία νεκρή. Καὶ ὁ νοῦς μου ταξίδευε στὶς μεγάλες ὧρες τῆς διακονίας ποὺ ζήσαμε μαζὶ μὲ τὴν ἁπλὴ νοσηλεύτρια… Στὶς ὧρες τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡμέρας, ὅπου δὲν ἔπαυε αὐτὴ ἡ γυναίκα, ἡ νοσηλεύτρια τοῦ χειρουργείου, σὰν ἄγγελος ἁπαλὸς ἀλλὰ καὶ ἀεικίνητος νὰ μοῦ συμπαρίσταται σὲ κάθε λεπτὸ στὰ ἀτέλειωτα χειρουργεῖα. Μὲ πόση ἀκρίβεια μετροῦσε ἕνα – ἕνα τὰ ἐργαλεῖα καὶ τὶς γάζες ποὺ μᾶς ἔδινε, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε ξανὰ νὰ γυρίσουν στὰ χέρια της.
   Κάποτε εἴχαμε ξεχάσει στὸ χειρουργημένο θώρακα τοῦ ἀρρώστου μία γάζα. Πῶς μᾶς ἔσωσες τότε; Μὲ πόσο αὐστηρὸ τόνο τὴν ὥρα ἐκείνη ἐπανελάμβανες: «Μοῦ λείπει μία γάζα, μοῦ λείπει μία…» Ναί, ἀδελφὴ Ἐλπινίκη, προέβλεπες καὶ ἔσωζες μὲ τὸ ἄγρυπνο μάτι σου. Ξέραμε πὼς κάθε σου λεπτὴ καὶ διακριτικὴ κίνηση εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐπιτυχία. Δὲν θυμᾶμαι ποτὲ νὰ ἀστόχησες σὲ κάτι. Καὶ στὰ διαλείμματα τὰ μικρὰ τῶν μακρῶν χειρουργείων εἶχες πάντα μαζί σου ἀπὸ τὸ σπίτι ἕτοιμο νὰ μᾶς προσφέρεις ἕναν καφέ, ἕνα τόστ, ἕνα χυμὸ γιὰ μιὰ ἀνάσα… Καὶ πάλι μαζὶ νὰ συνεχίσουμε γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ ἑνός! Νὰ τὴ σώσουμε.
   Σὰν ἀστραπὴ πέρασαν τοῦτες οἱ σκέψεις. Ἡ Ἀκολουθία συνεχιζόταν. Μετέφερα τὸ νοῦ μου τώρα στὰ ψάλματα. Πρώτη φορὰ ἔνιωθα ἔτσι τὰ τροπάρια. Προσπα­θοῦσα νὰ τὰ ἑρμηνεύσω. Μιλοῦσαν γιὰ τὴ ματαιότητα τῶν ἐπιγείων, γιὰ τὸ ἔ­­­λεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἀκούσματα γιὰ μένα τόσο πρωτό­­γνωρα ἀλλὰ καὶ τόσο δυνατά. Καὶ στὸ τέλος, πρὶν ἀσπασθοῦμε μὲ σεβασμὸ τὸ χέρι τοῦ ἐπίγειου αὐτοῦ ἀγγέλου, δύο λόγια ἀ­­­­πὸ ἕναν ἄγνωστο ἱερέα ποὺ ἔλεγαν:
   «Ἐλπινίκη! Μιὰ ἀδελφὴ ­νοσηλεύτρια ποὺ ἔλιωσε σὰν λαμπάδα ­ἀναμμένη στὸ βωμὸ τοῦ χρέους, στὴ νοσηλεία τῶν ἀρ­­ρώστων. Μιὰ ἀδελφὴ ­νοσηλεύτρια ποὺ ἀντλοῦσε τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης της ἀπὸ τὸν παντοδύναμο Κύριο, τὸν Ὁ­ποῖο λάτρευε μὲ ὅλη της τὴν ψυχὴ καὶ μὲ ὅλη της τὴν καρδιά. Μιὰ ἀδελφὴ ­νο­σηλεύτρια ποὺ ὁδήγησε στὸ Χριστὸ πλῆθος ἀσθενῶν. Ποὺ δὲν δίσταζε στὸ ­προσκεφάλι κάθε ­χειρουργημένου μαζὶ μὲ τὸ χάδι τῆς στορ­γῆς της νὰ ρίχνει καὶ τὸ βάλσαμο τῆς παρηγοριᾶς ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Πόσους δὲν ­ὁδήγησε ἡ ἀδελφὴ Ἐλπινίκη στὴν ­Ἐξομολόγηση! Στὴ λύτρωση! Στὴ ­σωτηρία!… Πόσους ἀπὸ αὐτοὺς ἄραγε δὲν θὰ συν­άντησε στὸν οὐρανὸ ἡ ὁσία της ψυχή, πόσους!…»
   Τ’ ἄκουγα αὐτὰ συγκλονισμένος. Ὄχι μόνο μὲ τὰ αὐτιὰ τοῦ σώματος ἀλλὰ πιὸ πολὺ μὲ τῆς ψυχῆς. Καὶ τὰ μάτια μου βουρκωμένα καὶ κλειστά, σφαλισμένα. Εἶχα σκύψει τὸ κεφάλι, γιατὶ δὲν ἄντεχα νὰ μὲ βλέπει κανένας, καθὼς δεχόμουνα τὸν ἱερὸ συγκλονισμὸ τῆς ­παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Πρώτη φορὰ ἔνιωθα νὰ σπάζει ἡ σκληρὴ ψυχή μου, καὶ ἕνα ρίγος πρωτόγνωρο γιὰ μένα νὰ διαπερνᾶ τὸ κορμί μου!… Αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι ἄγγιγμα Θεοῦ, σκεφτόμουνα. Τ’ ἄκουγα τὰ λόγια τοῦ ἀγνώστου σὲ μένα ἱερέα. Μοῦ φάνηκε κάποια στιγμὴ πὼς ἄκουγα τὴν ἴδια τὴ φωνὴ τῆς ἀδελφῆς Ἐλπινίκης, ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ κάποτε:
   –Κύριε καθηγητά, πότε θὰ ἐπισκεφθεῖ­τε τὸ πνευματικὸ χειρουργεῖο; Στὸ ἐξομολογητήριο ὁ χειρουργός, ὁ μεγάλος Ἰατρός, ὁ Χριστός, μὲ νοσηλευτὴ τὸν Πνευματικό, μᾶς περιμένει ὅλους. Πότε;…
   Ἔπρεπε νὰ πεθάνεις, ἀδελφὴ Ἐλπινί­κη, γιὰ νὰ προσέξω τὴ φωνή σου. Κα­θὼς κοιτῶ γιὰ τελευταία φορὰ τὴ φωτισμένη σορό σου, σοῦ ὑπόσχομαι, θὰ τὸ δοκιμά­σω τὸ δικό σου χειρουργεῖο ποὺ τό­σο ἀ­­γαποῦσες. Σήμερα διαπίστωσα ἀπὸ ποῦ ἔπαιρνες χάρη καὶ δύναμη νὰ νικᾶς. Καὶ καινούργια κάθε μέρα νὰ μᾶς προφθαίνεις καὶ νὰ μᾶς ὑπηρετεῖς. Καὶ νὰ ἔ­­­χεις τόσο φῶς, ποὺ νὰ σὲ λούζει ­ἀκόμα καὶ στὸ θάνατο. Αἰωνία νὰ εἶναι ἡ μνήμη σου, μεγάλη μας ἀδελφὴ καὶ ­πνευματική μας μητέρα Ἐλπινίκη! Τὸ ὄνομά σου τὸ ἔκανες πράξη. Μὲ τὴν ἐλπίδα σου στὸ Χρι­στὸ νίκησες. Καὶ ἐμᾶς μᾶς νίκησες καὶ μᾶς κέρδισες, μακαρία Ἐλπινίκη.
   Ὁ ἥλιος ἔδυε, κι οἱ καθαρὲς ἀνταύγειες τῶν ἀκτίνων του ἔκαναν σπάνιο τὸ τοπίο τοῦ ἀθηναϊκοῦ οὐρανοῦ. Ἡ ὥρα εἶχε περάσει. Ἔπρεπε νὰ βιαστῶ γιὰ τὸ ἀεροδρόμιο. Ἡ ἀναχώρηση γιὰ τὴ Βοστώνη ἦταν στὶς 9.20΄ τὸ βράδυ. Οἱ ἀσθενεῖς μὲ περίμεναν. Αὔριο θὰ μ’ ­ἔβλεπαν δια­φορετικό. Στὸ χειρουργεῖο τοῦ ­Νοσο­κο­μείου μου θὰ ἔχω τὴ φωτογραφία τῆς μεγάλης μορφῆς τῆς Ἐλπινίκης. Καὶ στὴν καρδιά μου χαραγμένα τὰ λόγια καὶ τὴ ζωή της.
   Πόσο σὲ ἀγαπῶ, Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα, Πατρίδα μου, ποὺ μᾶς φανέρωσες τόσο φῶς!