Ὁ ὅσιος Βησσαρίων ἔζησε καὶ ἔδρασε στὴν Αἴγυπτο στὰ τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος. Ἀξιώθηκε ἀπὸ νέος νὰ γνωρίσει τὸν ὁσιότατο ἀσκητὴ τῆς ἐρήμου Μέγα Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ ἐνέπνευσε καὶ τοῦ καλλιέργησε τὸν πόθο γιὰ ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση στὸ Θεό.
Ὁ Βησσαρίων ἀγάπησε τὸν αὐστηρὸ ἀσκητικὸ βίο. Ζοῦσε στὴν ἔρημο τελείως ἀπερίσπαστος ἀπὸ βιοτικὲς φροντίδες. Τόπο σταθερὸ δὲν εἶχε. Περιουσία προσωπικὴ δὲν ἀπέκτησε, οὔτε τὴν ἐλάχιστη. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἀναγκαῖα ποὺ εἶχε ὅλα τὰ ἔδινε ἀδιακρίτως πρὸς ὅλους, χωρὶς νὰ ὑπολογίζει τὶς προσωπικές του ἀνάγκες. Ἡ μόνη περιουσία του ἦταν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ποὺ μελετοῦσε καθημερινά. Καὶ ἡ μοναδική του ἀπόλαυση ἡ ἱερὰ προσευχή. Κάποτε παρέμεινε γιὰ 40 ὁλόκληρα ἡμερονύκτια ὄρθιος ἔξω στὴν ὕπαιθρο, μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα σὲ ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό. Οὔτε τὸ κρύο οὔτε ἡ ζέστη ἐνοχλοῦσαν τὸν ἐξαϋλωμένο ἅγιο ἀσκητὴ τῆς ἐρήμου.
Ἡ ἐλπίδα του ἦταν ὁ οὐρανός! Καὶ ἡ σκέψη του ἦταν διαρκῶς βυθισμένη στὰ κάλλη τοῦ Παραδείσου.
Ὅταν ἔφθανε σὲ κάποιο Μοναστήρι, δὲν δεχόταν καμία φιλοξενία. Στάθμευε ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ Κοινοβίου καὶ ἔκλαιε γιὰ τὶς ἁμαρτίες τὶς δικές του καὶ ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ ἔλεγε στοὺς Μοναχούς: «Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ φιλοξενηθῶ καὶ νὰ κοιμηθῶ κάτω ἀπὸ στέγη, πρὶν βρῶ τὰ ὑπάρχοντα τοῦ δικοῦ μου σπιτιοῦ». Καὶ ἐννοοῦσε ὁ Ὅσιος τὰ ἄφθαρτα ἀγαθὰ τῆς ἀχειροποιήτου οἰκίας τοῦ Παραδείσου.
Σαράντα ὁλόκληρα χρόνια ὁ Ὅσιος ὁδοιποροῦσε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, χωρὶς νὰ θέλει νὰ ἀφήνει τὰ ἴχνη τῆς δικῆς του παρουσίας. Μιὰ κρύα χειμωνιάτικη μέρα ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριὸ εἶδε ἕνα νεκρό. Ἔσκυψε φιλόστοργα καὶ τὸν σκέπασε μὲ τὸν μανδύα του. Καὶ λίγο ἀργότερα συνάντησε ἕνα ρακένδυτο πάμφτωχο ἄνθρωπο ποὺ κινδύνευε νὰ πεθάνει ἀπὸ τὸ κρύο καὶ ἀμέσως ἔβγαλε καὶ τοῦ πρόσφερε τὸν χιτώνα του. Συνεχίζοντας τὴν περιπλάνησή του ὁ Ὅσιος, συναντήθηκε τυχαῖα μὲ ἕναν ἀξιωματικό, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ρώτησε ἔκπληκτος.
–Τί σοῦ συνέβη, ἀββᾶ; Ποῦ εἶναι τὰ ροῦχα σου; Ποιὸς σοῦ τὰ πῆρε; Καὶ ὁ Ὅσιος δείχνοντάς του τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο τοῦ εἶπε μονολεκτικά: «Αὐτός»!
Κάποτε ἄλλοτε ὁ ὅσιος Βησσαρίων ἀντίκρισε καὶ πάλι ἕναν ἀξιοθρήνητο φτωχό. Ὅμως αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν εἶχε ἀπολύτως τίποτε νὰ τοῦ δώσει ἐκτὸς ἀπὸ τὸν θησαυρὸ ποὺ πάντοτε ἔφερε, τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔτρεξε λοιπὸν στὴν ἀγορὰ καὶ τὸ πούλησε καὶ ἔδωσε τὰ χρήματα στὸν πάμφτωχο ἄγνωστο. Καὶ ὅταν ὁ μαθητής του τὸν ρώτησε: «Ἀββᾶ, ποῦ εἶναι ἡ Ἁγία Βίβλος σου;», ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, τὴν ἐπούλησα, γιατὶ ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο ἀπαιτεῖ ἀπὸ ὅλους μας πρῶτα τὴν ἀγάπη. Καὶ ὑπάκουσα στὴ θεία ἐντολή Του ποὺ μᾶς λέγει: «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς».
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς βλέποντας τὰ φιλόστοργα σπλάχνα τοῦ ὁσίου Βησσαρίωνος τὸν εὐλόγησε μὲ πλούσια χάρη.
Ἡ προσευχή του θαυματουργοῦσε. Μὲ τὴ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετέβαλε κάποτε θαλασσινὸ νερὸ σὲ πόσιμο γιὰ νὰ πιεῖ ὁ μαθητής του ποὺ διψοῦσε. Ἄλλοτε ἄνοιξε τοὺς οὐρανούς, ὅπως ὁ Ἠλίας, καὶ ἦρθε ἡ βροχὴ σὲ διψασμένη γῆ, καὶ ἄλλοτε, ὅπως ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, σταμάτησε τὸν ἥλιο στὴ δύση του γιὰ νὰ προλάβει μέσα στὸ φῶς μιὰ σημαντικὴ συνάντηση. Καὶ ἀσθενεῖς θεράπευσε καὶ δαιμόνια ἐξέβαλε καὶ πάνω στὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ περπάτησε. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ συνέβησαν γιὰ νὰ ἀποδεικνύεται πόσο ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς ὅσους παραδίδονται σ’ Αὐτὸν χωρὶς ὅρους καὶ χωρὶς ὅρια.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἅγιες περιπλανήσεις καὶ μὲ πλούσιους καρποὺς ἀγάπης στὰ χέρια του, ἔφθασε κάποτε ὁ Ὅσιος στὰ βαθιά του γεράματα. Σὰν ὥριμος στάχυς ἔγειρε εἰρηνικὸς νὰ ἀναπαυθεῖ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα, στὸν τόπο τοῦ Παραδείσου ποὺ τόσο λαχταροῦσε. Λίγο πρὶν παραδώσει τὴν πνοή του στὸν Πλάστη του, εἶπε στοὺς συναθλητές του ποὺ τοῦ συμπαραστέκονταν: «Κάθε Μοναχὸς ἔχει ὑποχρέωση νὰ ζεῖ καὶ νὰ πολιτεύεται ὅπως τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφίμ. Νὰ εἶναι ὅλος ὀφθαλμός». Καὶ ὅσοι ἀναστρέφονται μέσα σὲ Κοινόβια «νὰ σιωποῦν καὶ νὰ μὴν ὑπολογίζουν τὸν ἑαυτό τους».
Εἴθε μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Ὁσίου Βησσαρίωνος νὰ ἀσκοῦμε τὴν τελεία καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Γιατὶ αὐτὴ ἡ ἀρετὴ μᾶς ἐξομοιώνει μὲ τὸν Θεὸ καὶ μᾶς σώζει.