Ἐγώ, ποὺ λές, πάτερ, δὲ λέω, εἶχα πάντοτε σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, πήγαινα τὶς Κυριακὲς στὴ Λειτουργία, ἄναβα τὸ κερί μου, καθόμουνα μέχρι τὸ τέλος, ἔπαιρνα τὸ ἀντίδωρό μου καὶ ἔφευγα γιὰ τὸ σπίτι μου.
Ἔτσι κάπως ἄρχισε τὴ διήγησή του ὁ κυρ-Μανώλης πρὸς τὸν π. Εὐμένιο, εὐλαβὴ ἱερέα ἀπὸ κάποιο χωριὸ τῆς Μακεδονίας. Εἶχαν γνωριστεῖ μέσα στὸ καραβάκι πηγαίνοντας ἀπὸ τὴν Οὐρανούπολη πρὸς τὴ Δάφνη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ εἶχαν ἀρχίσει τὴ συζήτηση γιὰ τὰ θαύματα τῆς Παναγίας μας. Ὁ π. Εὐμένιος τοῦ εἶχε ἤδη διηγηθεῖ κάποια ἀπὸ τὰ γνωστὰ ποὺ κατὰ καιροὺς ἔχουν γίνει μὲ τὴ χάρη τῶν πανσεβάσμιων εἰκόνων της τῶν ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἄθωνος, κι ἀφοῦ σταμάτησε, πῆρε τὸν λόγο ὁ συνταξιδιώτης του γιὰ νὰ τοῦ ἀναφέρει τί συνέβη στὸν ἴδιο ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
–Αὐτὴ ἦταν ἡ σχέση μου μὲ τὸν Θεό. Οὔτε λιγότερα οὔτε περισσότερα. Ὅ,τι εἶχα μάθει ἀπὸ τὸ πατρικό μου σπίτι, τοὺς γονεῖς μου. Τυπικὰ πράγματα. Καὶ γιὰ προσευχὴ τὸ βράδυ ἕνα σταυρό, καὶ τὸ πολύ-πολὺ τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Τίποτε ἄλλο. Ἄκουγα γιὰ τὴν Παναγία, γιὰ τοὺς Ἁγίους, δὲν ἔδινα σημασία. Ἔ, μερικὰ εἶναι καὶ τῶν παπάδων, σκεφτόμουν. Ὑπερβολές. Τέλος πάντων, δὲν ἀντιδροῦσα κιόλας, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ ἀποδεχόμουν βαθιά.
Κάποια μέρα λοιπόν…
Ἔσπασε ὁ κυρ-Μανώλης. Ἀπὸ ’δῶ καὶ μπρὸς ἡ διήγησή του διακοπτόταν ἀπὸ λυγμούς.
–Δὲν μπορῶ, πάτερ, ὅποτε τὸ θυμᾶμαι, δὲν τὸ ἀντέχω αὐτὸ ποὺ μοῦ συνέβη.
Εἶπε καὶ ἔκρυψε τὸ πρόσωπό του μέσα στὶς παλάμες του. Ντρεπόταν νὰ τὸν βλέπει ὁ ἱερέας καὶ οἱ ἄλλοι συνταξιδιῶτες νὰ κλαίει σὰν παιδί.
–Κάποια μέρα λοιπὸν βρισκόμουν στὴ δουλειά. Δύσκολη δουλειά, βαριά. Σὲ σιδηρουργεῖο. Πῶς ἔγινε, κάτι δὲν πῆγε καλά. Μιά-δυό, τίποτε. Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ φέρω βόλτα. Ἀγανάκτησα. Καί… κατάλαβες; Βλασφήμησα, πάτερ. Ποτὲ δὲν μοῦ εἶχε συμβεῖ αὐτό. Βλασφήμησα τὴν Παναγία. Κι ὄχι μιὰ φορά· δύο ἀπανωτές. Δὲν ξέρω πῶς τό ’παθα. Τό ’κανα πάντως.
Καὶ ξέρεις τί μοῦ συνέβη τότε, πάτερ;
Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα, καὶ μέσα μου σὰν κάτι νά ’παθα. Μοῦ ἦρθε κάτι σάν… ζεστασιά, μιὰ ἀλλοίωση. Γιὰ τὴν Παναγία ἐννοῶ. Τὴν ἔνιωσα πολὺ κοντά μου, δίπλα μου, τόσο ζεστὴ παρουσία, τόσο γλυκιά. Μιὰ ἕλξη ἐσωτερική. Πῶς τὸ παιδὶ κολλάει στὴ μάνα του καὶ νιώθει τὸ χάδι της, τὴ στοργή της. Κάτι τέτοιο μοῦ συνέβη. Δὲν ἄντεξα. Ἄρχισα νὰ κλαίω σὰ μικρὸ παιδί. Πῆγα ἔξω, ἔφυγα νὰ μὴ μὲ βλέπουν, καὶ ἔκλαιγα. «Παναγία μου», ἔλεγα. «Γλυκιά μου μανούλα».
Αὐτὸ μοῦ συνέβη, πάτερ. Ἀπὸ τότε πέρασε καιρός. Δὲν πήγαινα νὰ τὸ ἐξομολογηθῶ τὸ ἁμάρτημά μου. Δὲν ξέρω, δὲν ἄντεχα, τὸ θεωροῦσα πολὺ βαρὺ κι ἔλεγα «πῶς θὰ τὸ πῶ στὸν Πνευματικό;». Βλέπεις, ἀκόμα δὲν ἤξερα καλὰ αὐτὰ τὰ πράγματα. Μόνο ἔκλαιγα, ὅταν τὸ θυμόμουν.
Καὶ κάτι ἀκόμα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ποὺ σοῦ εἶπα πὼς ἔνιωσα αὐτὴ τὴ ζεστασιά, τὴ γλυκύτητα μέσα μου, μοῦ δημιουργήθηκε καὶ μιὰ ἐσωτερικὴ ὁρμὴ ἀκατανίκητη, σφοδρὴ διάθεση νὰ μάθω γιὰ τὴν Παναγία μας. Ὅπου ἄκουγα γιὰ βιβλίο, ἐκπομπὴ ραδιοφωνική, ὁτιδήποτε γιὰ τὸ πρόσωπό της, ἔτρεχα νὰ ἀκούσω, νὰ διαβάσω. Ἔμαθα πολλὰ ἀπὸ τότε. Καὶ ἡ πρώτη ἐκείνη ζεστασιὰ ὄχι μόνο δὲν ἔφυγε ἀπὸ μέσα μου, ἀλλὰ ὅλο καὶ αὐξάνεται. Τελικά, πῆγα καὶ ἐξομολογήθηκα τὸ ἁμάρτημά μου καὶ ἔλαβα τὴν ἄφεση ἀπὸ τὸν Πνευματικό. Καὶ τώρα, γι’ αὐτὸ βρίσκομαι ἐδῶ – πρώτη φορὰ ἔρχομαι στὸ «Περιβόλι» της – γιὰ νὰ προσκυνήσω τὶς ἅγιες θαυματουργὲς εἰκόνες της καὶ νὰ πάρω τὴ χάρη της, ἐγὼ ὁ ἀχρεῖος.
Μόνο, πάτερ, θέλω κάτι νὰ σὲ ρωτήσω. Κάνει νὰ ἐπανέρχομαι μὲ τὸ μυαλό μου σὲ κεῖνο τὸ συμβὰν καὶ νὰ τὸ ξαναθυμοῦμαι μέσα μου;
–Ἀπὸ μόνος σου νὰ μὴν τὸ κάνεις, Μανώλη, ὥστε νὰ μὴ λυπεῖσαι καὶ καταπίπτεις ψυχικά. Εἶναι καὶ ὁ πονηρὸς ποὺ ἐκμεταλλεύεται τέτοιες καταστάσεις καὶ προσπαθεῖ νὰ σπείρει μέσα μας λογισμοὺς ὅτι τὸ ἁμάρτημά μας ἦταν πολὺ μεγάλο καὶ δὲν συγχωρήθηκε. Ἂν ὅμως ἔρχεται στὸ μυαλό σου, νὰ δοξάζεις τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μεγαλύνεις τὴ χάρη τῆς μεγάλης Μητέρας μας. Αὐτὸ ποὺ διηγήθηκες εἶναι πράγματι θαυμαστό. Δείχνει τὴν ἀγάπη τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τὴ στοργὴ ποὺ ἔχει στὸν καθένα μας. Ἂν ξέραμε, Μανώλη, τί κάνει καθημερινὰ ἡ Παναγία γιὰ τὸν κόσμο ὅλο, γιὰ τὸν κάθε ἕναν ξεχωριστά, πόσο τρέχει, ἐνδιαφέρεται, ἀγωνίζεται γιὰ τὴ σωτηρία μας, παρακαλεῖ τὸν Υἱό της, δέεται, προσεύχεται, σκορπᾶ παντοῦ τὴν ἀγαθότητά της, κυριολεκτικὰ θὰ λιώναμε, δὲν θὰ ἀντέχαμε.
Ὠκεανὸς δὲν εἶναι τὸ ἔλεος καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Υἱοῦ της; Ἔτσι κάπως εἶναι καὶ ἡ δική της φιλοστοργία γιὰ τὸν κόσμο. Ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἄξιους· καὶ γι’ αὐτοὺς ἀκόμα ποὺ τὴν βρίζουν. Μάνα μας εἶναι, καὶ ἡ μάνα δὲν ἀποστρέφεται τὰ παιδιά της, οὔτε καὶ ἐκεῖνα ποὺ τὴ στενοχωροῦν καὶ τὴ χλευάζουν. Αὐτὴ τὴ μητρικὴ στοργή της ἔδειξε καὶ σὲ σένα, ἀδελφέ μου. Αὐτὸ εἶναι ποὺ εἶπες, ἔνιωσες «σὰ ζεστασιά». Ἔτσι δὲν εἶναι;
–Ἔτσι εἶναι, πάτερ Εὐμένιε, ἀκριβῶς ὅπως τὰ λές. Πῶς νὰ μὴ συντρίβεται κανείς, ὅταν τὰ σκέφτεται αὐτά; Τί εὐχαριστία, τί ἀνταπόδοση εἶναι δυνατὸν νὰ προσφέρει στὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτὴ τὴ στοργή, τὴν ἀγάπη της;