«Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ,… ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου…»

   Λίγο πρὶν γραφτεῖ ὁ ἐπίλογος τῆς δηµοσίας δράσεως τοῦ ­Κυρίου· λίγο πρὶν ἀνηφορίσει στὸ λόφο τοῦ Γολγοθᾶ γιὰ νὰ ἀνοίξει τὰ πανάχραν­τα χέρια Του πάνω στὸν τίµιο Σταυρὸ καὶ νὰ ἀγκαλιάσει ­ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, ρίχνει ἕνα βλέµµα καὶ θωπεύει µὲ αὐτὸ τὴν ἱερὴ πόλη. Τὴν ­Ἱερουσαλήµ.
   Τὴν πόλη ποὺ διέτρεξαν τὰ πανάγια πόδια Του. Τὴν πόλη ἡ ὁποία ἄκουσε τὴ σωτήρια διδασκαλία Του. Τὴν πόλη ἡ ὁποία ἔγινε µάρτυρας τῶν πολλῶν Του θαυµάτων.
   Τούτη τὴν ὥρα κάνει ὁ Κύριος σύγκριση τῶν δικῶν Του πεπραγµένων μὲ τὴν ἀνταπόκριση ποὺ βρῆκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς ἱερῆς πόλεως.
   Ὑπενθυμίζει τὶς τόσες ­εὐεργεσίες Του πρὸς αὐτήν. «Ποσάκις…», λέει, «ἠθέλη­­­σα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου…» (Ματθ. κγ΄ [23] 37).
   Ἀλήθεια, πόσες φορές, ἐπιλήσµων Ἱε­ρουσαλήµ, δὲν γεύθηκες τὸ πατρικὸ χάδι τῆς σαρκωµένης Ἀγάπης;
   «Ποσάκις»! Θυμήσου τήν ­ἀναστροφή Του µετὰ τῶν διδασκάλων, ὅταν ἦταν δωδεκαετής, παιδὶ ἀκόµη στὸ Ναὸ τοῦ Σολοµώντα. Τὸ θαῦµα τῆς ἀναβλέψεως τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ.
   «Ποσάκις»! Σκέψου πάλι τὴ θεραπεία τοῦ ἐπὶ 38 ὁλόκληρα χρόνια παραλύτου.
   «Ποσάκις»! Καὶ δὲς ξανὰ τὴν παιδα­γωγικὴ ἐπέµβασή Του στοὺς «πωλοῦν­τας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ» (Μάρκ. ια΄ [11] 15). Θυµήσου τὸ φραγγέλιο τῆς ἀγάπης Του µπροστὰ στὴν κατάπτωση τοῦ Ναοῦ σὲ οἶκο ἐµπορίου.
   «Ποσάκις»! Ἀναλογίσου τὴν πρόσφατη νεκρανάσταση τοῦ τετραηµέρου φίλου Του Λαζάρου.
   «Ποσάκις»!…
   Σ’ αὐτὸ ὁ Κύριος συμπυκνώνει τὸ πα­ρελθόν, συμπεριλαμβάνει ὅµως καὶ τὸ µέλλον ὡς Παντογνώστης. Καὶ συγκαταλέγει σ’ αὐτὸ τὸ «ποσάκις» καὶ τὶς µέλλοντικὲς πατρικές Του κινήσεις:
   Νὰ συγκολλήσει τὸ αὐτὶ τοῦ Μάλχου τὴ στιγµὴ τῆς συλλήψεώς Του στὴ Γεθσηµανῆ, ὅταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος τὸ ἀποκόπτει.
   Νὰ ἀπευθύνει τὸ ἐρώτηµα, σπάζοντας τὴν αἰνιγµατικὴ σιωπή Του, στὸ δοῦλο ποὺ Τὸν ραπίζει µπροστὰ στὸν ἀρχιερέα, ὄχι γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀφυπνίσει τὴν ὑπνώττουσα συνείδηση τοῦ δούλου καὶ ὅλων ὅσοι ταυτίζονται μὲ τὴ συµπεριφορά του.
   Νὰ χαρίσει στοὺς σταυρωτές Του τὴν ἀπύθµενη συγχωρητικότητά Του πάνω στὸ Σταυρό.
   Νὰ φέρει σὲ συναίσθηση τὸν λαό Του μὲ τὸ καταπέτασµα τοῦ Ναοῦ ποὺ σχίζεται στὰ δύο. Μὲ τὸ ἄνοιγµα τῶν µνηµείων. Μὲ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν κατὰ τὴν Ἀνάστασή Του.
   Ἡ δηµόσια δράση Του τελειώνει. Ἡ θεία κένωσή Του ἀγγίζει σχεδὸν τὴν ὁ­­­λοκλήρωσή της. Κι αὐτὸ τὸ ­«ποσάκις» εἶναι ἀπὸ τὴ µιὰ ἡ καταγραφὴ τῆς ἀ­­­προσµέτρητης ἀγάπης Του, εἶναι ὅµως ταυτόχρονα καὶ τὸ ἄγγιγµα τῆς ἀνθρώπινης σκληροκαρδίας.
   Γιὰ νὰ καταδείξει πὼς ἡ ἀπερινόητη εὐεργεσία συναντᾶ τὴν ἀδιανόητη ἀδιαφορία καὶ σκληροκαρδία.
   Θὰ συγκινηθοῦµε ἀσφαλῶς καὶ τούτη τὴ Μεγάλη Ἑβδοµάδα. Θὰ κλάψουµε ἴσως γιὰ τὸν ἀθῶο Κατάδικο. Θὰ καταδικάσουµε γιὰ ἄλλη µιὰ φορὰ τὸ ἀνάλγητο καὶ ἀλλοπρόσαλλο τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήµ.
   Ὅµως ὁ Κύριος δὲν ἀποζητᾶ συµµάχους στὸ γεµάτο πόνο παράπονό Του. Δὲν ἐπιδιώκει τὴ συναισθηµατικὴ φόρτισή µας γιὰ τὸ ἀνοσιούργηµα ποὺ διέπραξαν οἱ θεοκτόνοι Ἰουδαῖοι.
   Ὁ Κύριος Ἰησοῦς στέκεται καὶ πάλι καὶ ψελλίζει γιὰ τὸν καθένα µας: «Ποσάκις ἠθέλησα» νὰ σᾶς μαζέψω κοντά μου.
   Νὰ µᾶς «ἐπισυναγάγει» «ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας» (Ματθ. κγ΄ [23] 37).
   Λέει «ποσάκις», καὶ στρέφει τὸ ἐταστικό Του βλέµµα στὴν ὕπαρξή µας.
   Εἶναι ἡ κρίσιµη στιγµὴ ποὺ ἡ ἀγάπη Του γιὰ ἐµᾶς ἐµφανίζεται ἐνώπιόν Του.
   «Ποσάκις», λέει ὁ Κύριος γιὰ τὸν καθένα µας προσωπικά· γιὰ τὸν καθένα μας, ὁ ὁποῖος γνωρίζει πολὺ καλὰ τί ἔ­­­χει κάνει ὁ Κύριος µέχρι τώρα στὴ ζωή του. Πόσες εὐεργεσίες ἀπὸ τὰ παιδικά µας χρόνια. Πόσες εὐλογίες. Ἀκόµη καὶ τότε ποὺ οἱ δοκιµασίες µᾶς λύγιζαν, δίπλα µας ἦταν, βοηθός, συµπαραστάτης καὶ ἐργαζόταν καὶ δι’ αὐτῶν τῶν δοκιµασιῶν τὸ καλὸ τῆς ψυχῆς µας. Τὴν πνευµατική µας πρόοδο. Τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς µας.
   Ἂς ἀνατρέξουµε λοιπὸν κι ἂς σταχυ­ολογήσουµε, εἰδικὰ τοῦτες τὶς ἅγιες ἡ­­­­µέρες τῶν Παθῶν Του, τὶς ­πολλα­πλὲς ἐ­­­­­­πεµβάσεις τῆς ἀγάπης Του στὴ ζωή µας, στὴν οἰκογένειά µας, στὸ ­ἔ­­­θνος µας, γιὰ νὰ ἀνταποκριθοῦµε ­συ­­γκι­νηµένοι στὶς τόσες ἐπισκέψεις τῆς Χάριτός Του.