Μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ βαθιὰ συγκίνηση ἀκούσαμε οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ τὴν ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς 13ης Ἰανουαρίου 2015 γιὰ τὴν ἁγιοκατάταξη τοῦ Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου. Ἡ ἀκτινοβολία τῆς ὁσιακῆς μορφῆς τοῦ συγχρόνου ἁγιορείτου ἀσκητοῦ εἶχε ἤδη ἁπλωθεῖ σ’ ὅλο τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο, καὶ ἡ ἁγιότης του ἦταν βαθιὰ πεποίθηση τῆς συνειδήσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Κτύπησαν χαρμόσυνα οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν! Δόξασαν μὲ χαρὰ τὸν Θεὸ οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν. Προσκυνοῦμε πλέον τὴν ἁγία εἰκόνα του, ζητοῦμε τὶς πρεσβεῖες του, διηγούμαστε τὰ θαυμαστὰ ἀποτελέσματα τῶν προσευχῶν του.
Ὁ ὅσιος Παΐσιος (1924-1994) λίγα γράμματα ἤξερε, δὲν ἦταν σπουδαγμένος θεολόγος, δὲν φοίτησε σὲ ἀκαδημαϊκὲς σχολές. Σπούδασε στὸ Πανεπιστήμιο τῆς ἐρήμου, ἔζησε τὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή, καλλιέργησε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ ἔγινε ὁ θεολόγος τοῦ βιώματος καὶ τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἁπλὸς λόγος του, ὅταν ἀναφέρεται στοὺς σύγχρονους ἀγῶνες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀποπνέει τὸ ἄρωμα τῆς πατερικῆς Παραδόσεως καὶ εὐφραίνει τὶς ψυχὲς τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν.
Παραθέτουμε στὴ συνέχεια ἀπόσπασμα ἀπὸ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ ὅσιος Γέροντας τὸ 1969, τότε ποὺ ἄρχιζαν τὰ πρῶτα τολμηρὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα καὶ ἡ ἐπικίνδυνη προσέγγιση Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν, καὶ τὴν ὁποία ἀπηύθυνε στὸν ἀείμνηστο ἀρχιμανδρίτη Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, ἱδρυτὴ τῆς Πανελληνίου Ὀρθοδόξου Ἑνώσεως (Π.Ο.Ε.):
«Σεβαστὲ πάτερ Χαράλαμπες,
Ἐπειδὴ βλέπω τὸν μεγάλον σάλον ποὺ γίνεται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας ἐξ αἰτίας τῶν διαφόρων φιλενωτικῶν κινήσεων καὶ τῶν ἐπαφῶν τοῦ Πατριάρχου μετὰ τοῦ Πάπα, ἐπόνεσα κι ἐγὼ ὡς τέκνον Της καὶ ἐθεώρησα καλόν, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς προσευχές μου, νὰ στείλω κι ἕνα μικρὸ κομματάκι κλωστή (ποὺ ἔχω ὡς φτωχὸς μοναχός) διὰ νὰ χρησιμοποιηθῆ καὶ αὐτό, ἔστω καὶ γιὰ μιὰ βελονιά, διὰ τὸ πολυκομματιασμένο φόρεμα τῆς Μητέρας μας…
Θὰ ἤθελα νὰ ζητήσω συγγνώμην ἐν πρώτοις ἀπ’ ὅλους, ποὺ τολμῶ νὰ γράψω κάτι, ἐνῶ δὲν εἶμαι οὔτε ἅγιος οὔτε θεολόγος. Φαντάζομαι ὅτι θὰ μὲ καταλάβουν ὅλοι ὅτι τὰ γραφόμενά μου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας βαθύς μου πόνος διὰ τὴν γραμμὴν καὶ κοσμικὴν ἀγάπην, δυστυχῶς, τοῦ πατέρα μας κ.κ. Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μίαν ἄλλην γυναίκα μοντέρνα, ποὺ λέγεται Παπικὴ Ἐκκλησία, διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δὲν τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδὴ εἶναι πολὺ σεμνή. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ποὺ ἀκούστηκε ἀπὸ τὴν Πόλι, βρῆκε ἀπήχησι σὲ πολλὰ παιδιά του, ποὺ τὴν ζοῦν εἰς τὰς πόλεις. Ἄλλωστε αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας: ἡ οἰκογένεια νὰ χάση τὸ ἱερὸ νόημά της ἀπὸ τέτοιου εἴδους ἀγάπες, ποὺ ὡς σκοπὸν ἔχουν τὴν διάλυσιν καὶ ὄχι τὴν ἕνωσιν…
Μὲ τέτοια περίπου κοσμικὴ ἀγάπη καὶ ὁ Πατριάρχης μας φθάνει στὴ Ρώμη. Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ δείξη ἀγάπη πρῶτα σὲ μᾶς τὰ παιδιά του καὶ στὴ Μητέρα μας Ἐκκλησία, αὐτός, δυστυχῶς, ἔστειλε τὴν ἀγάπη του πολὺ μακριά. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἀναπαύση μὲν ὅλα τὰ κοσμικὰ παιδιά, ποὺ ἀγαποῦν τὸν κόσμον καὶ ἔχουν τὴν κοσμικὴν αὐτὴν ἀγάπην, νὰ κατασκανδαλίση ὅμως ὅλους ἐμᾶς, τὰ τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, μικρὰ καὶ μεγάλα, ποὺ ἔχουν φόβον Θεοῦ.
Μετὰ λύπης μου, ἀπὸ ὅσους φιλενωτικοὺς ἔχω γνωρίσει, δὲν εἶδα νὰ ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματικὴ οὔτε φλοιό. Ξέρουν ὅμως νὰ ὁμιλοῦν γιὰ ἀγάπη καὶ ἑνότητα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δὲν εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Θεόν, διότι δὲν Τὸν ἔχουν ἀγαπήσει».
Λόγος χωρὶς ἐμπάθεια, χωρὶς φανατισμὸ καὶ μισαλλοδοξία. Λόγος ὅμως σαφής, ξεκάθαρος, ἀληθινός, ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ προφητικὴ παρρησία καὶ τόλμη. Ἕνας ἁπλὸς μοναχὸς ποὺ θεωρεῖ ὅτι δὲν εἶναι «οὔτε ἅγιος οὔτε θεολόγος», ἐνῶ καὶ ἅγιος εἶναι καὶ θεολόγος ἀποδεικνύεται, γράφει μὲ φρόνημα ταπεινό, μὲ βαθὺ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, μὲ σεβασμὸ καὶ τιμὴ καὶ γιὰ τὸν ἐκτραπέντα «πατέρα μας», τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα.
Ἕνας τέτοιος λόγος συγκινεῖ τὶς ψυχές μας, φωτίζει τοὺς δρόμους μας καὶ διδάσκει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸ ὅραμα «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως».
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ γράφτηκε ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ ὁσίου Παϊσίου, πέρασαν περίπου πενήντα χρόνια. Στὸ διάστημα αὐτὸ ἡ τακτική τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα συνεχίσθηκε ἀπὸ τοὺς διαδόχους του μὲ νέες συναντήσεις μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, μὲ ἀνταλλαγὲς δώρων, φιλοφρονήσεις, ἀσπασμοὺς ἀκόμη καὶ στὴν ἱερότατη καὶ φρικτὴ ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας, μὲ τραυματισμὸ τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς μίας καὶ μοναδικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ θεμελιώθηκε στὴν ἀποστολικὴ πίστη καὶ πατερικὴ Παράδοση, μὲ οἰκουμενιστικὰ συμπόσια καὶ συμπροσευχὲς ὄχι μόνο μὲ ἑτεροδόξους, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀλλοθρήσκους, μὲ ἀποδυνάμωση τῆς σημασίας τοῦ δόγματος καὶ ὑπερτονισμὸ μιᾶς ἀγάπης «κοσμικῆς», ὅπως τὴ χαρακτηρίζει ὁ ἁγιορείτης Ὅσιος, ἡ ὁποία δὲν ἑνώνει τὰ διεστῶτα, ἀλλὰ μᾶλλον διευρύνει τὰ χάσματα.
Τί θὰ ἔλεγε σήμερα ὁ Ἅγιος; Πῶς θὰ ἤλεγχε αὐτοὺς ποὺ ἐκπροσωποῦν σήμερα τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὶς συναντήσεις καὶ στοὺς διαλόγους μὲ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἀλλοθρήσκους; Ποιοὺς λόγους θὰ ἀπηύθυνε σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν κατέταξαν μεταξὺ τῶν Ἁγίων, δὲν ἐγκολπώνονται ὅμως τὸ πνεῦμα του καὶ δὲν ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας;
Τί θὰ ἔλεγε καὶ σὲ μᾶς, τοὺς ἁπλοὺς πιστούς, ποὺ παρακολουθοῦμε μὲ ἀγωνία ὅσα γίνονται στὶς μέρες μας καὶ ἀνησυχοῦμε;
Ἀσφαλῶς θὰ μᾶς ἔλεγε κάτι σχετικὸ μ’ αὐτὸ ποὺ γράφει στὴ συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς του: «…ἂς γνωρίζωμεν καλὰ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δὲν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν. Ἡ μόνη ἔλλειψις, ποὺ παρουσιάζεται, εἶναι ἡ ἔλλειψις σοβαρῶν Ἱεραρχῶν καὶ Ποιμένων μὲ πατερικὲς ἀρχές. Εἶναι “ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί”· ὅμως δὲν εἶναι ἀνησυχητικό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ Αὐτὸς τὴν κυβερνάει. Δὲν εἶναι ναός, ποὺ κτίζεται μὲ πέτρες, ἄμμο καὶ ἀσβέστη ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ καταστρέφεται μὲ φωτιὰ βαρβάρων, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· “καὶ ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται· ἐφ’ ὃν δ’ ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτὸν” (Ματθ. κα΄ [21] 44). Ὁ Κύριος, ὅταν θὰ πρέπη, θὰ παρουσιάση τοὺς Μάρκους τοὺς Εὐγενικοὺς καὶ τοὺς Γρηγορίους Παλαμάδες διὰ νὰ συγκεντρώσουν ὅλα τὰ κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, διὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, νὰ στερεώσουν τὴν Παράδοσιν καὶ νὰ δώσουν χαρὰν μεγάλην εἰς τὴν Μητέρα μας» (βλ. Κείμενα – Ἐπιστολὲς Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ἐκδ. «Ἁγιοτόκος Καππαδοκία», Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 18-21).