Τῷ Ἁγίῳ καὶ Μεγάλῳ Σαββάτῳ…». Τὸ Ἅγιο καὶ Μέγα Σάββατο ἑορτάζουμε «τὴν θεόσωμον ταφήν», τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Σώματος τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο εἶναι ἑνωμένο ἀχωρίστως μὲ τὴ θεότητα. Ἑορτάζουμε δὲ «καὶ τὴν εἰς ᾅδου κάθοδον τοῦ Κυρίου», τὴν κάθοδό Του στὸν Ἅδη. Μέσῳ αὐτῶν τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ ὁδηγήθηκε στὴν αἰώνια ζωή. Ἂς ἀποτολμήσουμε σύντομη ἐμβάθυνση στὸ μεγάλο μυστήριο αὐτῆς τῆς ἡμέρας…
Μὲ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα εἰσῆλθε στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἡ ἁμαρτία, «καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος» (Ρωμ. ε´ 12). Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τότε χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ζωή. Ὁ ἄνθρωπος πεθαίνει. Τὸ σῶμα του παραδίδεται στὴ γῆ γιὰ νὰ διαλυθεῖ, ἐνῶ ἡ ψυχὴ κατεβαίνει στὸν Ἅδη, ποὺ εἰκονίζεται σὰν φρούριο, σὰν σκοτεινὴ φυλακή, στὴν ὁποία φυλακίζονται ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ ψυχὲς τῶν νεκρῶν. Ἡ ἀνθρωπότητα ζεῖ τὴν πιὸ σκληρὴ δουλεία, τὴ δουλεία στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο. Βασιλεύει σ᾿ αὐτὴν ὁ διάβολος, «ὁ τὸ κράτος ἔχων τοῦ θανάτου» (Ἑβρ. β´ 14).
Ἀλλὰ ὁ Θεὸς τὴν εὐσπλαχνίστηκε στὸ φρικτὸ κατάντημά της. Ἔστειλε τὸν Υἱό Του, ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ γιὰ τὴ σωτηρία της πῆρε πάνω Του τὴν ἁμαρτία ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ἔχυσε τὸ Αἷμα Του γιὰ νὰ τὴν ἐξαλείψει, πρόσφερε τὴν ἐξιλαστήρια θυσία τοῦ Σταυροῦ. Ἔφθασε μέχρι τὸν θάνατο. Ὁ θάνατος ὅμως δὲν εἶχε καμία ἐξουσία ἐπάνω Του, διότι Ἐκεῖνος ἦταν ὁ ἀπολύτως ἀναμάρτητος. Τὸ εἶπε ὁ Ἴδιος: Κανεὶς δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ πάρει τὴ ζωή μου παρὰ τὴ θέλησή μου. «Ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν» (Ἰω. ι´ 18). Ἐξουσία ἔχω νὰ προσφέρω τὴ ζωή μου, καὶ ἐξουσία ἔχω πάλι νὰ τὴν πάρω πίσω. Γι’ αὐτὸ καὶ μόνο ὅταν θέλησε ὁ Κύριος, «ἀφῆκε τὸ πνεῦμα» ἐπάνω στὸ Σταυρό (Ματθ. κζ´ [27] 50).
Ὁ Κύριος, ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, νεκρός – ὡς ἄνθρωπος. Τὸ Σῶμα Του τοποθετεῖται στὸν τάφο. Ἔτσι ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία: «Ἀναπεσὼν ἐκοιμήθη ὡς λέων… τίς ἐγερεῖ αὐτόν;» (Γεν. με´ [45] 9). Ξάπλωσε καὶ κοιμήθηκε σὰν τὸ λιοντάρι· ποιὸς θὰ τολμήσει νὰ τὸ ἐνοχλήσει καὶ νὰ τὸ ξυπνήσει; Δηλαδὴ ὁ Κύριος ἀκόμη καὶ νεκρὸς εἶναι φοβερὸς γιὰ τὸν διάβολο καὶ γιὰ τὸν θάνατο. Ὁ θάνατος δὲν τολμᾶ νὰ πειράξει τὸ Σῶμα Του ὅπως τὰ ἄλλα, διότι αὐτὸ εἶναι ἑνωμένο μὲ τὴ θεότητα. Τὸ Σῶμα αὐτὸ γεύθηκε «τὴν φθορὰν» τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ὄχι «τὴν διαφθοράν», τὴν ἀποσύνθεση. «Ἡ σάρξ σου διαφθορὰν οὐκ οἶδε, Δέσποτα», ψάλλουμε σ᾿ ἕναν ὕμνο (Ὄρθρος Μεγάλου Σαββάτου, ὠδὴ ε΄· βλ. καὶ Ψαλ. ιε´ [15] 9-10). Αὐτὸ τὸ Σῶμα εἶναι μὲν πράγματι νεκρό, ἀλλὰ ὄχι πτῶμα· δὲν λιώνει, δὲν ἀποσυντίθεται. Διότι εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου, Ἐκείνου ὁ Ὁποῖος εἶναι «ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. ια´ [11] 25).
Ἐνῶ ὅμως τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου ἦταν στὸν τάφο, ἡ ψυχή Του κατῆλθε στὸν Ἅδη, στὴ φρικτὴ φυλακὴ τῶν ψυχῶν. «Τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθεὶς ἐκήρυξε», γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Α´ Πέτρ. γ´ 19). Ὁ Ἅδης ὅταν συνάντησε τὸν Κύριο, ὅταν Τὸν εἶδε στὸ βασίλειό του, δὲν χάρηκε, ἀλλ᾿ «ἐπικράνθη» – θὰ τὸ φωνάξουμε θριαμβευτικὰ πολλὲς φορὲς τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως. Δοκίμασε πικρία, βαθιὰ λύπη. Διότι δὲν συνάντησε ψυχὴ ὑποδουλωμένη στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο, ἀλλὰ ψυχὴ διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες, παντελῶς ἀναμάρτητη καὶ ἑνωμένη μὲ τὴ θεότητα. Βλέπει τὴν ψυχὴ Ἐκείνου ὁ Ὁποῖος μὲ τὴ σταυρική Του θυσία συνέτριψε τὸν διάβολο, τὸν ἄρχοντα τοῦ Ἅδη. Κατεβαίνει στὸν Ἅδη ὁ παντοδύναμος Θεός, ἡ ζωή, «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν» (Ἰω. α´ 4, 9), ὁ Νικητὴς τῆς ἁμαρτίας. Κατεβαίνει καὶ συντρίβει τὶς βαριὲς πύλες τοῦ Ἅδη, τὶς σπάει γιὰ νὰ μὴν κλείσουν ποτέ. Κηρύσσει τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας στὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν, καὶ ὅσοι πίστεψαν, ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ Ἅδη. Τέλος μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ἀνασταίνει τὸν Ἀδὰμ «παγγενῆ», δηλαδὴ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Αὐτὸ εἶναι «τὸ ὑπερευλογημένον Σάββατον», κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς σταμάτησε ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα Του. Ὁ Δεσπότης τῆς κτίσεως σήμερα κοιμᾶται, ἡσυχάζει μέσα στὸ μνῆμα. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ ἀνάλογη ἡσυχία καὶ σιωπὴ μᾶς προτρέπει ὁ ὕμνος ποὺ ψάλλεται αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἀντὶ Χερουβικοῦ: «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου…». Ἂς σιωπήσει κάθε ἄνθρωπος καὶ ἂς σταθεῖ μὲ φόβο καὶ τρόμο…
Ἔχουμε βέβαια τὶς ἑτοιμασίες γιὰ τὸ Πάσχα, ἀλλὰ καλὸ εἶναι τὸ Μέγα Σάββατο νὰ βρίσκουμε χρόνο γιὰ νὰ καθόμαστε νοερῶς μπροστὰ στὸ θεοδόχο Τάφο καὶ νὰ ἐμβαθύνουμε στὰ ἱερὰ νοήματα τῆς ἡμέρας: Ποιὸς εἶναι μέσα στὸν Τάφο· γιατί εἶναι μέσα· τί φοβερὸ πράγμα εἶναι ἡ ἁμαρτία· πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Λυτρωτής μας· τί ζωὴ μᾶς χαρίζει· τί ἀπελευθέρωση γιορτάζουμε σήμερα· τί Θεὸ ἔχουμε. Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ Τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς ἀξιώνει νὰ νεκρωνόμαστε ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ζοῦμε μαζί Του καὶ μὲ τὴ Χάρη Του ἀναστημένη ζωή.