Ἡ ἄκαρπη συκιὰ

   Ὁ Κύριος μετὰ τὴ θριαμβευτική Του εἴσοδο στὴν Ἱερουσαλὴμ ἀποσύρθηκε στὴ γειτονικὴ Βηθανία. Τὸ πρωὶ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας ἐπιστρέ­φοντας στὴν ἁγία πόλη «ἐπείνασε». Εἶδε μιὰ συκιὰ ποὺ ἦταν πάνω στὸ δρόμο, καὶ τὴν πλησίασε, μήπως εἶχε κανένα σύκο· ἀλλὰ δὲν βρῆκε παρὰ μόνο φύλλα. «Οὐ γὰρ ἦν καιρὸς σύκων», σημειώνει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Μάρκος. Διότι δὲν ἦταν ἡ ἐποχὴ τῶν σύκων. Τότε ὁ Κύριος καταράστηκε τὴν ἄκαρπη συκιά: «Νὰ μὴν ξαναβγάλεις ποτὲ πιὰ καρπό». Καὶ ­ἀμέσως ἐκείνη ξεράθηκε (βλ. Ματθ. κα´ [21] 18-19, Μάρκ. ια´ [11] 12-14).
Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ρωτήσει κανείς: Ἐφόσον δὲν ἦταν ἡ ἐποχὴ τῶν σύκων, γιατί τὴν καταράστηκε ὁ Κύριος; Καὶ τέλος πάντων ἐπειδὴ δὲν εἶχε καρπό, ἔπρεπε νὰ τιμωρηθεῖ;
   Βέβαια ἡ πίστη μας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ ἀναμάρτητος Θεάνθρωπος ὅ,τι κάνει, καλῶς καὶ δικαίως τὸ κάνει. Ὅμως οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτὲς δίνουν ­ἀξιοπρόσεκτες ἐξη­γήσεις σχετικὰ μὲ τὰ παραπάνω ­ἐ­­­­ρωτήματα.
   Ἡ συκιὰ αὐτὴ ἦταν ὄντως ἄκαρπη. Διότι ναὶ μὲν δὲν ἦταν καιρὸς σύκων – τὸ θαῦμα ἔγινε λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ ἰουδαϊκὸ Πάσχα, τὸ ὁποῖο ἑορταζόταν τέλη Μαρτίου – μέσα Ἀπριλίου – ἀλλ᾿ ὅμως ἔπρεπε νὰ ἔχει τουλάχιστον ἄγουρα σύκα. Διότι οἱ συκιές πρῶτα ξεπετοῦν καρπούς, καὶ καθὼς αὐτοὶ ἀναπτύσσονται, βγάζουν καὶ φύλλα. Ἐφόσον λοιπὸν εἶχε φύλλα, ἔπρεπε νὰ ἔχει καὶ καρπούς. Ἀλλὰ δὲν εἶχε καρπούς.
   Οὔτε ὅμως κι αὐτὸ ἦταν λόγος γιὰ νὰ τὴν καταραστεῖ. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Κυρίου ἔχει βαθύτερο καὶ οὐσιαστικότερο νόημα. Ἦταν πράξη διδακτικὴ καὶ συμβολική. Ὁ Κύριος δὲν καταράστηκε τὴ συκιὰ γιὰ τὴν ἀκαρπία της, ἐπειδὴ δὲν ἱκανοποίησε τὴν πείνα Του. Ναί, ὁ ­Κύριος πράγματι «ἐπείνασε» – διότι ἦταν καὶ ­ἄνθρωπος. Ἔλαβε ὅμως ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν πείνα Του καὶ τὴν ἄκαρπη συκιὰ γιὰ νὰ διδάξει τοὺς μαθητές Του: «Τετιμώρηται [τὸ δένδρον] οὐχ ὡς ἁμαρτῆσαν, ἀλλ᾿ ἵνα ­μάθωσιν οἱ ἀκολουθοῦντες ὅτι καὶ κολάζειν ὁ Χριστὸς δύναται» (Ζιγαβηνός). Τὸ δένδρο τιμωρήθηκε ὄχι διότι ἁμάρτησε, ἀλλὰ γιὰ νὰ διδαχθοῦν οἱ μαθητές Του, ποὺ ἦταν μαζί Του, ὅτι ὁ Ἴδιος ἔχει τὴν ­ἐξουσία καὶ νὰ τιμωρεῖ.
   Ἔχει ὅμως καὶ συμβολικὸ νόημα. Πιὸ συγκεκριμένα ἡ «ξηρανθεῖσα συκῆ» συμβολίζει πρῶτα-πρῶτα τὴν ἰουδαϊκὴ Συναγωγή, ἡ ὁποία εἶχε πολλὰ φύλλα, δηλαδὴ ἐξωτερικοὺς τύπους, ἐπιφανειακὴ εὐσέβεια, ἀλλὰ ὄχι ἀληθινὴ πίστη καὶ εἰλικρινὴ μετάνοια. Ἔτσι, ὅταν ἦλθε ὁ Μεσσίας ζητώντας πνευματικοὺς καρπούς, τὴ βρῆκε ἄκαρπη. Τὸ ἰσραηλιτικὸ ἔθνος, πλὴν ἐξαιρέσεων, δὲν πίστεψε στὸ Μεσσία, δὲν ἐγκολπώθηκε τὸ κήρυγμά Του, καὶ τελικὰ Τὸν ἀπεδοκίμασε καὶ Τὸν ­σταύρωσε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος, γιὰ τὴ θεληματικὴ καὶ πεισματικὴ ἀπιστία τοῦ Ἰσραήλ, τὸν ἐγκατέλειψε. Πῆρε τὴ χάρη Του ἀπὸ αὐτόν. Ἱστορικὴ ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς ἀποδοκιμασίας ὑπῆρξε ἡ ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους τὸ 70 μ.Χ. καὶ ὁ διασκορπισμὸς τῶν Ἑβραίων στὰ πέρα­τα τῆς γῆς. Σὰν τὴ συκιὰ ­ξεράθηκαν πνευματικά. Ἐνῶ οἱ εἰδωλολάτρες πίστε­­ψαν. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς εἴμαστε καὶ ἐμεῖς.
   Ναί, δεχθήκαμε τὸ Εὐαγγέλιο, ­ὡστόσο ὁ κίνδυνος τῆς ἀποδοκιμασίας ­ὑπάρχει καὶ γιὰ ἐμᾶς. Ἡ συκιὰ τοῦ ­Εὐαγγελίου συμ­βολίζει καὶ τὸν πιστό, τὸν χριστιανὸ ποὺ ἔχει φύλλα ἀλλὰ ὄχι καρπούς. Ἔχει «μόρφωσιν εὐσεβείας», ἀλλὰ ἔχει ­ἀρνηθεῖ «τὴν δύναμιν αὐτῆς» (βλ. Β´ Τιμ. γ´ 5). Ἔχει ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ εὐσεβή, ἀλλὰ ἔ­­­χει ἀρνηθεῖ τὴ δύναμη τῆς εὐσέβειας. Πηγαίνει στὴν ἐκκλησία, ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ· μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ ἐξομολογεῖται καὶ νὰ κοινωνεῖ· ἀλλὰ δὲν ἔχει νὰ ἐπιδείξει ἀληθινὴ μετάνοια, ἀλλαγὴ ζωῆς, ἐσωτερικὴ ἀναγέννηση, παρὰ τὶς πολλὲς καὶ πλούσιες πνευματικὲς εὐκαιρίες ποὺ ἀπολαμβάνει μέσα στὴν Ἐκκλησία. «Ἡ δύναμις τῆς εὐσεβείας» εἶναι ἀκριβῶς αὐ­τὰ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς τὰ ὁποῖα καρπο­φορεῖ ὁ πιστὸς ποὺ ἔχει αὐταπάρνηση, ποὺ παίρνει ἀποφάσεις στὴν πνευματική του ζωὴ καὶ ἀγωνίζεται μὲ συνέπεια καὶ συν­έχεια νὰ χτυπήσει τὸ ἁμαρτωλὸ ἐγώ του…
   Ἀπὸ ὅλα ὅσα εἴπαμε, γίνεται πλέον κατανοητὸ ὅτι τελικὰ τὸ δένδρο δὲν ἀχρηστεύθηκε μὲ τὴ θαυματουργικὴ ­ξήρανσή του, ἀλλὰ ἀκριβῶς ἔγινε ἡ πιὸ χρήσιμη συκιὰ στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Διότι ὅλες οἱ ἄλλες συκιὲς μὲ τὰ σύκα τους τρέφουν τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ἡ συκιὰ αὐτὴ γίνεται μέσο ἀφυπνίσεως καὶ σωτηρίας ἀθανάτων ψυχῶν· παραμένει αἰώνιο ὑπόδειγμα τῆς καταδίκης τῆς ἄκαρπης ἰουδαϊκῆς Συναγωγῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ χριστιανοῦ ποὺ ζεῖ τυπικὴ χριστιανικὴ ζωή. Καὶ διδασκόμαστε ἀπὸ αὐτὸ ὅτι καὶ οἱ πιὸ αὐστηρὲς ἐνέργειες τοῦ Κυρίου ἔχουν πολλὴ σοφία καὶ πλοῦτο ἀγάπης. Ἡ «τιμωρία» Του ἀποδεικνύεται μέγιστη εὐεργεσία.
   Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ μᾶς δίνει τὸ ἐρέθισμα γιὰ μιὰ αὐτοκριτική: Εἴ­μαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, γνωρίζουμε τὴν ἀλήθεια, ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπολαμβάνουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι αὐτὸ ὄντως μεγάλη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ συνεπάγεται καὶ εὐθύνες. Ὁ Θεὸς ἀναμένει καρπούς. Ναί, ὠφελούμαστε. ­Διορθωνόμαστε ὅμως; Ναί, λαμβάνουμε τὴ χάρη τῶν ἱερῶν Μυστηρίων. Ἐπιτρέπουμε ὅμως στὴ χάρη νὰ μᾶς μεταμορφώσει ἢ ἐπιμένουμε στὶς ἴδιες ἁμαρτίες; Ὁ Κύριος νὰ μᾶς φυλάξει ἀπὸ τὴν ἀποδοκιμασία τῆς ἄκαρπης συκιᾶς καὶ νὰ μᾶς ἀξιώνει νὰ χαιρόμαστε τὴν πνευματική μας ζωὴ μέσα σὲ πλούσια καρποφορία.