Ἔρχονται τὰ παιδιά μας στὸν κόσμο. Περνοῦν τὴ βρεφική, νηπιακή, παιδικὴ καὶ νεανική τους ἡλικία κοντά μας, στὸ ζεστὸ καὶ ἀσφαλὲς περιβάλλον τοῦ σπιτιοῦ καὶ στὴ συνέχεια τοῦ σχολείου. Κατόπιν θὰ βγοῦν ὥριμοι ἄνθρωποι, μὲ ἐφόδια πολλά, ποὺ τοὺς τὰ ἐξασφαλίζει καὶ ἡ δική μας φροντίδα, νὰ παλέψουν καὶ νὰ νικήσουν στὴ μεγάλη μάχη τῆς ζωῆς.
Ἐμεῖς ὅμως στὴν ἀγωγὴ ποὺ τοὺς δίνουμε, ὅταν βρίσκονται κοντά μας, πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι ἡ μεγάλη μάχη τῆς ζωῆς δὲν ἀποβλέπει μόνο στὸ νὰ ἐξασφαλίσουν ἕνα καλὸ ἐπάγγελμα, νὰ δημιουργήσουν μιὰ σωστὴ οἰκογένεια, νὰ μεγαλώσουν κατόπιν τὰ δικά τους παιδιὰ καὶ μετὰ νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ χωρὶς νὰ ξέρουν ποῦ πηγαίνουν. Ἡ μεγάλη μάχη τῆς ζωῆς κερδίζεται, ὅταν τὸ τέλος τῆς ζωῆς μπορεῖ νὰ σημάνει τὴν ἀρχὴ μιᾶς ἄλλης, πολὺ ἀνώτερης, ὅταν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴν ἀρχὴ τῆς αἰωνίου καὶ μακαρίας ζωῆς.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, καθὼς ἑρμηνεύει τὸν ριδ΄ [114] Ψαλμό, δίνει μιὰ θαυμάσια περιγραφὴ τῆς μελλούσης ζωῆς καί, συγκρίνοντάς την πρὸς τὴν ἐπίγεια ζωή μας, καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ζοῦμε εἶναι κόσμος «θνητός, καὶ χωρίον ἀποθνησκόντων». Ὅταν δὲ στρέφει τὸ βλέμμα στὴν οὐράνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λέει: «Ζώντων ἐκείνη ἡ χώρα», στὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει νύχτα, δὲν ὑπάρχει ὕπνος, αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀπομίμηση τοῦ θανάτου· δὲν ὑπάρχει φαγητό, δὲν ὑπάρχει ποτό, αὐτὰ ποὺ εἶναι στηρίγματα τῆς ἀσθενείας μας· δὲν ὑπάρχει νόσος, δὲν ὑπάρχει πόνος, οὔτε θεραπεία οὔτε δικαστήρια, ἐμπόρια, τέχνες, χρήματα, «ἀλλὰ χώρα ζώντων, οὐκ ἀποθνησκόντων διὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ζώντων τὴν ἀληθῆ ζωὴν τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (ΕΠΕ 5, 412-414).
Εἶναι τόση ἡ πεποίθησή του ὅτι ἐκεῖ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή, ὥστε καὶ σ’ ἄλλη εὐκαιρία δὲν διστάζει νὰ διακηρύξει πὼς ἡ κατάσταση τὴν ὁποία ζοῦμε στὸ παρὸν εἶναι κατάσταση θανάτου: «νῦν μὲν οὐκ ἐσμὲν ἐν ζωῇ, ἀλλ’ ἐν θανάτῳ» (ΕΠΕ 5, 232). Γι’ αὐτὸ καί, ὅταν ἀντιπαραθέτει τὴν ἐσχατολογικὴ προοπτική τοῦ Χριστιανισμοῦ πρὸς τὶς κοντόφθαλμες θεωρίες τῶν εἰδωλολατρῶν φιλοσόφων, τονίζει ὅτι ἡ ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωὴ πρέπει νὰ ἀποτελεῖ τὸν σκοπὸ ὅλων τῶν πράξεών μας: Φιλοσόφησαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς, λέει, γιὰ τὸν ἀνθρώπινο προορισμὸ καὶ διάφορες γνῶμες διατύπωσαν γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ἄλλοι εἶπαν ὅτι σκοπὸς εἶναι ἡ ἐπιστήμη. Ἄλλοι, εἶπαν, ἡ πρακτικὴ ἐνέργεια. Ἄλλοι, τὸ νὰ χρησιμοποιεῖται μὲ διάφορους τρόπους ἡ ζωὴ καὶ τὸ σῶμα. Οἱ κτηνώδεις δὲ εἶπαν ὅτι ἡ ἡδονὴ εἶναι ὁ σκοπός. «Ἡμῖν δὲ τέλος, οὗ ἕνεκεν πάντα πράττομεν, καὶ πρὸς ὃ ἐπειγόμεθα, ἡ μακαρία διαγωγὴ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι» (ΕΠΕ 5, 320). Γιὰ μᾶς, σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖο κάνουμε τὸ καθετὶ καὶ πρὸς τὸν ὁποῖο σπεύδουμε, εἶναι ἡ μακαρία ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Σ’ αὐτὸ τὸν σκοπὸ πρέπει νὰ ἀποβλέπει καὶ ἡ ἀγωγὴ ποὺ δίνουμε στὰ παιδιά μας. Ἐφόσον τὰ ἀγαποῦμε – καὶ ποιοὶ γονεῖς δὲν ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους; – πρέπει νὰ ἐνδιαφερόμαστε περισσότερο γιὰ τὴν αἰώνια ἐπιτυχία καὶ εὐτυχία τους. Τέχνες, ἐμπόρια, γράμματα, ἐπιστῆμες, χρήματα καὶ πλούτη ἀποτελοῦν σκοποὺς τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας, ποὺ οὔτε βαθιὰ ἱκανοποιοῦν τὸν ἄνθρωπο οὔτε πολὺ διαρκοῦν. Ὁδίτες εἴμαστε σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ ὄχι πολίτες. Περνοῦμε καὶ φεύγουμε, καὶ κανεὶς δὲν μένει ἐδῶ.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ λέει: «Δέομαι καὶ ἀντιβολῶ πολλὴν τῶν οἰκείων παίδων ποιεῖσθαι τὴν πρόνοιαν καὶ πανταχοῦ τὴν σωτηρίαν ζητεῖν αὐτῶν τῆς ψυχῆς». Σᾶς παρακαλῶ καὶ σᾶς ἱκετεύω νὰ φροντίστε πολὺ τὰ παιδιά σας καὶ παντοῦ νὰ ζητεῖτε τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους (ΕΠΕ 27, 482). Καὶ στὴ συνέχεια προτρέπει: Καὶ ὅταν ζοῦμε καὶ ὅταν πρόκειται νὰ πεθάνουμε, νὰ συζητοῦμε μὲ τὰ παιδιά μας καὶ νὰ τὰ πείθουμε ὅτι μέγας πλοῦτος καὶ κληρονομία ποὺ δὲν χάνεται καὶ θησαυρὸς ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν πάρει εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Καὶ νὰ φροντίζουμε νὰ μὴν ἀφήνουμε στὰ παιδιὰ χρήματα, ποὺ χάνονται, ἀλλὰ τὴν εὐσέβεια, ποὺ μένει καὶ δὲν δαπανᾶται (ΕΠΕ 27, 484).
Πόσοι γονεῖς κοπιάζουν, ξοδεύονται καὶ ἀγωνιοῦν γιὰ νὰ ἀποκτήσουν μόρφωση τὰ παιδιά, νὰ μάθουν γλῶσσες, νὰ ἀσκηθοῦν στὴ μουσική, νὰ ἀθλοῦν τὸ σῶμα, νὰ ἔχουν ὑγεία κ.λπ.! Δὲν ἀπαγορεύονται βέβαια αὐτά, ἀλλὰ καὶ δὲν ὁδηγοῦν στὴν ἐπιτυχία ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ἀληθινὴ καὶ μόνιμη εὐτυχία.
Τὰ παιδιά μας πρέπει νὰ τὰ μεγαλώνουμε μὲ σαφὴ τὴν αἴσθηση τῆς παροδικότητος τῶν ἐγκοσμίων.
Γι’ αὐτὸ νὰ μὴ μᾶς ἐνδιαφέρει μόνο ἡ καλὴ καὶ πετυχημένη πορεία τους στὴν παροῦσα ζωή. Δὲν τελειώνουν ὅλα ἐδῶ. Νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ πολὺ περισσότερο ἡ ἀγωγὴ ποὺ ἀποβλέπει στὴν αἰώνια ἐπιτυχία τους. Νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴ συστηματικὴ κατήχησή τους, γιὰ τὴ γνώση τῆς ἀλήθειας, τὴν ὁποία κατέχει ἀνόθευτη καὶ ἀκέραιη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, γιὰ τὴ βίωση τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας καὶ τὴ συμμετοχή τους στὰ ἱερὰ Μυστήρια, γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς.
Ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ δυναμικὴ κίνηση ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του. Αὐξάνεται, μεγαλώνει, διαπλάθεται σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ξεκινᾶ ἀπὸ κάτι ἐλάχιστο μέσα στὰ μητρικὰ σπλάχνα καὶ πορεύεται στὸ ἄπειρο τοῦ Θεοῦ, στὴν αἰωνιότητα τῆς Βασιλείας Του!
Ὁ πανάγαθος καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς ἐνεργεῖ τὴ σύλληψη κάθε ἀνθρώπου. Αὐτὸς παρακολουθεῖ μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον καὶ ἀγάπη τὴν κυοφορία του, τὴ γέννηση καὶ τὴν ἀνάπτυξή του, ὅλη τὴ ζωή του ἀπὸ τὰ νεανικὰ χρόνια μέχρι τὰ βαθιὰ γηρατειά. Αὐτὸς μᾶς προορίζει γιὰ τὴν αἰώνια χαρὰ τῆς Βασιλείας Του.
Ἐκεῖ εἶναι τὸ τέλος τῆς πορείας μας, ὁ ὕψιστος προορισμός μας. Ἐκεῖ πρέπει νὰ φθάσουμε μαζὶ μὲ τὰ παιδιά μας.
Στὴν ἀγωγὴ ποὺ τοὺς δίνουμε νὰ κυριαρχεῖ τὸ φρόνημα ὅτι τὰ παιδιά μας ἔχουν αἰώνια προοπτική. Εἶναι στὴ σκέψη τοῦ Θεοῦ προαιωνίως. Καὶ εἶναι προορισμένα γιὰ ἀτέλειωτη εὐτυχία στὴν ἄπειρη αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.