Ἡ «μετάνοια» τοῦ Θεοῦ

   Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «πρὸς Ἰωνᾶν» τὸν προφήτην ἦταν σαφής: ­Ἔπρεπε αὐ­τὸς νὰ μεταβεῖ στὴ μεγάλη πό­λη, τὴν πρωτεύουσα τῶν ­Ἀσσυρίων, τὴ Νινευή, καὶ νὰ διακηρύξει τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ…
   Μέσα στὸν πλοῦτο καὶ τὴ χλιδὴ ζοῦ­σαν οἱ Νινευΐτες, καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ ­ἀσωτία καὶ διαφθορὰ στὴν πόλη ἐκείνη τοῦ 8ου π.Χ. αἰῶνος εἶχαν καταστεῖ βδελυκτὲς στὰ μάτια τοῦ ἁγίου Θεοῦ. «Ἀνέβη ἡ κραυγὴ τῆς κακίας αὐτῆς πρός με» (Ἰων. α΄ 2)· μὲ τὰ λόγια αὐτὰ εἶχε δείξει ὁ παντοκράτωρ Κύριος τὴν ἀποστροφή Του πρὸς τὴν ἁμαρτία τῶν κατοίκων τῆς εἰδωλολατρικῆς ἐκείνης μεγαλούπολης. «Εἰς πολλὴν ἐξώκειλαν πονηρίαν, ὥστε ὑπερβῆναι τῆς μακροθυμίας τοὺς ὅρους», ­σημειώνει γιὰ τοὺς Νινευΐτες ὁ ἀρχαῖος ­ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν ­Θεοδώρητος. Ἦταν τόσος ὁ ξεπεσμός τους στὴν ἁμαρτία, ὥστε νὰ ξεπεράσουν κάθε ὅριο ­μακροθυμίας τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ. Δὲν ἁμάρταναν ἁπλῶς, ἀλλὰ μὲ θρασύτητα καὶ αὐθάδεια προκαλοῦσαν τὴ θεία μεγαλοσύνη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ κινοῦνταν τώρα ἀπειλητικὴ γιὰ τὴν πόλη. Τὸ κήρυ­γμα ποὺ ἐπωμιζόταν ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ νὰ ἐξαγγείλει στοὺς Νινευΐτες ἦταν ὅτι «ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευὴ καταστραφήσεται» (γ΄ 4).
   Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἄρνηση τοῦ Ἰωνᾶ νὰ ὑποταγεῖ στὴ θεία ἐντολὴ καὶ τὴν ὅλη περιπέτειά του στὴ θάλασσα μὲ τὸ κῆτος (βλ. Ἰων. α΄ 3 – β΄ 11), ­τελικὰ πορεύεται εὐπειθὴς στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ εἰσέρχεται στὴν ­πρωτεύουσα τῶν Ἀσσυρίων. Περπατεῖ στοὺς δρόμους καὶ ἐξαγγέλλει στὰ πλήθη τοῦ λαοῦ τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ… 
   Τότε ἦταν ποὺ λαὸς καὶ ­ἄρχοντες συνῆλθαν. Ἄκουσαν τὸ ­κήρυγμα τοῦ προ­φήτου, πίστεψαν σ’ αὐτὸ καὶ πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ δείξουν μὲ ἔργα τὴ μετάνοιά τους. «Ἐκήρυξαν νηστείαν, καὶ ἐνεδύσαντο σάκκους ἀπὸ μεγάλου αὐτῶν ἕως μικροῦ αὐτῶν» (γ΄ 5). Πένθησαν, στέναξαν, μετανόησαν «καὶ ἀπέστρεψαν ἕκαστος ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτῶν τῆς πονηρᾶς», λέγοντας μεταξύ τους: Ποιὸς ξέρει, μπορεῖ νὰ μετανοήσει ὁ Θεὸς καὶ νὰ μὴ μᾶς καταστρέψει. «Τίς οἶδεν εἰ μετανοήσει ὁ Θεός, καὶ ἀποστρέψει ἐξ ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ, καὶ οὐ μὴ ἀπολώμεθα;» (γ΄ 8-9).
   Μετὰ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ τοὺς καταστρέψει; «Ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος» (δ΄ 2), εἶδε τὰ ἔργα τους, μᾶς πληροφορεῖ ἡ Ἁγία Γραφή, τὴ νηστεία καὶ τὸ πένθος, τὴ γενικὴ μεταστροφή τους, «καὶ μετενόησεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τῇ κακίᾳ ᾗ ἐλάλησε τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς, καὶ οὐκ ἐποίησε» (γ΄ 10). Μετανόησε ὁ Θεὸς καὶ δὲν ἀπέστειλε τὴν τιμωρία ποὺ τοὺς εἶχε προαναγγείλει.
   «Μετενόησεν ὁ Θεός»!
   Μά, θά ’λεγε κανείς, δὲν εἶναι δεῖγμα ἀτελείας ἡ μετάνοια; Μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἔχει πάρει λάθος ἀπόφαση, ὥστε νὰ χρειαστεῖ ἔπειτα νὰ τὴ διορθώσει; Γιατί ἄραγε ἡ Γραφὴ χρησιμοποιεῖ τὴ λέξη αὐτή, ποὺ ἁρμόζει κατεξοχὴν στοὺς ἀτελεῖς καὶ τρεπτοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὸν τέλειο καὶ ἄτρεπτο Θεό;
   Καὶ ὅμως, ἡ Ἁγία Γραφὴ χρησιμοποιεῖ τὸ ρῆμα «μετανοῶ» καὶ γιὰ τὸν Θεό. Γιατί ἄραγε; Τὸ πρόβλημα εἶναι δύσ­κολο. Κι εἶναι δύσκολο, διότι σ’ αὐτὸ συναρτῶνται δύο καίριες ἀλήθειες: Ἡ παγγνωσία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς ἀπειλεῖ. Καὶ ἀπειλεῖ πραγματικά. Ἡ ἀπειλή Του εἶναι πρόκληση στὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἀνταποκριθεῖ καὶ μετανοήσει, τότε ἡ ἀπειλὴ δὲν πρα­γματοποιεῖται. Αὐτὸ σὲ μᾶς παρίσταται σὰν νὰ ἀλλάζει γνώμη ὁ Θεός. Στὴν πραγματικότητα ἐμεῖς ἔχουμε ἀλλάξει. Καὶ ἡ δική μας ἀλλαγή, ἡ μετάνοια, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ «μετανοεῖ» καὶ ὁ Θεός. Εἶναι κι αὐτὸ δεῖγμα τοῦ ἀπείρου ­ἐλέους τοῦ θείου Πλαστουργοῦ πρὸς ἐμᾶς, τὰ πλάσματά Του, προκειμένου νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴ μετάνοια καὶ στὴν ἐπιστροφὴ κοντά Του. «Προνοητικῶς σχηματίζεται», ἐξηγεῖ ὁ ἱερὸς ­Δαμασκηνός, συγκαταβαίνει δηλαδὴ νὰ λαμβάνει ὁ Ἴδιος τὸ σχῆμα τῆς μετανοίας, ἀπὸ πρόνοια γιὰ ἐμᾶς, «οἰκονομῶν τὴν σωτηρίαν ἡμῶν, ἵνα δείξῃ πόσον δύναται μετάνοια». Τὰ κάνει ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴ σωτηρία, ἐπειδὴ θέλει νὰ δείξει τί δύναμη ἔχει ἡ μετάνοια. Τέτοια, τόση, ποὺ νὰ κάνει τὸν Θεὸ νὰ λέει: «μετάνιωσα· δὲν θὰ ἐπιφέρω τὶς τιμωρίες ποὺ προανήγγειλα».
   Δὲν εἶναι αὐτὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ μας;
   Ἄραγε θὰ τὸ ἐννοήσουμε ἐμεῖς, οἱ κάτοικοι ὄχι τῆς Νινευή, ποὺ δὲν ­ἤξεραν τίποτε ἀπὸ ἀληθινὸ Θεό, ἀλλὰ τῆς εὐλογημένης πατρίδος μας, τῆς ­Ἑλλάδος, ποὺ τόσες εὐεργεσίες ἔχουμε ἀπολαύσει καὶ ἀπολαμβάνουμε ἀπὸ τὸν ἅγιο Τριαδικὸ Θεό; Θὰ τὸ ἐννοήσουμε, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουμε ἀπὸ τὴν ἄνευ προηγουμένου ἐξολίσθησή μας στὴν ἁμαρτία, μέχρι σημείου νὰ νομοθετοῦνται στὸν τόπο αὐτὸ οἱ κάθε εἴδους ἠθικὲς διαστροφές;
   Ἂς στενάξουμε, ἂς πενθήσουμε οἱ νεοέλληνες. Διότι «τίς οἶδεν εἰ ­μετανοήσει ὁ Θεός, καὶ ἀποστρέψει… καὶ οὐ μὴ ἀ­­πολώμεθα» ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας;