«Μεταλλαγμένη» θεολογία

   Η«Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας» μᾶς καλεῖ νὰ συνειδητοποιήσου­με τὸν κίνδυνο ποὺ μᾶς ἀπειλεῖ. Εἶναι ὁ κίνδυνος μιᾶς «μεταλλαγμένης» θεολογίας! Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὶς θεολογικὲς συνάξεις, τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, τὰ διαχριστιανικὰ συνέδρια κ.τ.ὅ. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ συνέδρια καὶ τοὺς ­διαλόγους ἐκδίδον­ται ἀνακοινωθέντα ἢ γίνονται δηλώσεις ὅ­­που χρησιμοποιοῦνται καὶ ὅροι νεοφανεῖς, ἄγνωστοι στὴ ­θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας· ὅροι ­«εὐγενοῦς διπλωματίας»· ὅροι ποὺ προσπαθοῦν νὰ συμβιβάσουν τὰ ­ἀσυμβίβαστα, καὶ κυρίως ἐντελῶς ἀδόκιμοι στὸ νὰ ἐκφράσουν τὶς θεολογικὲς ἀλήθειες. Τὰ ἀνακοινωθέντα αὐτὰ καθιερώνουν ὅρους σαφῶς ἐξωθεολογικούς, ὅπως π.χ. θεωρία τῶν κλάδων, ­βαπτισματικὴ θεολογία, μεταπατερικὴ θεολογία, ­νεοπατερικὴ θεολογία, συναφειακὴ θεολογία, εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία κ.ἄ. Ὅμως αὐτοὶ εἶναι ὅροι ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ ­ἀνθρώπινη λογική, ἡ ὁποία ­σκέπτεται ­καθαρὰ κοσμικὰ καὶ νοησιαρχικά. Καὶ ὑποδηλώνουν σαφῶς μιὰ ­«μεταλλαγμένη» θεολογία διεστραμμένου περιεχομένου. Ἐπαναλαμβάνεται δηλαδὴ ἡ τακτικὴ ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ Παπικοὶ στὴν ψευδο-Σύνοδο τῆς ­Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439). Σ’ ­ἐκείνη τὴν ­ψευδο-Σύνοδο ὁ Παπικὸς ­Ἰωάννης Πρωτονοτάριος – ἢ Ἱσπανός – ἢ ­Ἰωάννης ὁ Τορκουεμάδας, θεῖος τοῦ φοβεροῦ ­ἱεροεξεταστοῦ Θωμᾶ Τορκουεμάδα, σὲ κάποια συνοδικὴ συνέλευση ἔκανε τόση κατάχρηση τῆς λογικῆς τοῦ Ἀριστοτέλη, ὥστε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ­Ἐπισκόπους τῆς ­Ἰ­­­­βη­ρίας εἶπε στὸν Σίλβεστρο ­Συρόπουλο, αὐτόπτη ἱστορικὸ τῆς Συνόδου ἐκείνης: «Τί Ἀριστότελ, Ἀριστότελε· νὲ καλό (δὲν εἶναι καλός) Ἀριστότελε»! Ὅταν δὲ ὁ Συρόπουλος τὸν ρώτησε ποιὸς εἶναι καλός, ἀφοῦ δὲν εἶναι καλὸς ὁ ­Ἀριστοτέλης, ὁ Ἰβηρίτης ἐπίσκοπος ἀπάν­τησε: «Ἅγιο Πέτρο, ἅγιο Παῦλο, ἅγιο Βασίλειο, Θεολόγο Γρηγόριο, Χρυσόστομο, νέ (ὄχι) Ἀριστότελ, Ἀριστότελε». Αὐτὰ τὰ ­ἀναφέρω, γράφει ὁ Συρόπουλος, γιὰ νὰ δείξω ὅτι οἱ Λατίνοι κατακρίθηκαν γιὰ τὴ ­σχολαστικὴ νοοτροπία τους, τὴν ξένη πρὸς τὸ ­γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ πνεῦμα, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς δικούς μας ποὺ συμμετεῖχαν στὴ Σύνοδο ἐκείνη, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ­«ἀλλογλώσσους» ποὺ ἦσαν παρόντες στὶς συζητήσεις1.
   Αὐτὸ περίπου γίνεται συχνὰ καὶ σήμερα στοὺς σύγχρονους θεολογικοὺς δια­λόγους. Στὴν καθαρὰ δὲ νοησιαρχικὴ αὐτὴ ὁρολογία παρασύρονται καὶ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι. Γι’ αὐτὸ καὶ συμφωνοῦν μὲ τοὺς ἀλλοδόξους στὴν παραδοχὴ ὅρων ξένων πρὸς τὸ Ὀρθόδοξο πνεῦμα καὶ δόγμα.
   Ἀλλὰ πρέπει, ἐπιτέλους, νὰ ­ἐννοήσουμε οἱ Ὀρθόδοξοι ὅτι ἔχουμε ­χρέος νὰ θεολογοῦμε, ὅπως ­ἐθεολόγησαν οἱ καθαυτὸ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι· «αἱ ­μυστικαὶ τοῦ Πνεύματος σάλπιγγες», «οἱ μελῳδήσαν­τες ἐν μέσῳ τῆς ­Ἐκκλησίας μέλος ἐναρμόνιον ­(Ὀρθοδόξου) ­θεολογίας»2. Διότι οἱ θεοφόροι ­Πατέρες μας εἶναι «οἱ ἀκριβεῖς φύλακες τῶν ­Ἀποστολικῶν Παραδόσεων»3.
   Ὅταν ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν ἁγίων Συν­όδων ἄρχιζε τὴ διατύπωση τῶν Ὅρων καὶ τῶν δογματικῶν ἀποφάνσεων μὲ τὴ φράση «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι…» (ἀκολουθοῦντες τὰ βήματα ἢ τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων), δὲν ἀναφερόταν σὲ κάποια ἀφηρημένη Παράδοση· οὔτε σὲ ἀόριστα πρόσωπα, ποὺ χάνον­ται στὴν ἀχλὺ τοῦ θρύλου. Ἀναφερόταν σὲ συγκεκριμένα πρόσωπα, ποὺ ἔδωσαν τὴν μαρτυρία τους μὲ τὸν λόγο, μερικὰ δὲ καὶ μὲ τὸ μαρτύριο τῆς ζωῆς τους, γιὰ τὴ γνησιότητα τοῦ κηρύγματος τῶν Ἀποστόλων. Ὁ μέγας Ὀρθόδοξος Ρῶσος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἔγραψε: «Ἡ Ἐκκλησία ἐμπιστεύεται ἐξ ἴσου εἰς τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καὶ εἰς τὰ δόγματα τῶν Πατέρων. Καὶ τὰ δύο τῆς ἀνήκουν μαζὶ ἀδιαχωρίστως. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὄντως ‘‘ἀποστολική’’. Ἀλλ’ εἶναι ὡσαύτως ‘‘πατερική’’. Καὶ μόνο μὲ τὸ νὰ εἶναι ‘‘πατερικὴ’’ ἡ Ἐκκλησία εἶναι συνεχῶς ‘‘ἀποστολική’’. Οἱ Πατέρες βεβαιοῦν περὶ τῆς ἀποστολικότητος τῆς Παραδόσεως»4.
   Σήμερα, δυστυχῶς, ὄχι μόνο τὰ δόγμα­τα τῶν Πατέρων λησμονοῦμε, ἀλλὰ σπου­δάζουμε καὶ ­διατυπώνουμε τὴ ­διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μὲ ­τρόπο ­καθαρὰ κοσμικό. Ξεχάσαμε τὴ συμβουλὴ τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὁ ὁποῖος διδάσκει: «Ἂς προσπαθήσουμε νὰ μάθουμε τὰ θεῖα μὲ ἱδρῶτες μᾶλλον παρὰ μὲ ξηρὰ καὶ ἀφηρημένα λόγια»5. Οἱ θεομακάριστοι Πατέρες ἀποθνήσκουν ὡς πρὸς τὸν κόσμο, ζοῦν ἐσταυρωμένο βίο, «κενώνουν» ἑαυτούς, βαπτίζονται «ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καὶ πυρί», καὶ ἔτσι ἐπιτυγχάνουν νὰ μάθουν τὴν ἀλήθεια ποὺ κρύπτεται στὰ θεῖα λόγια. Ἡ θεολογία τους ἀντανακλᾶ τὴν πλούσια ἐσωτερική τους ἐμπειρία. Θεολογοῦν «πάσχοντες οἷον τὴν ἀφαίρεσιν, ἀλλ’ οὐ διανοούμενοι», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ6. Οἱ Πατέρες ἐσκέπτοντο καὶ ἐνεργοῦσαν ὡς ἄνδρες ἐκκλησιαστικοὶ «διὰ λογαριασμὸν καὶ ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας (…), σχολιασταὶ τῆς πίστεώς της, τηρηταὶ τῆς Παραδόσεώς της, μάρτυρες τῆς ἀληθείας καὶ τῆς πίστεως»7. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔγραψε ὅτι τὸ νὰ μὴν ἀκολουθεῖ κανεὶς τοὺς Πατέρες καὶ νὰ μὴ θεωρεῖ τοὺς λόγους τους πιὸ ἔγκυρους ἀπὸ τὴ δική του γνώμη, εἶναι ἐνέργεια ἀξιόμεμπτη, διότι εἶναι γεμάτη αὐθάδεια8.
   Ὥστε οἱ Πατέρες δὲν σκέφθηκαν ὅ­πως κάποιοι σύγχρονοι θεολόγοι, ποὺ προε­δρεύουν­­­ ἢ συμμετέ­χουν στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους καὶ προβάλλουν ὡς σοφοί, οὔτε ἐξέφρασαν προσωπικές τους γνῶμες. ­«Ὡς δοῦλοι γνησιώτατοι ­Χριστοῦ καὶ τοῦ ἐνθέου κηρύγματος ­μύσται ἱερώτατοι», μᾶς μίλησαν ὡς ­στόματα τῶν Ἀ­­ποστόλων. Ἔδωσαν τὴν ­«μαρτυρία τῆς ‘‘κα­θολικῆς’’ πίστεως ὁλοκλήρου τῆς Ἐκ­κλησίας, διότι μᾶς ὡμίλησαν (…) ἐκ τῶν ἔνδον τῆς καθολικῆς πληρότητος»9.
   Ἡ εὐθύνη λοιπὸν τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων ποὺ συμμετέχουν στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους εἶναι τεράστια ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων.
   Παπικὸς θεολόγος ἔγραψε πολὺ ὀρθά: «Γιὰ τοὺς Δυτικοὺς ἡ θεολογία εἶναι ἐπιστήμη, γιὰ τοὺς Ἀνατολικοὺς εἶναι βίωμα. Ὁ Δυτικός, ὅταν θεολογεῖ, συλλογίζεται, ὁ Ἀνατολικὸς στοχάζεται καὶ δέεται (…). Οἱ Δυτικοὶ δὲν εἶναι προσκολλημένοι στὰ πάτρια τόσο, ὅσο οἱ Ἀνατολικοί. Ἂν τὴ Γραφὴ τὴν εἶχαν συντάξει δυτικοί, παρ’ ὅλη τὴ θεοπνευστία της δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ἡ ἔκφρασις οὔτε ἡ ἔννοια τοῦ ‘‘ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων’’. Εὐκολώτατα λοιπὸν πλάθουν νέους θεολογικοὺς ὅρους γιὰ λόγους πρακτικούς, σχεδὸν ἀδιαφορῶντας ἂν ὑπάρχουν ἢ ὄχι ἀντίστοιχοι στὴν Παράδοσι τῶν Πατέρων». Καὶ ἐπισημαίνει ὁ Παπικὸς θεολόγος αὐτὸ ποὺ ἐπισημαίνουμε ἀκριβῶς κι ἐμεῖς: «Ἔτσι διαγράφεται νέος κίνδυνος: μὴν παρασυρθοῦν οἱ Ἀνατολικοὶ θεολόγοι στὴν ἀποδοχὴ νεοφανῶν ὅρων, ἐνῶ ὑπάρχουν στὴν Παράδοσι καθιερωμένοι οἱ ἀντίστοιχοι»10.
   Ἀκουέτωσαν ταῦτα οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι…

 

1. Γιά περισσότερα βλ. ΝΙΚ. Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ, Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 20147, σελ. 115.
2. ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΝ, Κυριακὴ τῶν ἁγίων 318… Πατέρων…, Δόξα Λιτῆς, ἐκδ. «Φῶς», Ἀθῆναι 2008, σελ. 296.
3. Ὅ.π.
4. Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Τὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ. Μία Ὀρθόδοξος Ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, μτφρ. Ἰ. Κ. Παπαδοπούλου, ἐκδ. Πατρ. Ἱδρύμ. Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 107-108.
5. ΙΩ. ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλῖμαξ, Λόγ. 26ος, Μέρος Α΄, Περὶ διακρίσεως 26.
6. ΓΡΗΓ. ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόν­των, τῶν ὑστέρων ὁ τρίτος, Περὶ φωτὸς ἱεροῦ 26, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σελ. 561 (2-3).
7. Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Ἁγ. Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μτφρ. Δ. Τσάμη, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 141.
8. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ἐπιστ. νβ΄ , Κανονικαῖς, PG 32, 392C-393A.
9. Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Τὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ… ὅ.π., σελ. 55.
10. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΑΡΓΟΛΟΓΟΥ, «Γλῶσσα ἄρ­ρη­τη. Ἡ “Δήλωσις τοῦ Μονάχου”» Α΄, ἐφημερίδα Κα­θολικὴ 21.2.1984.