Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 8 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2015

Toῦ Ἀσώτου: Λουκ. ιε΄ 11-32

Eἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐ­­­­πέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

1. Τὸ φοβερὸ δράμα τῆς ἁμαρτίας

   Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου ποὺ ἀναγινώσκεται σήμερα, μᾶς εἶναι πολὺ γνω­στή, διότι ὄχι μόνο τὴν ἀκοῦμε κάθε χρόνο τέτοια μέρα, ἀλλὰ κυρίως διότι ἡ ἱστορία ποὺ περιγράφει ἀποτελεῖ τὴν προσωπικὴ ἱστορία τοῦ καθενός μας: τὸ δράμα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ μέρα τῆς πτώσεώς του.
   Τί μᾶς λέει αὐτὴ ἡ Παραβολή;… Ζοῦ­σε κάποτε ἕνας πατέρας ποὺ εἶχε δύο ­γιούς. Μιὰ μέρα, ὁ νεότερος γιὸς ­ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα του τὸ μερίδιο τῆς πατρικῆς περιουσίας ποὺ νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνήκει. Μόλις τὸ πῆρε, ­σηκώθηκε κι ἔ­­φυγε ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ νὰ ζήσει σὲ ἄλλη χώρα μακριά. Ἐκεῖ σπατάλησε ὅλη του τὴν περιουσία «ζῶν ἀσώτως», κάνοντας δηλαδὴ ζωὴ ἄσωτη καὶ ­ἀκόλαστη. Κι ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶχε φτάσει στὴν ἔσχατη φτώχεια, συνέβη τὸν ἴδιο καιρὸ νὰ πέσει πείνα σὲ ὅλη τὴ χώρα ἐκείνη. Ἡ κατάστασή του ἦταν οἰκτρή, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τὸν λυπόταν γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει. Μόνο ἕνας δέχθηκε νὰ τὸν κρατήσει ὡς χοιροβοσκό, ἀλλὰ μὲ συνθῆκες ἐξευτελιστικές: δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τρώει οὔτε κὰν ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα τῶν χοίρων.
   Ποῦ κατάντησε ὁ ἐπαναστάτης νέος! Ἀπὸ τὸν πλοῦτο στὴ φτώχεια, ἀπὸ τὴ φτώχεια στὴν πείνα, ἀπὸ τὴν πείνα στὴ δουλεία… Ἔφυγε γιὰ νὰ ζήσει ἐλεύθερος καὶ κατάντησε δοῦλος. Ἄφησε τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ, γιατὶ πίστευε ὅτι αὐτὴ τὸν ἔπνιγε· ὡστόσο στὴ μακρινὴ χώρα ποὺ κα­τέφυγε, πουθενὰ δὲν βρῆκε ἀληθινὴ ἀγάπη. Κανεὶς δὲν ἐνδιαφέρθηκε νὰ τὸν βοηθήσει, ὅταν τὸν εἶδαν νὰ ὑποφέρει καὶ νὰ ἀργοπεθαίνει ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὶς στερήσεις. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ διέρρηξε τὴ σχέση καὶ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν πατέρα του, ἔμεινε μόνος καὶ ἀβοήθητος.
   Αὐτὴ εἶναι ἡ περιπέτεια κάθε ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ περιπλανιέται στὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας. Κι ἐμεῖς κάθε φορὰ ποὺ ἁμαρτάνουμε οὐσιαστικὰ ἐπαναστατοῦμε ἔν­αντι τοῦ Θεοῦ, προδίδουμε τὴν ἀγάπη Του καὶ χωριζόμαστε ἀπ’ Αὐτόν. Κι ὅσο ἐμμένουμε στὴν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας, αὐτὴ μᾶς γίνεται συνήθεια καὶ κατόπιν πάθος, τὸ ὁποῖο μᾶς ὑποδουλώνει.
    Τί φοβερὴ ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία! Σὲ ὁδηγεῖ στὴ στέρηση καὶ στὴν ἐξαθλίωση, στὴ φοβερὴ μοναξιὰ καὶ ἐγκατάλειψη· καί, τέλος, στὸν αἰώνιο θάνατο. Γι’ αὐτὸ κι εἶναι ἐπείγουσα ἀνάγκη νὰ μετανοοῦμε καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ κόβουμε τὰ δεσμὰ τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν μας. Νὰ ποθοῦμε τὴν ἐπανασύνδεση μὲ τὸ πατρικὸ σπίτι. Τὴ ζωὴ κοντὰ στὸ Θεὸ Πατέρα μας.

2. Ὁ στοργικὸς πατέρας

   Ἔτσι ἔκανε ὁ «νεώτερος υἱός», ὁ ὁ­­­ποῖ­­ος, μόλις συνειδητοποίησε τὴν ­ἄ­­­­θλια κατάστασή του, πῆρε τὴν ­ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς: Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ· «πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπι­όν σου»· δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός σου. Τουλάχιστον κάνε με σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς ὑπηρέτες σου.
   Καὶ ἡ σωτήρια ἀπόφαση ἔγινε πράξη. Ὁ ἄσωτος πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ὅμως, ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμη μακριά, ὁ πατέ­ρας του – ὁ ὁποῖος περίμενε τόσο καιρὸ αὐτὴ τὴν ὥρα!… – τὸν εἶδε κι ἔτρεξε νὰ τὸν προ­ϋπαντήσει. Τὸν ἔσφιξε στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν κα­ταφιλοῦσε μὲ στοργή…
   Συγκλονισμένος ὁ γιὸς ἄρχισε τὴν ἐξομολόγησή του: Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ σὲ σένα καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός σου! Τὸν διέκοψε ὅμως ἡ φωνὴ τοῦ πατέρα, ποὺ ἔδωσε ἀμέσως ἐντολὴ στοὺς δούλους: Βγάλτε ἔξω τὴν πιὸ καλὴ φορεσιὰ ἀπ’ ὅσες ἔχουμε, αὐτὴν ποὺ φοροῦσε ὁ γιός μου πρὶν φύγει. Ντύστε τον καὶ δῶστε του δαχτυλίδι νὰ τὸ φοράει στὸ χέρι του, καὶ ὑποδήματα στὰ πόδια του, ὅπως φοροῦν οἱ κύριοι καὶ οἱ ἐλεύθεροι. Καὶ φέρτε καὶ ­σφάξτε «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», ἐκεῖνο ἀπὸ τὰ μοσχάρια ποὺ τρέφουμε ξεχωριστὰ γιὰ κάποια ἐξαι­ρε­τικὴ περίσταση. Θὰ φᾶμε, θὰ χαροῦμε καὶ θὰ ­πανηγυρίσουμε, διότι «ὁ υἱός μου νε­­κρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀ­­πολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη»· μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο ὁ γιός μου αὐτὸς ἦταν νεκρός, καὶ ἀναστήθηκε· ἦταν χαμένος, καὶ βρέθηκε. Κι ἔτσι ἄρχισε τὸ πανηγύρι.
   Τὴν ἴδια ὥρα γύρισε κι ὁ μεγαλύτερος γιὸς ὁ ὁποῖος ἔλειπε στὰ χωράφια. Αὐτός, ὅταν ἔμαθε τὰ νέα γιὰ τὸν μικρότερο ἀδελφό του καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὸν ὑποδέχθηκε ὁ πατέρας, θύμωσε πολὺ καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπεῖ στὸ σπίτι. Ἀλλὰ ὁ πατέρας δὲν ἔμεινε ἀδιάφορος. Βγῆκε ἔξω κι ἄρχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ νὰ μὴ μείνει ἀμέτοχος στὴ χαρὰ τῆς ἐπιστρο­φῆς τοῦ ἀσώτου ἀδελφοῦ του.
   Εἶναι πράγματι ἀξιοθαύμαστη ἡ σοφὴ καὶ διακριτικὴ παρουσία τοῦ στοργικοῦ πατέρα τῆς Παραβολῆς. Ὁ ­τρόπος ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ παιδαγωγεῖ τοὺς γιούς του εἶναι ὁ ἴ­­διος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς Πατέρας στὴ ζωή μας: ἀ­­­πέραντη ἀγάπη καὶ σεβασμὸς στὴν ἐλευθερία μας. Ὁ πανάγαθος Θεὸς ἀφήνει νὰ μᾶς διδάξει ἡ πείρα ὅ,τι δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε μόνοι μας. Ἀκόμη κι ἂν φεύγουμε ἀπὸ κοντά Του, Ἐκεῖνος δὲν παύει νὰ μᾶς περιμένει. Ἡ ἀγκαλιά Του εἶναι πάντοτε ἕτοιμη νὰ ὑποδεχθεῖ τὴν ἐπιστροφὴ κάθε ἁμαρτωλοῦ. Τὴ μετάνοια ὅλων τῶν ἀνθρώπων: καὶ αὐτῶν ποὺ λιμοκτονοῦν στὶς χῶρες τῆς ἁμαρτίας, καὶ αὐτῶν ποὺ βασανίζον­ται ἀπὸ τὴν ἐγωιστική τους αὐτάρκεια μέσα στὸ ἴδιο τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ. Πόση ἐλπίδα μᾶς δίνει αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατέρα!
   Ἂς γυρίσουμε λοιπὸν κοντά Του. Εἴ­μαστε παιδιά Του καὶ ἔχει φυλάξει γιὰ τὸν καθένα μας τὰ δῶρα τῆς υἱοθεσίας. Γιὰ ὅλους ἔχει σφαγεῖ «ὁ μόσχος ὁ σιτευτός», ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ ἐπιστροφή μας καὶ ἡ ἐπιστροφὴ κάθε ἀδελφοῦ μας στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα εἶναι ἀφορμὴ γιὰ ἕνα ξεχωριστὸ πανηγύρι καὶ ἐδῶ στὴ γῆ ἀλλὰ καὶ στὸν οὐρανό· ἕνα πανηγύρι ποὺ σὰν αὐτὸ μακάρι ὅλοι ν’ ἀξιωθοῦμε νὰ ζήσουμε στὴν ἐπουράνια Βασιλεία Του.