Στὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου συναντοῦμε μία ἐξαίρετη κλητικὴ προσφώνηση: «Σὺ δέ, ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ταῦτα φεῦγε· δίωκε δὲ δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν, πρᾳότητα» (Α΄ Τιμ. ς΄ 11). Εἶναι γλυκόηχη αὐτὴ ἡ προσφώνηση. Συγχρόνως εἶναι «μέγα ἀξίωμα» καὶ τίτλος τιμῆς ὑψηλὸς καὶ μεγάλος. Δὲν ὑπάρχει ἀνώτερο πράγμα ἀπὸ τὸ νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ! Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη καταξίωση ἀπὸ τὸ νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ!
Ἡ ὀνομασία «ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» εἶναι ἁγιογραφικὴ ὀνομασία. Ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ στοὺς χρόνους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὀνομάζονταν οἱ Προφῆτες, ποὺ διακρίνονταν γιὰ τὴν πλήρη ἀφοσίωσή τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Οὕτως ἐκαλεῖτο Μωϋσῆς ὁ θεόπτης· οὕτως ἐκαλεῖτο Ἠλίας ὁ Μέγας· οὕτω καὶ πολλοὶ τῶν προφητῶν ὠνομάσθησαν. Ἀλλ’ οὐχὶ πάντες», σημειώνει ὁ ἑρμηνευτὴς ἅγιος Θεοφύλακτος Ἀχρίδος.
Ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ στοὺς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης ὀνομάζονται αὐτοὶ ποὺ ξεχωρίζονται γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν στὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ: οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ἱερεῖς, οἱ μοναχοί. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ προσοικειώνονται τὸ «μέγα ἀξίωμα» τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν μαρτυρημένη ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα.
Ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζει τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Ἅγιο. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους ἔλαβε αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν προσωνυμία. Ὀνομάζεται «ἅγιος Ἀλέξιος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ»!
Βεβαίως, ἐφόσον πλασθήκαμε «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ», ὅλοι εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ «κατὰ τὸν τῆς δημιουργίας λόγον», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἀλλὰ δὲν φθάνει νὰ εἴμαστε μόνο ὡς πρὸς τὴν καταγωγὴ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται νὰ εἴμαστε καὶ ὡς πρὸς τὴν πνευματικότητα!
Ποιὸς λοιπὸν εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ; Πρωτίστως εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀποφεύγει τὰ ἔνοχα καὶ ἁμαρτωλά. Δὲν δίνει τὴν καρδιά του στὰ πλούτη, στὶς ἡδονὲς καὶ στὴ δόξα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ στοιχεῖ στὸ θεόπνευστο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Σὺ δέ, ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ταῦτα φεῦγε». Βιώνει τὸν ἐσταυρωμένο βίο. Δὲν ζεῖ μέσα του ὁ κόσμος, ἀλλ’ ὁ Χριστός.
Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται νὰ μὴν προσκρούσει ποτὲ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κόβει τὸ δικό του θέλημα καὶ ὑποτάσσεται πλήρως στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νὰ θυμηθοῦμε τὸν πατριάρχη Ἀβραάμ. Ὅταν ὁ ἅγιος Θεὸς τοῦ ζήτησε νὰ θυσιάσει τὸν ἀγαπημένο του Ἰσαάκ, πειθάρχησε στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ φέρει τὴν παραμικρὴ ἀντίρρηση.
Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτὸς ποὺ βαδίζει μὲ συνέπεια τὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ. Ἐπιδιώκει τὴ δικαιοσύνη, τὴν εὐσέβεια, τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη, τὴν ὑπομονή, τὴν πραότητα, ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ στίχο ποὺ ἀναλύουμε.
Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος. Δὲν καυχιέται γιὰ τὶς ἀρετές του, δὲν διασαλπίζει τὰ κατορθώματά του, ἀλλὰ καλλιεργεῖ τὸ ταπεινὸ φρόνημα ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός. Συντρίβεται, κατανύσσεται καὶ ἐκζητεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἐπιδιώκει τὴν κοινωνικὴ προβολή, ἀλλὰ ἐργάζεται ἀθόρυβα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἐπιλέγει τὴν ἑκούσια πτωχεία. Δὲν τοῦ χρειάζονται πολλά. Τοῦ φθάνουν καὶ τὰ λίγα. Εἶναι ἁπλὸς στὸ ντύσιμό του, στὸ ἦθος του, στοὺς τρόπους τῆς συμπεριφορᾶς του.
Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος, ποὺ ἐξασκεῖται στὸ νὰ ἐπιτελεῖ κάθε ἀγαθὸ ἔργο (βλ. Β΄ Τιμ. γ΄ 17). Ἀγωνίζεται νὰ φθάσει «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ΄ 13). «Φέρεται ἐπὶ τὴν τελειότητα» (Ἑβρ. ς΄ 1).
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πιστεύει ἀληθινὰ στὸ Θεὸ καὶ Τὸν ὑπηρετεῖ μὲ ἀφοσίωση. Δίνει παντοῦ μαρτυρία γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θεωρεῖ ἁμάρτημά του, ἂν δὲν τὸ κάνει. «Οὐαί μοί ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι» (Α΄ Κορ. θ΄ 16)
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀγαπᾶ τὸν Κύριο καὶ Θεό Του μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιὰ του (βλ. Ματθ. κβ΄ [22] 37). Καλλιεργεῖ τὴ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, τὴν ἀγάπη, διότι αὐτὴ ἀποδεικνύει «τὸν τοῦ Χριστοῦ μαθητὴν τὸν ἐσταυρωμένον»! Δρᾶ στὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο ὡς ἀλεξικέραυνο ποὺ συγκρατεῖ τὴ δίκαιη ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τὸ ἁλάτι τῆς γῆς ποὺ νοστιμίζει τὴν κοινωνία μας, τὸ φῶς ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἐγκατάσταση τῆς βασιλείας τοῦ σκότους ἐπάνω στὸν πλανήτη μας.
Οἱ ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦν νὰ ἐπιτύχουν στὴ ζωή. Ἀνάλογα μὲ τὶς προτιμήσεις τους ἐπιδιώκουν τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο στόχο. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἐπιδίωξη ἀπὸ τὸ νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ἂν γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, θὰ εἴμαστε οἱ πιὸ κερδισμένοι. Διότι αὐτὸς εἶναι ὁ πιὸ ὑψηλὸς τίτλος, τὸ πιὸ μεγάλο ἀξίωμα!