Ἡ Ἐθνικὴ Παλιγγενεσία τοῦ 1821 εἶναι τὸ μεγάλο θαῦμα τῆς νεότερης ἑλληνικῆς ἱστορίας. Οἱ πρόγονοί μας ἀποδύθηκαν σ᾿ ἕναν ὑπεράνθρωπο ἀγώνα ἐναντίον πολὺ ἰσχυρότερου ἐχθροῦ καὶ κατάφεραν νὰ ἀποτινάξουν τὸν βαρὺ ζυγὸ τῆς σκλαβιᾶς 400 καὶ πλέον χρόνων. Θαυμάζουμε καὶ τιμοῦμε τοὺς ἥρωες ποὺ ἐνσάρκωσαν αὐτὸ τὸ θαῦμα: Κολοκοτρώνη, Μπότσαρη, Μακρυγιάννη, Κανάρη, Μιαούλη καὶ τόσους ἄλλους, ἐπώνυμους καὶ ἀνώνυμους, ποὺ πολέμησαν σὲ στεριὰ καὶ θάλασσα γιὰ νὰ χαρίσουν στὰ παιδιά τους, σ᾿ ἐμᾶς, τὸ γλυκύτατο δῶρο τῆς ἐλευθερίας· νὰ μᾶς παραδώσουν ἐλεύθερη πατρίδα. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ τοὺς εἴμαστε βαθύτατα εὐγνώμονες…
Ὡστόσο ἡ Ἐπανάσταση τοῦ ᾿21 δὲν ὑπῆρξε ἁπλῶς στρατιωτικὴ ὑπόθεση μερικῶν ἐτῶν. Ὑπῆρξε ὁ θαυμαστὸς καρπὸς μυστικῆς ἐργασίας, ποὺ ἄρχισε νὰ συντελεῖται ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀρχὴ τῆς σκλαβιᾶς, ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης. Ὅπως ἡ μέλισσα στὰ σκοτεινά, μέσα στὴν κηρήθρα, φιλόπονα καὶ ὑπομονετικὰ φτιάχνει τὸ μέλι της, ἔτσι καὶ τὸ Γένος μας μὲς στὸ σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς ἑτοίμαζε τὸ μέλι τῆς ἐλευθερίας.
Εὐλογημένη κηρήθρα ὑπῆρξε ἡ Ἐκκλησία. Μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δινόταν ἡ μεγάλη μάχη, προβαλλόταν ἡ πιὸ μεγάλη ἀντίσταση. Ὁ παπαδάσκαλος στὴν ἐνορία ἢ στὸ μοναστήρι, στὸ κρυφὸ ἢ στὸ φανερὸ σχολειό, δυνάμωνε τὴν πίστη στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλληνόπουλων. Τοὺς δίδασκε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὸ ἅγιο θέλημά Του μέ τὸ Ὀκτωήχι καὶ τὸ Ψαλτήρι. Δίδασκε ἑλληνικὴ ἱστορία μὲ τὰ λίγα γράμματα ποὺ ἤξερε, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ μεγάλο πύρωμα τῆς καρδιᾶς του: «Μεγάλοι ἄνδρες τῆς ἱστορίας μας ἦταν ὁ Ἀχιλλέας, ὁ Μεγαλέξανδρος, ὁ Κωνσταντίνος ὁ Παλαιολόγος…». Οἱ φοβισμένοι ραγιάδες συνάζονταν στὶς ἐκκλησιὲς γιὰ νὰ λατρεύσουν τὸν Θεό τους, κι ἀνάσαινε ἡ ψυχή τους. Ἔβλεπαν τὰ πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν τους κι ἔπαιρναν δύναμη, ἀναθαρροῦσαν.
Γιατὶ ὁ χειμώνας ἦταν πολὺ βαρύς, ὁ ἄνεμος βίαιος, ἔκανε τὴ φλόγα τῆς πίστεως νὰ τρεμοσβήνει· οἱ πιέσεις συχνὰ ἀφόρητες: τὸ φρικτὸ παιδομάζωμα, οἱ δυσβάστακτοι φόροι, οἱ ἀτέλειωτες αὐθαιρεσίες τοῦ κατακτητῆ…
Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ βαρυχειμωνιὰ εὐδοκοῦσε ὁ Θεὸς νὰ στέλνει στὰ πονεμένα παιδιά Του μιὰν ἄνοιξη· μὲς στὸ ἀβάσταχτο σκοτάδι τῆς δουλείας ἔστελνε ἕνα φωτεινὸ ἀστέρι, ἀνεδείκνυε ἕνα Νεομάρτυρα.
Καὶ ἦταν πολλοί· καὶ ἄνθρωποι κάθε λογῆς: νέοι, ὥριμοι, γέροντες. Πλούσιοι καὶ φτωχοί. Μορφωμένοι, μὰ οἱ πιὸ πολλοὶ ἀγράμματοι. Ἁπλοὶ καὶ ἀνώνυμοι ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ ἄρχοντες. Ἔμποροι, ραφτάδες, κηπουροί, ὑπηρέτες. Μοναχοὶ καὶ κληρικοί. Μὰ ὅλοι μὲ ζωντανὴ πίστη στὸν Κύριο.
Λεβέντες ποὺ ἀρνιόντουσαν νὰ γίνουν μουσουλμάνοι καὶ δὲν λυπόντουσαν τὰ νιάτα τους, σὰν τὸν ἅγιο Γεώργιο τὸν ἐν Ἰωαννίνοις καὶ τὸν ἅγιο Μιχαὴλ τὸν Μαυρουδή, κοπέλες ποὺ διάλεγαν τὸν θάνατο γιὰ νὰ μὴ μολύνουν τὴν ἁγνότητά τους (ἁγία Ἑλένη ἡ Σινωπίτις, ἁγία Χρυσή…), μετανοημένοι ἐξωμότες, ποὺ κατέφευγαν σὲ ἁγίους Πνευματικούς, ἑτοιμάζονταν μὲ ἔντονη ἄσκηση, παρουσιάζονταν στὸν Τοῦρκο δικαστὴ καὶ ὑπέγραφαν μὲ τὸ αἷμα τους – ὅπως τὸ ποθοῦσαν – τὴν ἐπιστροφή τους στὴν πίστη τῶν πατέρων τους (ἅγιος Κωνσταντίνος ὁ Ὑδραῖος, ἅγιος Θεόδωρος ὁ Βυζάντιος…). Κληρικοὶ ποὺ ἐπισφράγιζαν μὲ τὸ μαρτύριο τὴν πλούσια διακονία τους στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, μὲ κορυφαῖο τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, καὶ προεξάρχοντα τὸν Πατριάρχη τοῦ ᾿21 ἅγιο Γρηγόριο Ε´.
Δὲν μποροῦμε σήμερα νὰ ἐκτιμήσουμε τί ἀπήχηση εἶχε στὴ συνείδηση τῶν ὑποδούλων καὶ μόνο ἡ εἴδηση ὅτι μαρτύρησε κάποιος συμπατριώτης τους γιὰ τὴν πίστη, ὅτι βρέθηκε κάποιος ποὺ δὲν λύγισε, δὲν φοβήθηκε τὸν θάνατο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Γι᾿ αὐτὸ διαβάζουμε σὲ μερικὰ Συναξάρια τους ὅτι μαζεύονταν οἱ χριστιανοὶ στὴν ἐκτέλεση τοῦ μάρτυρα· καὶ μετὰ τὴν τελείωση τῆς θυσίας ἔτρεχαν νὰ βουτήξουν ροῦχα τους στὸ αἷμα του ἢ νὰ κόψουν ἕνα κομμάτι ἀπ᾿ τὰ ἐνδύματά του, νὰ τό ᾿χουν φυλαχτό, παρηγοριὰ στὸν ἀνηφορικὸ δρόμο τῆς μαρτυρικῆς καθημερινότητάς τους, καὶ φρόντιζαν μὲ κάθε τρόπο νὰ οἰκειοποιηθοῦν τὸ ἱερὸ Λείψανο ὡς μεγάλο θησαυρό γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν μὲ κάθε τιμή. Διότι ἦταν σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χώρα ἐλευθερίας, ἄπαρτο κάστρο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες ὑπῆρξαν οἱ προάγγελοι τῆς ἐθνικῆς μας ἐλευθερίας. Ἡ θυσία τους ἦταν ἕνα ξύπνημα γιὰ τὸ Γένος, χάριζε παρηγοριὰ καὶ δύναμη στοὺς ὑπόδουλους γιὰ νὰ μὴν ὑποκύψουν, μέχρι τὴν ὁριστικὴ ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ.
Πολὺ περισσότερο, εἶναι οἱ ἀληθινὰ ἐλεύθεροι ἄνθρωποι καὶ διδάσκαλοι τῆς ἀληθινῆς, τῆς ἐσωτερικῆς, τῆς «ἐν Χριστῷ» ἐλευθερίας. Μᾶς διδάσκουν ὅτι αὐτὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ζοῦν τό: «Μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ» (Ἰω. ιε´ 9)· σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀποδεικνύονται ἄξιοι τῆς ἀγάπης Του, ποὺ δὲν τὴν προδίδουν μὲ τὴν ἐπιμονή τους στὴν ἁμαρτία· σ᾿ ἐκείνους ποὺ πολεμοῦν τὰ πάθη τους, ποὺ ἀγωνίζονται νὰ μετανοοῦν ὅλο καὶ βαθύτερα, καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα συνδέονται στενότερα μὲ τὸν Κύριο· κι Ἐκεῖνος τοὺς χαρίζει τὴν ὄντως ἐλευθερία (πρβλ. Ἰω. η´ 31-36).
Στοὺς δύσκολους καιρούς μας, τοὺς ταραγμένους καὶ δυσοίωνους, ὅταν ἁπλώνεται πάνω ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητα ὁ φόβος μιᾶς παγκόσμιας δικτατορίας, ἴσως δὲν ὑπάρχει πιὸ παρήγορο μήνυμα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνουν οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες, ὅπως καὶ οἱ Ἅγιοι ὅλων τῶν ἐποχῶν: ὅτι ὁ καθένας μας μπορεῖ νὰ γίνει ἐλεύθερος, ἂν τὸ θελήσει, ὅσο ἀδύναμος κατὰ κόσμον κι ἂν εἶναι· καὶ ὅτι αὐτὴ τὴν ἐλευθερία δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὴν ἀφαιρέσει καμία βία καὶ κανεὶς δυνάστης, ἐκτὸς ἐὰν ἐμεῖς μὲ τὴ θέλησή μας τὴν παραδώσουμε.