Γράφαμε σὲ προηγούμενο ἄρθρο μας, νὰ μὴ λυπούμαστε ὑπερβολικὰ ὅταν ζημιωνόμαστε οἰκονομικὰ σύμφωνα μὲ τὴ χρυσοστομικὴ ρήση: «Ἐζημιώθης; μὴ ἀθυμήσῃς· οὐδὲ γὰρ ὠφελήσεις». Ὅταν ὅμως ἁμαρτάνουμε, νὰ λυπούμαστε κατὰ Θεόν, διότι εἶναι μεγάλο τὸ ὄφελος. «Ἥμαρτες; Λυπήθητι, ὄφελος γάρ» (Ὁμιλία Ε΄ Εἰς τοὺς ἀνδριάντας, ΕΠΕ 32, 120).
Γιατί ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν λυπεῖται κατὰ Θεὸν γιὰ τὴν ἁμαρτία ποὺ διέπραξε; Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ τοὺς Πρωτοπλάστους, δὲν ὑπῆρχαν οὔτε ἡ λύπη οὔτε ὁ θάνατος. Τόσο ἡ λύπη ὅσο καὶ ὁ θάνατος ἐμφανίστηκαν στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας. «Δύο ταῦτα ἔτεκεν ἡμῖν ἡ ἁμαρτία, λύπην καὶ θάνατον». Δύο κακὰ γέννησε σὲ μᾶς ἡ ἁμαρτία, τὴ λύπη καὶ τὸν θάνατο. Ὅμως ὁ πανάγαθος Θεὸς δὲν θέλει τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ἀχρήστευσε τὴν ἁμαρτία μ’ αὐτὰ τὰ δύο ὅπλα, μὲ τὴ λύπη καὶ μὲ τὸν θάνατο, μεθοδεύοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν ἐξουδετέρωση τῆς μητέρας ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ παιδιά της. «Καὶ δι’ ἀμφοτέρων τούτων τὴν ἁμαρτίαν ἀνεῖλε, καὶ ὑπὸ τῶν τέκνων τὴν μητέρα ἀπολέσθαι παρεσκεύασεν» (ΕΠΕ 32, 120-122).
Νὰ ἐξηγήσουμε πρῶτα πῶς καταργήθηκε ἡ ἁμαρτία μέσῳ τοῦ θανάτου. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ὁ θάνατος καταργήθηκε μὲ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου μας. «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας…»! Πάτησε ὁ θεῖος Λυτρωτὴς τὸν θάνατο μὲ τὸν θάνατο. Ἀφοῦ λοιπὸν νικήθηκε ὁ θάνατος μὲ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου μας, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ φοβόμαστε τὸν θάνατο, παρὰ μόνο τὴν ἁμαρτία ποὺ ἔχει μέσα της τὸ σπέρμα τοῦ θανάτου. «Μὴ τοίνυν φοβώμεθα θάνατον, ἀλλὰ φοβώμεθα ἁμαρτίαν μόνον, καὶ δι’ ἐκείνην ἀλγῶμεν», γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (ΕΠΕ 32, 122). Γιὰ τὴν ἁμαρτία νὰ κλαῖμε μόνο, διότι ἡ ἁμαρτία ὁδηγεῖ στὸ θάνατο.
Μὲ παρόμοιο τρόπο καταργεῖται ἡ ἁμαρτία καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο παιδί της, τὴ λύπη. Εἶπε ὁ ἅγιος Θεὸς στὴν Εὔα μετὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα: «Ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα» (Γεν. γ΄ 16). Μὲ ὀδύνες καὶ πόνους θὰ γεννᾶς τὰ παιδιά σου. Τρόπον τινὰ τῆς ἔβαλε ἕνα ἐπιτίμιο γιὰ τὴν ἁμαρτία ποὺ διέπραξε. Ἀλλὰ τὸ ἐπιτίμιο ἦταν συγχρόνως καὶ ὁ ἐξαγνισμός της. Γράφει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ Β΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του: «Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται» (Β΄ Κορ. ζ΄ 10). Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια καὶ φέρνει ὡς ἀγαθὸ ἀποτέλεσμα τὴ σωτηρία. Πάντοτε ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια ἔχει τὸ στοιχεῖο τῆς λύπης καὶ τοῦ πόνου. Μετάνοια ποὺ δὲν μᾶς στοιχίζει δὲν εἶναι πραγματικὴ μετάνοια.
Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ἡ ἁμαρτία ἀχρηστεύεται καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο παιδί της, τὴν κατὰ Θεὸν λύπη. Ὅσοι λυποῦνται κατὰ Θεόν, δὲν μετανιώνουν ποτὲ ποὺ λυπήθηκαν. «Κἂν ἀμέτρως θρηνήσωσιν, εὐφροσύνην καρποῦνται, μεταμέλειαν οὐ δεχόμενοι», σχολιάζει ὁ ἑρμηνευτὴς Θεοφύλακτος Ἀχρίδος. Ὅσο κι ἂν κλάψουν, δὲν μεταμελοῦνται ποὺ πόνεσαν καὶ ἔκλαψαν, διότι ἀπὸ τὴν κατὰ Θεὸν λύπη τους καρποῦνται εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλίαση. Ἐνῶ ἀντίθετα ὅσοι λυποῦνται ὅπως οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα, ἀργότερα μετανιώνουν ποὺ ἔκλαψαν καὶ πόνεσαν, διότι ἀπὸ τὴ λύπη τους δὲν ἀπεκόμισαν καμιὰ ὠφέλεια. Ἀπεναντίας ταλαιπωρήθηκαν ἀφάνταστα, σημειώνει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Τώρα ἐννοοῦμε καλύτερα γιατί πρέπει νὰ λυπούμαστε κατὰ Θεὸν ὅταν ἁμαρτάνουμε. Διότι μὲ τὴν κατὰ Θεὸν λύπη διορθώνουμε τὴ ζημιὰ ποὺ πάθαμε. Ὁδηγούμαστε στὴ μετάνοια. Καὶ ἡ μετάνοια μὲ τὴ σειρά της μᾶς ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία καὶ τὸν ἁγιασμό.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας στὸ περισπούδαστο ἔργο του «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» γράφει ὅτι «τὸ φάρμακο γιὰ τὴν κακία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ λύπη. Διότι καὶ τὴ μελλοντικὴ κακία προλαβαίνει καὶ τὴν παροῦσα καταργεῖ καὶ ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ γιὰ τὴν ἁμαρτία ποὺ διαπράξαμε μᾶς ἀπαλλάσσει. Γι’ αὐτὸ δόθηκε ἐξαρχῆς ἡ λύπη στὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀφοῦ σὲ τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει. Ἀποτολμοῦμε τὴν ἁμαρτία γιὰ τὴν ἀπόλαυση τῆς ἡδονῆς. Κατόπιν χρειαζόμαστε τὴν κατὰ Θεὸν λύπη γιὰ νὰ διορθωθεῖ ἡ ζημιὰ ποὺ πάθαμε. Ἂν καθαρθοῦμε μὲ τὴν ὀδύνη, δὲν θὰ χρειασθεῖ δεύτερη τιμωρία. Αὐτὴ τὴν τιμωρία ἐπέβαλε καὶ ὁ Θεὸς ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ καταπατήθηκαν οἱ νόμοι Του (ἐννοεῖ μὲ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα). Μὲ λύπη καὶ πόνους τιμώρησε τὸν παραβάτη. Δὲν θὰ ὅριζε νὰ ἐπιβληθεῖ αὐτὴ ἡ τιμωρία, ἂν δὲν ἦταν ἀντίρροπη μὲ τὰ παραπτώματα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ἐνοχή. Τὸν ἴδιο τρόπο χρησιμοποίησε κατὰ τῆς ἁμαρτίας ἀργότερα καὶ ὁ Ἴδιος, ὅταν ἐνανθρώπησε. Ὅταν χρειάστηκε νὰ ἀποβάλει τὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, πόνεσε (ἐννοεῖ τὴν ὀδύνη τῆς σταυρικῆς θυσίας Του) καὶ τὴν ἀπέβαλε» (Λόγος Ζ΄, ΕΠΕΦ 22, 600).
Νὰ λυπούμαστε κατὰ Θεὸν ὅταν ἁμαρτάνουμε, μὲ τὶς συμβουλὲς βέβαια καὶ τοῦ Ἐξομολόγου μας, διότι μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο διορθώνεται ἡ ζημιὰ ποὺ πάθαμε.