Ὁ ἅγιος νεομάρτυς Γεώργιος ὁ ἐξ Ἐφέσου

   Στὴ χορεία τῶν ἐν­δόξων Νεομαρτύ­ρων τῆς Τουρκο­κρατίας ἀνήκει καὶ ὁ ἅ­­­γιος Γεώργιος ἀπὸ τὴ Νέα Ἔφεσο (Κουσάντασι). Γεννήθηκε τὸ 1756 ἀπὸ γονεῖς Σαμιῶτες, εὐλαβεῖς καὶ τίμιους.
   Στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του ὑπῆρξε προσεκτικὸς καὶ ὑπάκουος στὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου. Μία του ὅμως ἀδυναμία τὴν ἄφησε ἀπολέμητη καὶ στὸ γάμο του: τὸ ποτό, ποὺ τοῦ ἕγινε πάθος.    Μεθοῦσε, ξενυχτοῦσε καὶ παραμελοῦσε τὴ σύζυγο καὶ τὰ παιδιά του. Κάποια μέρα, Ἰούλιος ἦταν τοῦ 1798, βρέθηκε μεθυσμένος καὶ ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ μπροστὰ στὸν κατὴ τῆς Νέας Ἐφέσου. Οἱ μωαμεθανοὶ πανηγύρισαν τὸν ἐρχομό του στὴ θρησκεία τους. Ὁ Γεώργιος ὅμως τὸ ἴδιο κιόλας βράδυ αἰσθάνθηκε ἔντονα νὰ τὸν τύπτει ἡ συνείδησή του γιὰ τὴν προδοσία τῆς πίστεώς του. Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου τὸν γέμισε μὲ ἐλπίδα, καὶ λαχταροῦσε τὸ γρηγορότερο νὰ πέσει στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα μετανοημένος. Ἔτσι ἔφυγε ἀπέναντι στὴ Σάμο. Γιὰ νὰ ἡρεμήσει κοντὰ σὲ φίλους καὶ συγγενεῖς του. Καὶ νηφάλια νὰ δρομολογήσει τὴ σωτήρια μετάνοιά του.
   Ἡ ἐξαφάνιση ὅμως τοῦ ἐξισλαμισθέντος Γεωργίου ἔβαλε σὲ ὑποψία τὶς τουρκικὲς Ἀρχές. Γι’ αὐτὸ σχεδίασαν μὲ δόλιο τέχνασμα νὰ τὸν ἀνακαλύψουν. Διέδωσαν μιὰ ἀνήκουστη συκοφαντία: ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ Χριστιανοὶ τὸν σκότωσαν καὶ τὸν ἔθαψαν στὰ θεμέλια τοῦ ναοῦ τους, τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, ποὺ τὴν περίοδο ἐκείνη ἔκτιζαν. Ἡσύχασαν ὅμως τὰ πρά­γματα, ὅταν οἱ δημογέροντες ἔπεισαν τοὺς κατηγόρους ὅτι οἱ Χριστιανοὶ εἶναι ἀθῶοι καὶ ὅτι ὁ Γεώργιος εἶχε ἀναχωρήσει γιὰ τὴ Χώρα τῆς Σάμου.
   Ἐκεῖ οἱ Τοῦρκοι τὸν ἀνακάλυψαν καὶ τὸν συνέλαβαν. Τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ μέσα σὲ φοβερὰ ­ἀνθυγιεινὲς συνθῆκες. Καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔκαμαν ἀναγκαστικὰ περιτομή, τὸν διόρισαν νεωκόρο σὲ δικό τους τζαμὶ στὴ Νέα Ἔφεσο.
   Ὁ Γεώργιος ζοῦσε τώρα μέσα σὲ ­κλίμα ἀφόρητης πίεσης. Προσπαθοῦσε νὰ δραπετεύσει. Νὰ πάει πίσω στὴ Σάμο καὶ τὴν Πάτμο. Νὰ βρεῖ ἐμπείρους Πνευματικοὺς γιὰ νὰ ξεπλύνει τὴ συνεχιζόμενη προδοσία του πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα του. Τελικὰ μπόρεσε νὰ δραπετεύσει. Ἔφθασε στὴ Σάμο καὶ ἐξομολογήθηκε μὲ δάκρυα πικρά. Ὅμως δὲν εἰρήνευσε ­πλήρως. Πο­θοῦ­σε νὰ ξεπλύνει τὸ ­ἁμάρτημά του καὶ μὲ τὸ μαρτύριο.
   Μιὰ μέρα λοιπὸν παρουσιάσθηκε αὐτόκλητος μπροστὰ στὸ βοεβόδα τῆς Σάμου, στὴ Χώρα, καὶ τοῦ λέει: «Ἕνας εἶναι ὁ ἀ­­ληθινὸς Θεός. Ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν. Καὶ ἐγὼ χριστιανὸς εἶμαι. Πιστὸς ἀκόλουθος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Καὶ ἀμέσως δέχθηκε ὡς τιμωρία 1.000 ­μαστιγώσεις. Αἱμόφυρτο τὸν ἔσυραν στὴ φυλακή, μὲ ἀ­­­βάσταχτους πόνους. Οἱ ­συμπολίτες του Σα­μιῶτες ποὺ τὸν ­ἀγαποῦσαν ­κατόρθωσαν μὲ πολλὰ ­γρόσια νὰ ­δω­ροδοκήσουν τὸν βοεβόδα καὶ πέτυ­χαν ­τελικὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του.
   Τὴν 1η Μαρτίου τοῦ ἔτους 1801 βρί­σκου­με πάλι τὸν Γεώργιο ­ἐλεύθερο στὴ γενέτειρά του, τὴ Νέα Ἔφεσο, μὲ ­ἀσίγαστο ὅμως μέσα του τὸν πόθο νὰ δώσει τὴ ζωή του γιὰ τὸν Χριστό. Ἀλλὰ ἐὰν τὸ μαρτύριό του ὁδηγοῦσε τὴν οἰκογένειά του σὲ περιπέτειες; Ὁ Γεώργιος φρόντισε καὶ τὴν ἀσφάλισε σὲ τόπο μακρινό, ἤρεμο. Μετὰ ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ παλιοὺς φίλους καὶ γνωστοὺς γιὰ τὰ λάθη του. Ὅλοι ξα­φνιάστηκαν ἀπὸ τὴν ὥριμη καὶ σοβαρή του συμ­περιφορά. Ἀρκετὲς φορὲς τὸν ἔβλεπαν τὶς μέρες ἐκεῖνες ποὺ καθόταν μεταρσιωμένος κάτω ἀπὸ τὴ συκαμινιὰ ποὺ πρὶν 7 χρόνια, τὸ 1774, εἶχαν κρεμάσει οἱ ἀγαρηνοὶ τὸ Νεομάρτυρα ἅγιο Πολύδωρο. Ὁ τόπος αὐτὸς συγκινοῦσε τὸν Γεώργιο καὶ τοῦ ἔδινε δύναμη καὶ γιὰ τὸ δικό του φτερούγισμα γιὰ τὸ μαρτύριο.
Εἶχε περάσει ἕνας μήνας προσευχῆς καὶ προετοιμασίας. Ἡ ἄνοιξη μὲ τὰ μύρα της εἶχε ἔλθει. Οἱ ἀμυγδαλιὲς εἶχαν ἀνθίσει. Τὰ κρίνα στοὺς πρασινισμένους ἀγροὺς εὐ­ωδίαζαν, καὶ ὁ γαλάζιος οὐρανὸς ἔθελγε πιὸ πολὺ ὅσους ποθοῦσαν τὸν Παράδεισο.
   Τὴν Τετάρτη στὶς 3 Ἀπριλίου ὁ Γεώργιος ἀνέβηκε μόνος του τὰ σκαλιὰ τοῦ Δικαστηρίου καὶ μπροστὰ στὸν Κατὴ ὁμολόγησε: «Ἤμουνα χριστιανὸς καὶ τούρκεψα μὲ τὴ θέλησή μου. Βεβαιώθηκα ὅμως ὅτι ἡ θρησκεία σας εἶναι βρωμερὴ καὶ δαιμονική. Ἡ δική μου πίστη εἶναι ἄμωμη καὶ καθαρή. Χριστιανὸς ἤμουνα καὶ εἶμαι. Καὶ τὸ ὄνομά μου: “Γεώργιος!”».
   Στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς ὁμολογίας ὁ Τοῦρκος δικαστὴς ὀργίσθηκε. Καὶ ἔδωσε διαταγὴ στοὺς δημίους νὰ τὸν βασανίσουν φρικτὰ καὶ νὰ τὸν ρίξουν δεμένο χειροπόδαρα στὴ φυλακή. Ἡ νύχτα πέρασε μὲ τὴν παρηγοριὰ τῆς προσευχῆς. Τὴν ἑπόμενη μέρα, Πέμπτη, ἦρθαν στὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς ἀπεσταλμένοι τοῦ δικαστῆ γιὰ νὰ μεταπείσουν τὸν Γεώργιο. Τοῦ ἔταξαν πλούσια δῶρα καὶ τιμές. Τοῦ ἔλεγαν: «Πὲς μόνο ἕνα! Εἶμαι μωαμεθανός. Τίποτε ἄλλο. Καὶ σὲ ἐλευθερώνουμε ἀμέσως». Καὶ ὁ Γεώρ­γιος ἀπαντοῦσε σταθερά: «Χριστιανὸς εἶ­­μαι! Χριστιανὸς θέλω νὰ ἀποθάνω»!
   Σὲ λίγο τὸν ἔφεραν ἐξαντλημένο, μὲ δεμένα πισθάγκωνα τὰ χέρια του καὶ πάλι στὴν αἴθουσα τοῦ Δικαστηρίου. Νέα καὶ πάλι καλοπιάσματα. Πόσο δηλητήριο δὲν κρύβουν τῶν ἀπίστων οἱ εὐγένειες! «Προσποιήσου τὸν τρελό! Καὶ θὰ σὲ ἐ­λευθερώσουμε», τοῦ λένε. «Ὄχι!». Ἀποκρίνεται ὁ Γεώργιος καὶ ἐξευτελίζει τὸν Μωαμεθανισμό. Καὶ τελικὰ τὸν ὁδηγοῦν στὸ μαρτυρικὸ θάνατο διὰ ξίφους. Μὲ κλωτσιὲς καὶ ξυλοκοπήματα οἱ δήμιοι τὸν ἔσυραν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ἐκεῖ ὁ ὑποψήφιος Μάρτυρας προσευχήθηκε: «Κύριε, μὴ μὲ ἐγκαταλείψεις. Στερέωσέ με. Κράτησέ με ἀκλόνητο καὶ γενναῖο. Σὲ Σένα ἔρχομαι.».
   Σὲ λίγο ἡ ἁγία κεφαλὴ τοῦ ­μάρτυρος ­Γε­ωργίου αἱματοβαμμένη ἔπεφτε στὴ γῆ. Καὶ ἡ ψυχή του γεμάτη εὐωδία ­ταξίδευε στὰ χέρια τῶν ἀγγέλων γιὰ τὴν ­ἀγκαλιὰ τοῦ Θε­­­οῦ Πατέρα. Ἦταν ἡμέρα ­Παρα­­σκευή. 5 Ἀπριλίου, 3 τὸ μεσημέρι.
   Τί ἡρωικὸς θάνατος! Πάνω στὰ ἴχνη τοῦ Ἐσταυρωμένου!…