«Ἐζημιώθης; Μὴ ἀθυμήσῃς»

   Τὸ ἔτος 387 μ.Χ. ἐξερράγη στὴν Ἀντιόχεια μεγάλη στάση κατὰ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄ τοῦ ­Μεγάλου, διότι ἐπέβαλε στοὺς κατοίκους της δυσ­βάστακτους φόρους. Ἀπὸ τὸν ἀναβρα­σμὸ ποὺ δημιουργήθηκε κάποιοι θερμόαιμοι στασιαστὲς κατέστρεψαν τοὺς ἀν­δριάντες τοῦ αὐτοκράτορα, τοῦ ­πατέρα του, τῆς συζύγου του καὶ τῶν παιδιῶν του. Ὁ αὐτοκράτορας σχεδίαζε νὰ τοὺς ἐπιβάλει αὐ­στηρὴ τιμωρία: Θὰ φόνευε τοὺς στασια­στὲς καὶ θὰ μετέβαλλε τὴ μεγαλούπολη σὲ κωμόπολη. Οἱ ­κάτοικοι τῆς Ἀντιόχειας ἀνησύχησαν καὶ ἔπε­σαν σὲ ἀθυμία μεγάλη.
   Τότε ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Φλαβια­νὸς ἀνεχώρησε ἐσπευσμένα γιὰ τὴν Κων­σταντινούπολη μὲ ἀποστολὴ νὰ ­ἱκετεύσει τὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς πόλεως. Κι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ποὺ εἶχε χειροτονηθεῖ τὴν προηγούμενη χρονιὰ ἱερέας, ἀνέλαβε νὰ ἠρεμήσει τοὺς Ἀντιοχεῖς καὶ νὰ τοὺς παρηγορήσει. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἐξεφώνησε τοὺς περίφημους εἴκοσι ἕνα λόγους «Εἰς τοὺς ἀνδριάντας».
   Στὸν πέμπτο λόγο του ἀναπτύσσει ὡς ἐπιχειρηματολογία τὴ θέση ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ζημιώνεται οἰκονομικά, ὅταν συκοφαντεῖται, ὅταν ἀρρωσταίνει, δὲν πρέπει νὰ ἀθυμεῖ ὑπερβολικὰ τόσο ποὺ νὰ χάνει τελείως τὸν ρυθμό του, διότι δὲν θὰ ὠφεληθεῖ σὲ τίποτε ἀπὸ τὴ λύπη. Ἐ­­­πιτρέπεται, ἤ, καλύτερα, ἐπιβάλλεται νὰ λυ­­πεῖται σὲ μία μόνο περίπτωση, ὅταν ἁμαρ­τάνει! Διότι τότε ὠφελεῖται ἀπὸ τὴ λύ­­­­πη.
   «Μηκέτι οὖν ἐπὶ ζημίᾳ χρημάτων ἀλ­γῶ­μεν, ἀλλ’ ὅταν ἁμαρτάνωμεν, ἀλγῶ­μεν μό­­­νον. Πολὺ γὰρ τὸ κέρδος ἐνταῦθα ἀπὸ τῆς λύπης. Ἐζημιώθης; Μὴ ἀθυμήσῃς, οὐ­δὲ γὰρ ὠφελήσεις. Ἥμαρτες; ­Λυπήθητι, ὄφελος γάρ» (Εἰς τοὺς ­ἀνδριάντας, ὁμιλία Ε΄, ΕΠΕ 32, 120). Νὰ μὴ λυπούμαστε ὑπερβολικά, ὅταν ζημιωνόμαστε οἰκονομικῶς, ἀλλ’ ὅταν ­ἁμαρτάνουμε, τότε νὰ λυπούμαστε κατὰ Θεόν. ­Διότι στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ κέρδος ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ λύπη εἶναι πολὺ μεγάλο. Ζημιώθηκες; Μὴν ἀθυμήσεις, διότι δὲν θὰ ὠφεληθεῖς σὲ τίποτε ἀπὸ τὴ λύπη. Ἁμάρτησες; Λυπήσου, διότι θὰ ὠφεληθεῖς, ἂν πονέσεις γιὰ τὴν ἁμαρτία ποὺ διέπραξες.
   Γιὰ νὰ γίνει πιὸ πειστικὸς ὁ χρυσορρή­μων Πατήρ, ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ πα­­ραδείγματα: Ἔχασε κάποιος τὸ ­παιδί του καὶ πόνεσε πολὺ γι’ αὐτό. Ἀλλὰ μὲ τὸν πόνο του δὲν ἀνέστησε τὸ ­νεκρό, οὔτε ὠ­­­φέλησε τὸν ἀποθανόντα. ­Ραπίστηκε, ὑ­­­βρίστηκε, χλευάστηκε καὶ ­λυπήθηκε πά­ρα πολὺ γιὰ τὸν δημόσιο διασυρμό. Ἀλλὰ μὲ τὴ λύπη του δὲν ἐξήλειψε τὴν ὕβρη. Ἀρρώστησε μὲ βαριὰ ἀσθένεια καὶ ἔπεσε σὲ κατήφεια. Ἀλλὰ μὲ τὴ λύπη του δὲν ἀπομάκρυνε τὴν ἀσθένεια. Μπορεῖ καὶ νὰ τὴν ἐπιβάρυνε περισσότερο.
   Ἀποροῦν μερικοὶ καὶ ρωτοῦν: Ἐφόσον ζημιωθήκαμε οἰκονομικῶς, συκοφαντηθήκαμε, ἀρρωστήσαμε, πέθανε ὁ (ἡ) σύζυγος ἢ τὸ παιδί μας, νὰ μὴ λυπηθοῦμε; Τί νὰ κάνουμε; Νὰ χαιρόμαστε;
   Βέβαια δὲν θὰ μένουμε ἀπαθεῖς, ὅταν ξεσπάσει μία δοκιμασία κατὰ πάνω μας. Θὰ πονέσουμε. Δὲν ἔχουμε πέτρινη καρδιά. «Τὸ ἀπαθὲς» εἶναι «ἀπάνθρωπον», λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος· ὅμως «τὸ πολυπαθές», δηλαδὴ τὸ νὰ καταβληθοῦμε τελείως ἀπὸ τὴ λύπη, δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴ χριστιανικὴ φιλοσοφία (Ἐπιστολὴ 165, Σταγειρίῳ, 2). Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς προτρέπει νὰ κοιτᾶμε καὶ πιὸ μακριά: Ἦλθαν καὶ ἔκλεψαν τὸν πλοῦτο σου. Ἀλλὰ τὸν πλοῦτο ποὺ ἔχεις στὸν οὐρανὸ δὲν μποροῦν νὰ σοῦ τὸν ἀφαιρέσουν. Σὲ ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν πατρίδα σου. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴ μόνιμη πατρίδα σου, τὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, δὲν μποροῦν νὰ σὲ διώξουν. Σὲ ἔδεσαν μὲ δεσμά. Ὅμως ἔχεις τὴ συνείδησή σου ἐλεύθερη καὶ δὲν αἰσθάνεσαι τὰ ἐξωτερικὰ δεσμά. Σὲ φόνευσαν. Πάλι θὰ ἀναστηθεῖς.
   Ἡ ὑπερβολικὴ λύπη δὲν συνιστᾶ πιστοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἐμπιστεύονται τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐλπίδα τους στὸ Θεό. Μᾶς ἔκλεψαν τὸ σπίτι μας, τὸ ἐργαστήριό μας, τὸ κατάστημά μας, ἔγινε σεισμὸς καὶ ἀχρηστεύθηκε τὸ σπίτι μας, ἦλθε φωτιὰ καὶ ἔκανε στάχτη τὸ κτῆμα μας; Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὑλικὲς ζημιές. Μποροῦν νὰ ξαναγίνουν καὶ καλύτερα. Θὰ κάνουμε λίγη ὑπομονή, θὰ ἐπικαλεσθοῦ­με τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θὰ δουλέψουμε μὲ τὸν τίμιο ἱδρώτα μας καὶ σιγά-σιγὰ θὰ διορθωθεῖ ἡ ζημιὰ ποὺ πάθαμε. Μᾶς συκοφάντησαν, μᾶς ὕβρισαν; Νὰ λέμε: «Τὸν ἑαυτὸν μὴ ἀδικοῦντα οὐδεὶς παραβλάψαι δύναται». Αὐτὸν ποὺ δὲν βλάπτει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του, δὲν μποροῦν οἱ ἄλλοι νὰ τὸν βλάψουν οὐσιαστικά. Μόνο στὸν ἑαυτό τους κάνουν ζημιά. Μᾶς ἐπισκέφθηκαν ἀσθένειες καὶ θάνατοι προσφιλῶν προσώπων; Νὰ τὶς ἀντιμετωπίζουμε μὲ ὑπομονὴ καὶ μὲ καρτερία. Διότι οἱ δοκιμασίες εἶναι προσωρινές, ἐνῶ ἡ πνευματικὴ ὠφέλεια ποὺ καρπούμεθα, αἰώνια (βλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 31, 496-563).
   Ἡ ὑπερβολικὴ λύπη δὲν μπορεῖ νὰ διορθώσει οὔτε τὴ χρηματικὴ ζημιά, οὔτε τὴν ὕβρη, οὔτε τὴ βλάβη, οὔ­τε τὴν ἀσθένεια, οὔτε τίποτε ἄλλο παραπλήσιο. Ἡ ­φτώχεια, ἡ ἀρρώστια, οἱ θάνατοι προσφιλῶν προσώπων καὶ τὰ παρόμοια κακὰ δὲν ὑποχωροῦν ­εὐκολότερα μὲ τὰ δάκρυα. Μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὴ λύπη διορθώνεται μία μόνο ζημιά. Ἡ ζημιὰ ποὺ προξενεῖται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γιατί συμβαίνει αὐτό; Θὰ τὸ ἐξηγήσουμε σὲ ἑπόμενο ἄρθρο μας.