«Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων»

   Ὅ,τι πολυτιμότερο ἔχει νὰ ἐπιδείξει ἡ ἀνθρωπότητα μέσα στὴν ἱστορία της, ἐντοπίζεται στὸ πρόσωπο «τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας».
Ἐξέχουσα καὶ μοναδικὴ ἡ θέση της στὴ ζωὴ τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας μὲ τὶς πολλὲς καὶ διαφορετικὲς ἑορτές της, μὲ τὶς προσφιλεῖς στοὺς πιστοὺς Ἀκολουθίες της. Μάλιστα στὴν κατανυκτικὴ περίοδο τῆς «Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς» οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅρισαν νὰ ψάλλεται ἡ Ἀκολουθία τῶν «Χαιρετισμῶν» γιὰ νὰ στηρίζει τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας.
Θαυμάζουμε τὸν σοφὸ ποιητὴ καὶ ὑ­­­μνογράφο, ὁ ὁποῖος ἐπιχειρεῖ μὲ ἱερὸ ἐν­θουσιασμὸ καὶ εὐλάβεια νὰ τιμήσει τὴν πανύμνητη Μητέρα «τοῦ πάντων ἁγίων ἁγιωτάτου Λόγου».
Στὸ πρῶτο «χαῖρε» ποὺ ­ἀπηύθυνε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ πρὸς τὴ Θεοτόκο τὴν ἡμέρα τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ», ὁ ποιητὴς προσθέτει δεκάδες «χαῖρε» γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν πνευματικὴ ἀγαλλίαση ποὺ προκαλεῖ στὴν ψυχή του τὸ πανάγιο Πρόσωπό της.
Ἀνάμεσά τους εἶναι καὶ ὁ στίχος «χαῖ­ρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων». Τὸν ἀ­­­κοῦμε στὴ Β΄ στάση τῶν ­«Χαιρετι­σ­μῶν». Χαῖρε, τῆς λέγει, ἐσὺ ποὺ συνε­τέ­λεσες καὶ ἔγινες ἡ αἰτία ν’ ἀνορθωθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Μᾶς θυμίζει ὁ στίχος αὐτὸς τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καὶ πῶς ἡ ­Παναγία μας ἔγινε ἡ αἰτία τῆς ἀνορθώσεώς μας.
Μέσα στὸ ἀσφαλὲς λιμάνι τοῦ Παραδείσου ὁ ἄνθρωπος ὑπέστη τὸ πιὸ τρομερὸ ναυάγιο, ὄχι λόγῳ τοῦ σφοδροῦ ἀνέμου ἢ τῆς μεγάλης τρικυμίας, ἀλλὰ ἐξαιτίας τοῦ ἐγωισμοῦ του καὶ τῆς κακῆς χρήσεως τῆς ἐλευθερίας του. ­Ἔσπευσε νὰ λάβει ἀγαθὰ ποὺ δὲν τοῦ ἀνῆκαν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χάσει καὶ ὅσα εἶχε καὶ αὐτὰ ποὺ θὰ λάμβανε ἀργότερα ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἡ πτώση ἔγινε, ἡ ἔξωση ἀπὸ τὸν Παράδεισο ἀκολούθησε. Καὶ τώρα; ­Ξεκι­­νάει μιὰ πορεία ὄχι πρὸς τὰ ἄνω, ὅ­­πως εἶχε ὁρίσει ὁ Θεός, ἀλλὰ πρὸς τὰ κάτω μὲ σύν­τροφο τὸ κακό, τὴν ἁμαρτία. ­Ἀλλάζουν οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸν ­συνάνθρωπο. Ὁ Θεὸς γίνεται ξένος καὶ πρόξενος φόβου, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀδὰμ ­κρύβεται. Ἡ θλίψη, ὁ πόνος, ἡ ­ἀσθένεια γί­νονται οἱ ἀχώριστοι σύντροφοί του, καὶ εἶναι ἀναγκασμένος νὰ τρώει τὸν ἄρ­το του μὲ τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρώτα τοῦ ­προσώ­που του. Τὸ ψεῦδος καὶ ἡ ­πλάνη ­κυριαρχοῦν ­παντοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ­­ἀναλαμ­βάνει τὶς ­εὐθύνες τῶν πρά­ξεών του, ἐνῶ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ ζωή του ἡ συν­τριβὴ καὶ ἡ μετάνοια. Τέλος, ἡ σταδιακὴ καὶ ­ἐθελοντική του ­ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸν ­ὁδήγησε στὸ θάνατο. Γιὰ ­πρώτη φορὰ ὁ Ἀδὰμ ­γίνεται αὐτόπτης μάρτυρας τοῦ ­φοβεροῦ ­μυ­στηρίου τοῦ θανάτου, ­βλέποντας τὸν δολοφονηθέντα γιό του Ἄβελ νὰ ­διαλύεται στὴ γῆ.
Σ’ αὐτὴ τὴν τραγικὴ κατάσταση ὁδήγη­σε ἡ ἁμαρτία τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἐνῶ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα κατρακυλοῦσαν στὴν ἀπώλεια, ὁ πανάγαθος Θεὸς θέτει σὲ ἐ­­­φαρμογὴ τὸ σχέδιο ποὺ εἶχε προαιωνίως ἀποφασίσει γιὰ τὴν ἀνόρθωση τοῦ πλάσματός Του. Ἔρχεται ὁ Ἴδιος ὡς ἄνθρωπος στὴ γῆ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Αὐτὴν ἐπέλεξε ὁ Θεὸς νὰ γίνει Μητέρα Του. Ἔκθαμβη ἀκούει τὸ ἀρχαγγελικὸ μήνυμα καὶ μὲ ἀπόλυτη ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση δέχεται νὰ κυοφορήσει στὰ μητρικά της σπλάχνα Ἐκεῖνον, ποὺ θ’ ἀνόρθωνε καὶ θὰ ἔσωζε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. Αὐτὴ γεννᾶ τὸν Ἀνορθωτή. Αὐτή, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «τὸν μὲν Θεὸν Υἱὸν ἀνθρώπου ἐποίησεν, υἱοὺς δὲ Θεοῦ τοὺς ἀνθρώπους ἀπειργάσατο» (ΕΠΕ 10, 446). Τὸν μὲν Θεὸ ἔκανε Υἱὸ ἀνθρώπου, τοὺς δὲ ἀνθρώπους ἔκανε υἱοὺς τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Παναγία ἄνοιξε καὶ πάλι τὸν ­δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό. Ἀνόρθωσε τὸ πεσμένο στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ­θάνατο ἀν­θρώπινο γένος. Αὐτὴ ἡ ­ἀνόρθωση τοῦ ἀνθρώπου φαίνεται κυρίως στὸ ­πρό­σωπο καὶ τὴ ζωὴ τῆς ἴδιας τῆς ­Ὑπεραγίας Θεοτόκου. «Ζωὴ πάναγνη, ἄρνηση κάθε κακίας, ἄσκηση ὅλων τῶν ἀρετῶν, ψυχὴ καθαρότερη ἀπὸ τὸ φῶς, σῶμα λαμπρότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ἦταν ἡ ζωή της (Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου).
Αὐτὴ τὴ ζωή της καλούμαστε νὰ μιμη­θοῦμε ὅσοι τὴν τιμοῦμε καὶ τὴ μακαρίζουμε. Ἰδιαίτερα αὐτὴ τὴν ­περίοδο τῆς «Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς» ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μὲ κατάνυξη καὶ συντριβὴ μᾶς καλεῖ νὰ ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ ἐλέγξουμε τὶς πράξεις μας, νὰ με­τα­­νο­­ή­σουμε γιὰ τὶς πτώσεις μας καὶ ν’ ἀ­­­γω­νι­σθοῦμε γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὴν ἀνόρθωσή μας.
Συμπαραστάτη, σύμμαχο στὸν ἀγώνα μας αὐτὸ ἔχουμε τὴ Μητέρα μας, τὴν Παν­αγία.
Ἂς ἀτενίζουμε μὲ βλέμμα ἱκεσίας τὴν ἁγία μορφή της.
Ἂς ἀντλοῦμε θάρρος ἀπὸ τὴ στοργή της.
Ἂς παρηγορούμαστε γιὰ τὶς μέχρι τώ­ρα πτώσεις μας καὶ ἂς τὴν παρακαλοῦ­με νὰ μᾶς δίνει δύναμη, ὥστε ἀνορθω­μένοι νὰ βαδίζουμε πρὸς τὴν παμπόθητη ­Βασιλεία τοῦ Υἱοῦ της.