Ἕνα ἀγωνιῶδες ἐρώτημα ποὺ δημιουργεῖται στὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδιαίτερα τῶν εὐσεβῶν εἶναι: «Γιατί εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς; Πῶς ὁ δίκαιος Θεὸς ἀφήνει τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ καταπατοῦν τὸν ἅγιο νόμο Του καὶ ζοῦν, συχνὰ μάλιστα ἐπιδεικτικὰ καὶ προκλητικά, μὲ τρόπο ἀσεβὴ καὶ ἀλαζονικό, νὰ εὐημεροῦν; Ποῦ εἶναι ἡ δικαιοσύνη τοῦ σοφοῦ καὶ ἀγαθοῦ Θεοῦ;». Τέτοια ἐρωτήματα καὶ τέτοιοι προβληματισμοὶ βασανίζουν συχνὰ τοὺς θεοσεβεῖς ἀνθρώπους. Ἰδιαίτερα ὅταν διαπιστώνουν ὅτι, ὄχι σπάνια, οἱ καλοὶ καὶ δίκαιοι ὑποφέρουν στὴ ζωή. Τὸ πρόβλημα αὐτὸ τῆς σχέσεως εὐδαιμονίας καὶ ἠθικῆς σχετίζεται μὲ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὀνομάζεται στὴ θεολογικὴ γλώσσα «θεοδικία». Στὸ ζήτημα αὐτὸ τῆς θεοδικίας τίθεται ὑπὸ κρίσιν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος διερωτᾶται μαζὶ μὲ τὸν προφήτη Ἱερεμία: «Τί ὅτι ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται, εὐθήνησαν πάντες οἱ ἀθετοῦντες ἀθετήματα;» (Ἱερ. ιβ΄ 1). Μὲ ἁπλὰ λόγια: Γιατί νὰ ὑπάρχει στὸν κόσμο αὐτὸ ἡ φανερή, ἐκ πρώτης ὄψεως, ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ στὸ κακό; Πῶς ἀνέχεται ὁ δικαιοκρίτης Θεὸς νὰ ὑποφέρουν οἱ δικοί Του ἄνθρωποι, οἱ δὲ ὑβριστὲς καὶ βλάσφημοι τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του νὰ εὐτυχοῦν;
Τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι νέο. Ἄλλωστε τὸ πρόβλημα αὐτὸ ἐξετάζει καὶ ὁ θεόπνευστος συγγραφέας τοῦ ὑπέροχου βιβλίου «Ἰώβ», μιλώντας γιὰ τὰ ὀδυνηρὰ παθήματα τοῦ δικαίου ἐκείνου, τὸν ὁποῖο ἡ Ἁγία Γραφὴ ὀνομάζει «ἀληθινόν, ἄμεμπτον, δίκαιον, θεοσεβῆ, ἀπεχόμενον ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος» (Ἰὼβ α΄ 1).
Τὸ ἐναγώνιο αὐτὸ ἐρώτημα ἦταν ἐπίμονο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Διότι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη θεωροῦσε σταθερὰ ὅτι ἡ ἀρετὴ ἔχει στενότατη σχέση μὲ τὰ ἐπίγεια ἀγαθά, γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἱεροὶ συγγραφεῖς της ἀναζητοῦσαν στὸν κόσμο αὐτὸ τὶς ποινὲς τῶν ἀσεβῶν καὶ τὰ βραβεῖα τῶν ἐναρέτων ἀνθρώπων. Ὡστόσο τὰ γεγονότα ἀνέτρεπαν συχνὰ αὐτὸ τὸ συμπέρασμα, ὥστε ἀνάγκαζαν τοὺς σοφοὺς τοῦ Ἰσραὴλ νὰ πικραίνονται καὶ νὰ διερωτῶνται: Γιατί οἱ ἀσεβεῖς ζοῦν καὶ φθάνουν σὲ πολὺ βαθὺ γῆρας καὶ περνοῦν τὴ ζωή τους μέσα στὰ πλούτη; (βλ. Ἰὼβ κα΄ [21] 7 κ.ἑξ.). Γιατί οἱ ἀσεβεῖς ἐπιτυγχάνουν στὶς ἐπιχειρήσεις καὶ στὰ σχέδιά τους; Γιατί, Κύριε, διερωτᾶται ὁ προφήτης Ἱερεμίας, ὅπως ἀναφέραμε πιὸ πάνω, εὐδοκιμοῦν καὶ εὐτυχοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ παραβαίνουν συνεχῶς καὶ συστηματικῶς τὸν ἅγιο νόμο Σου; Ἕως πότε θὰ ἀνέχεσαι τοὺς ἀσεβεῖς; (βλ. Ἱερ. ιβ΄ [12] 1 κ. ἑξ.).
Τὸ μεγάλο αὐτὸ πρόβλημα πραγματεύονται καὶ οἱ Ψαλμοὶ 36ος καὶ 48ος. Καὶ ὁ μὲν 36ος τὸ λύει λέγοντας ὅτι δὲν πρέπει νὰ φθονοῦμε τοὺς πλουσίους ποὺ ζοῦν μέσα στὴν παρανομία, καὶ νὰ θέλουμε νὰ τοὺς μιμηθοῦμε, ἔχοντας σταθερὰ ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι ἡ εὐημερία τῶν πονηρῶν αὐτῶν ἀνθρώπων εἶναι προσωρινή. Διότι αὐτοὶ «ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται» (Ψαλ. λς΄ [36] 2)· διότι θὰ ξεραθοῦν σὰν τὸ χορτάρι καὶ θὰ μαραθοῦν γρήγορα σὰν τὸ πράσινο γρασίδι. Ὁ δὲ 48ος Ψαλμὸς τὸ λύει τονίζοντας ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι ἐντελῶς ἀνίσχυρος μπροστὰ στὸ θάνατο, ποὺ ἐξαφανίζει τὰ πάντα. Καὶ ὑπογραμμίζοντας τὴ μεγάλη παρηγορία ποὺ δοκιμάζουν οἱ δίκαιοι, οἱ ὁποῖοι ταλαιπωροῦνται ἀπὸ τὶς θλίψεις, διότι ἔχουν σταθερὴ πίστη καὶ βέβαιη ἐλπίδα ὅτι θὰ ἀπολαύσουν τὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα τῆς πέραν τοῦ τάφου ζωῆς.
Ἕνας ἄλλος Ψαλμός, ὁ 72ος, προσθέτει σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐπιχειρήματα ἕνα ἀκόμη. Τονίζει μὲν τὴν αἰώνια δυστυχία ποὺ περιμένει τοὺς ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι εὐτυχοῦν προσωρινὰ ἐδῶ στὴ γῆ, παρουσιάζει ὅμως καὶ τὸν δίκαιο ποὺ δοκιμάζεται καὶ θλίβεται μέν, ἀλλὰ ἀπολαμβάνει τὴν ἐπικοινωνία, τὴν εὔνοια, τὴν προστασία, τὴ συμπάθεια καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔτσι ἀποζημιώνεται πλουσιοπάροχα γιὰ τὶς θλίψεις καὶ τὴν ἔλλειψη τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ποὺ στερεῖται στὴ ζωή του.
Αὐτὸ τὸν ὑπέροχο θεόπνευστο 72ο Ψαλμὸ θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἑρμηνεύσουμε στὴ συνέχεια καὶ νὰ ὠφεληθοῦμε ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῶν ἁγίων διδαγμάτων τὰ ὁποῖα μᾶς προσφέρουν οἱ στίχοι του. Ἄλλωστε ὁ Ψαλμὸς αὐτὸς δίνει στὸ αἰώνιο πρόβλημα τῆς θεοδικίας λύσεις πληρέστερες τῶν ἄλλων Ψαλμῶν. Λύσεις εὐαγγελικές. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ συμπέρασμά του εἶναι ἁγιότερο καὶ πολὺ πιὸ εὐφρόσυνο ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ 48ου Ψαλμοῦ. Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει γιὰ τὸν 72ο Ψαλμό: «Ὁ Ψαλμὸς οὗτος ἀποβλέπει καὶ ἰατρεύει ἐκείνους τοὺς μικροψύχους, ὁποὺ σκανδαλίζονται διὰ τὰ ἀκατάληπτα κρίματα (=κρίσεις καὶ βουλές) τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸν Ἀθανάσιον καὶ τὸν Θεόδωρον, δηλαδὴ πῶς ὁ Θεὸς ὑποφέρει μὲν τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους ὁποὺ εὐτυχοῦν, παραβλέπει δὲ τοὺς καλοὺς ἀνθρώπους ὁποὺ δυστυχοῦν! (…) Ἁρμόζει δὲ καὶ εἰς κάθε Χριστιανὸν μικρόψυχον, ἐπειδὴ καὶ παρατηρεῖ τὴν μικροψυχίαν του». Παραθέτει ἐπίσης ὁ ἅγιος Νικόδημος καὶ τὴ γνώμη τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, ὁ ὁποῖος παρατηρεῖ: Ὁ Ψαλμὸς αὐτὸς «ἐξηγεῖται τὸ ἀνώμαλον τοῦ βίου (δίνει ἑρμηνεία στὸ ἄστατο, στὸ ἄνισο, στὸ ἄτακτο τοῦ βίου), τοὺς πειρασμοὺς καὶ τοὺς ἁλισκομένους διὰ τῶν πειρασμῶν (καὶ ὅσους κυριεύονται, νικῶνται ἀπὸ τοὺς πειρασμούς) καὶ τοὺς περιγιγνομένους τῶν πειρασμῶν (καὶ ὅσους νικοῦν τοὺς πειρασμούς) διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τὰς ἑκάστου ἀμοιβάς» (καὶ τὶς ἀνταμοιβὲς ποὺ ἔχει καθένας ἀπὸ αὐτούς)(*).
Ὁ 72ος Ψαλμὸς εἶναι ποίημα τοῦ Ἀσάφ, ὁ ὁποῖος ἦταν περίφημος Λευΐτης σύγχρονος τοῦ Δαβὶδ καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἀρχιμουσικοὺς ποὺ διηύθυναν τὴ μουσικὴ στὸ Ναὸ τοῦ Σολομῶντος (βλ. Α΄ Παραλ. ις΄ [16] 4-5). Ὁ Ἀσὰφ εἶχε διορισθεῖ ἀπὸ τὸν Δαβὶδ ὡς ψάλτης στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου μαζὶ μὲ τὸν Αἰμὰν καὶ τὸν Αἰθάν (βλ. Α΄ Παραλ. ιε΄ [15] 16-19). Κατὰ τὴν ἡμέρα δὲ τῆς ἐγκαταστάσεως τῆς Κιβωτοῦ στὸ λόφο τῆς Σιὼν ὁ Ἀσὰφ ἔψαλε ὡς «πρωτοψάλτης» τὴν ὠδὴ ποὺ εἶχε καθορισθεῖ ἀπὸ τὸν Δαβίδ, μαζὶ μὲ τὸν Αἰμάν, τὸν Ἰδιθοὺν καὶ ἄλλους ψάλτες ποὺ εἶχαν ἐκλεγεῖ γιὰ νὰ αἰνέσουν τὸν Θεό (βλ. Α΄ Παραλ. ις΄ [16] 5-41). Στὸν Ἀσὰφ ἀποδίδεται καὶ ὁ πολὺ λυρικὸς καὶ ἐξαιρετικὰ δραματικὸς 49ος Ψαλμός, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ Ψαλμοὶ 73-82.
Ἀπὸ τὸ ἑπόμενο ἄρθρο θὰ χαροῦμε καὶ θὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὸ πῶς ὁ Ψαλμωδὸς αὐτὸς νίκησε τὸν σκανδαλισμὸ ποὺ δοκίμασε, καθὼς ἔβλεπε τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὺς νὰ εὐδοκιμοῦν καὶ νὰ εὐτυχοῦν, τοὺς δὲ δικαίους καὶ θεοσεβεῖς νὰ ὑποφέρουν καὶ νὰ δοκιμάζονται.
(*) ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Ἑρμηνεία εἰς τοὺς 150 Ψαλμοὺς τοῦ Προφητάνακτος Δαβίδ, τόμ. Β΄, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 268-269.