Τὴν ἱερὴ καὶ πανευφρόσυνη νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, τότε ποὺ οἱ καμπάνες ἠχοῦν πανηγυρικὰ καὶ χαρμόσυνα· τότε ποὺ οἱ πιστοὶ συναγμένοι γύρω ἀπὸ τοὺς λαμπροφορεμένους ἱερεῖς ψάλλουν χαρούμενα τὸ νικητήριο παιάνα «Χριστὸς ἀνέστη», ὅλα ἀλλάζουν ξαφνικὰ καὶ ἀπρόσμενα μέσα μας καὶ γύρω μας. Τὰ πρόσωπα λάμπουν. Οἱ καρδιὲς σκιρτοῦν. Οἱ ψυχὲς ἀγάλλονται καὶ χαίρουν. Τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας ἐξοστρακίζεται ἀπὸ τὴ φωταψία τῆς Ἀναστάσεως. Τὸ ψεῦδος ποὺ φαινόταν νὰ νικᾶ στὶς προηγούμενες μέρες τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου μας, φυγαδεύεται ἀπὸ τὴν ἀπαστράπτουσα ἀλήθεια. Ὁ θάνατος νικᾶται κατὰ κράτος ἀπὸ τὴ ζωή. Ἡ λύπη κι ὁ πόνος παραχωροῦν τὴ θέση τους στὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀγαλλίαση. Μιὰ χαρὰ ποὺ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ὅ,τι ὁ κόσμος ὀνομάζει ἢ ζεῖ ὡς χαρά. Μιὰ χαρὰ θεόσδοτη, πνευματική, ἁγία καὶ ἀνεκλάλητη. Τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως.
«Χριστὸς ἀνέστη», ψάλλουμε ὅλοι μας αὐτὴ τὴ φωταυγὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως καὶ σκιρτοῦμε, καθὼς ἀναπηδοῦν ἐντός μας ἀλλεπάλληλα τὰ κύματα τῆς χαρᾶς ἀπὸ τὴ νίκη ποὺ πήγασε ἀπὸ τὸ μοναδικό, τὸ κοσμοϊστορικὸ καὶ σωτήριο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ αἰσθανόμαστε τὴν ἴδια ἐκείνη χαρὰ νὰ συνεχίζεται ἀδιάπτωτη ἕως ἐμᾶς καὶ νὰ διαχέεται σ’ ὅλη τὴν κτίση.
Τὴ χαρὰ ποὺ πρωτογεύτηκαν οἱ Μυροφόρες ἐκεῖνο τὸ πρωινό, καθὼς ὁ ἄγγελος τὶς πληροφοροῦσε ὅτι ὁ ἀγαπημένος τους Χριστὸς δὲν βρισκόταν νεκρὸς ἐντὸς τοῦ μνημείου. Ἄκουσαν τότε τὴν τόσο γνώριμη φωνὴ τοῦ Κυρίου: «Χαίρετε…» (Ματθ. κη΄ [28] 9). Καὶ ἡ χαρὰ διαπότισε τὶς ὑπάρξεις τους.
Τὴ χαρὰ ποὺ πρωτοαισθάνθηκαν οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, καθὼς μέσα στὸ ὑπερῶο τῆς ἀπομονώσεώς τους στέκονταν βουβοί, μὲ νεκρὲς τὶς ἐλπίδες τους, κι ἄκουσαν τὴν τόσο γνώριμη φωνὴ τοῦ Κυρίου, ποὺ παρουσιάστηκε Ἀναστημένος ἀνάμεσά τους. Τότε ἡ χαρὰ πῆρε τὴ θέση τῆς θλίψεως καὶ ἀναπτέρωσε τὸ φρόνημά τους. «Ἐχάρησαν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον» (Ἰω. κ΄ [20] 20). Ἔγινε ἀκριβῶς ὅπως τοὺς τὸ εἶχε ὑποσχεθεῖ λίγο καιρὸ πρίν, ὅπως τοὺς τὸ εἶχε προείπει: «Πάλιν ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν» (Ἰω. ιϚ΄ [16] 22). Θὰ σᾶς δῶ καὶ πάλι μετὰ τὴν Ἀνάστασή μου, καὶ θὰ χαρεῖ τότε ἡ καρδιά σας, καὶ κανεὶς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ σᾶς ἀφαιρέσει αὐτὴ τὴ χαρά.
Τὴ χαρὰ ποὺ διαχέεται καὶ πλημμυρίζει τὸ σκοτεινὸ καὶ θλιμμένο Ἅδη. Τὸν φοβερὸ καὶ μακάβριο χῶρο ὅπου παρέμεναν αἰῶνες ἀλύτρωτες οἱ ψυχὲς τῶν νεκρῶν. Καὶ τώρα; Τώρα οἱ ψυχὲς ποὺ πιστεύουν, σκιρτώντας, πηδώντας καὶ χορεύοντας τρέχουν. Τρέχουν ἀπὸ ἀσυγκράτητη χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ ἀπερίγραπτο. Ἐγκαταλείπουν τὸ σκοτεινὸ καταγώγιό τους καὶ σπεύδουν πρὸς τὸ φῶς «ἀγαλλομένῳ ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον».
Ἡ ἴδια χαρὰ διαχέεται καὶ στοὺς οὐρανούς. Προκαλεῖ ἀνέκφραστο συναγερμὸ χαρᾶς σ’ ὁλόκληρο τὸν οὐράνιο ἀγγελικὸ κόσμο. «Οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια», ὅλα γεμίζουν φῶς. Ὅλα ξεχειλίζουν ἀπὸ χαρά. «Οὐρανοὶ μὲν ἐπαξίως εὐφραινέσθωσαν, γῆ δὲ ἀγαλλιάσθω», ἐπιμένει νὰ προτρέπει ὁ ἱερὸς ὑμνωδός. «Ἑορταζέτω δὲ κόσμος, ὁρατός τε ἅπας καὶ ἀόρατος. Χριστὸς γὰρ ἐγήγερται, εὐφροσύνη αἰώνιος».
Ἀνάσταση! Ὅλα σκιρτοῦν ἀπὸ χαρά. Ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ ἄλογη κτίση. Ζεῖ κι αὐτὴ τὴν ἀνακαίνισή της. «Σήμερον πᾶσα κτίσις ἀγάλλεται καὶ χαίρει, ὅτι Χριστὸς ἀνέστη καὶ ᾅδης ἐσκυλεύθη».
«Χαρᾶς τὰ πάντα πεπλήρωται» μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας. Γιατὶ ὁ θάνατος νικήθηκε κατὰ κράτος, καὶ μᾶς χαρίζεται ἡ αἰώνια ζωή. Μᾶς προσφέρεται ἡ σωτηρία. Κατατροπώνεται ὁ διάβολος καὶ καταστρέφεται τὸ κεντρί του, ἡ ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸ καὶ καθένας μας αἰσθάνεται καὶ πρέπει νὰ αἰσθάνεται χαρὰ βαθιὰ καὶ ἁγία κάθε φορὰ ποὺ λέει ἢ ἀκούει τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Καὶ ὅπως εὔστοχα σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «Ὅταν ὅλα τὰ αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλαι αἱ σκέψεις του συγκεντρωθοῦν εἰς τὴν βροντὴν τοῦ πασχαλινοῦ αὐτοῦ χαιρετισμοῦ: ‘‘Χριστὸς ἀνέστη!’’, τότε ἡ χαρὰ τῆς ἀθανασίας σείει ὅλα τὰ ὄντα, κι αὐτὰ ἐν ἀγαλλιάσει ἀπαντοῦν ἐπιβεβαιοῦντα τὸ πασχάλιον θαῦμα: “Ἀληθῶς ἀνέστη!”» (Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, σελ. 45-46).
Αὐτὸ ποὺ αἰσθανόταν, ζοῦσε καὶ διαλαλοῦσε διαρκῶς ἕνας ἄλλος μεγάλος Ἅγιος, ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλους τοὺς προσφωνοῦσε καὶ τοὺς χαιρετοῦσε λέγοντας: «Χριστὸς ἀνέστη! χαρά μου!».