«Γιατί μᾶς ξεστράτισες, Θεέ μου;»

   Μὲ τί λαχτάρες κι ὄνειρα κι ὁ­ρά­ματα μεγάλα, μὲ «τί φλόγα καὶ τί πάθος» κινήσαμε στὸ δρόμο μας! Πόσο κοντὰ μᾶς φαίνονταν τὸ τέλος του – ἡ χαρά μας! Μὰ πόσο τώρα μάκρυνε καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχει!
   Μὰ τί Σοῦ κάναμε, Θεέ μου, καὶ μᾶς ἔ­­­βγαλες ἔξω ἀπὸ τὴ στράτα τῆς ζωῆς; Πόση νὰ εἶναι ἡ ἁμαρτία μας καὶ μᾶς πηγαίνεις ὅλο στραβὰ κι ὅλο μακριὰ ἀπὸ Σένα;
   Κύριε, «τί ἐπλάνησας ἡμᾶς, ἀ­­­πὸ τῆς ὁ­­δοῦ σου; ἐσκλήρυνας τὰς καρδίας ἡ­­­μῶν τοῦ μὴ φοβεῖσθαί σε;» (Ἡσ. ξγ΄ [63] 17)· γιατί, Κύριε, μᾶς ξεστράτισες ἀπὸ τὸν δρόμο Σου· γιατί σκλήρυνες τὶς καρδιές μας καὶ πιὰ δὲν Σὲ φοβόμαστε;
   Ἀλήθεια, ποιὸς μᾶς ξεστράτισε; Δὲν μᾶς ξεστράτισες βέβαια Ἐσύ. Δὲν ­σκλή­ρυνες Ἐσὺ τὶς πέτρινες καρδιές μας. Γιατὶ Ἐ­­­σὺ εἶσαι ἀγάπη!.. Ἐσὺ ­πο­νᾶς τὸ κάθε πλάσμα Σου, ὅσο κακὸ κι ἂν φαίνεται πὼς εἶναι. Ἐμεῖς, Κύριε, σ᾿ ἀφήσαμε, καὶ δίκαια κι Ἐσὺ ἀπομακρύν­θη­κες. Σὲ στραβωμένους ­ὁδηγοὺς μὲ πό­νο μᾶς παρέδωσες, μήπως καί ᾿ρθοῦ­με κά­ποτε στὰ συγκαλά μας, μήπως καὶ βροῦ­με κάποτε τὸν δρόμο μας, τὸν δρόμο Σου, τὸν ἑαυτό μας.
   Ποῦ πᾶμε; Ποῦ μᾶς πηγαίνεις, Κύριε; Μᾶς ἄφησες ἔξω ἀπὸ τὴ στράτα Σου τὴ σωστική, τὴ στράτα τῆς χαρᾶς, καὶ τρέχουμε στοὺς δρόμους τοῦ κακοῦ. Μᾶς τρέχει ὁ διάβολος στοὺς δρόμους του. Μᾶς ἔσπρωξε στὶς ἐρημιές. Πεινᾶμε! Διψᾶμε! Πονᾶμε! Ξεράθηκαν τὰ χείλη μας. Φουσκάλιασαν τὰ πόδια μας ἀπὸ τὸ ἀτέλειωτο περπάτημα στὶς ἐρημιὲς τοῦ σατανᾶ. Ἄναψε ὁ νοῦς μας σὰν τρε­λός. Μέσα στὴν τρέλα μας γυρνᾶμε!
   Τὰ μάτια μας τὰ βλέπεις, εἶναι συνέ­χεια ξαναμμένα, ὁ νοῦς μας καίγεται σὲ πυρετό· οἱ παραισθήσεις μᾶς ­γελοῦν, ὥστε νὰ βλέπουμε ποτάμια, λίμνες, δέν­­δρα καὶ πηγὲς στὴ ­φλογιζόμενη ἄμ­­μο. Ἔσβησε πιὰ τὸ βλέμμα μας, ἄδειασε ἡ ἔτσι κι ἀλλιῶς ἄδεια ψυχή μας.
   Ποῦ πᾶμε; Οἱ «ὁδηγοί» μας ὅλο μᾶς τάζουν τάματα μεγάλα: ὀάσεις, λίμνες μαγικές. Μὰ σὰν ἐκεῖ θὰ φτάσουμε, μᾶς βρίσκει ἡ ἄμμος πελιδνούς, πικρούς, ἀπελπισμένους. Ρωτᾶμε ἀχνὰ τοὺς «ὁ­­­­δηγούς»:
   –Ποῦ πᾶμε;
  Κι αὐτοί:
  –Τρέξτε! ­Τρέξτε πιὸ γρήγορα… φωνάζουν συνεχῶς.
  –Τρέξτε! Μείναμε τελευταῖοι, δὲν τὸ βλέ­πετε;
  Βλέπουμε, ἀλήθεια. Βλέπουμε τ᾿ ἄλ­λα καραβάνια ποὺ πᾶν ἀλαφιασμένα. Ναί, νὰ τρέξουμε πρέπει κι ἐμεῖς… μὰ δὲν βαστοῦν τὰ πόδια μας… Σερνόμαστε, σβήνει ἡ ψυχή μας, χάθηκε καὶ τὸ λίγο φῶς ποὺ ἔλαμπε στὸ βλέμμα μας.
  –Τρέξτε! Πότε θὰ φτάσετε ἔτσι ποὺ πᾶτε; φωνάζουν συνεχῶς.
  Καὶ δίκιο ἔ­­­χουν. Πότε θὰ φτάσουμε ἔτσι ποὺ πᾶμε; Ἀλλὰ ποῦ πᾶμε; Ποῦ πᾶμε, ­Κύριε; Χαθήκαμε, δὲν βλέπεις; ­Χά­­σαμε, Κύριε, τὸν δρόμο μας, τὸν δρό­μο Σου· Σὲ χάσαμε, Ἐσένα χάσαμε, τὸ φῶς καὶ τὴ χαρά μας!
  Βάλε, Κύριε, ἕνα τέλος στὸ δράμα μας! Δῶσε λύση στὴν τόση ἀγωνία μας. Ἡ νύχτα φτάνει ἀσέληνη, φριχτὴ καὶ παγωμένη. Ποῦ θὰ κουρνιάσουμε; Κον­τά μας, δίπλα μας σφυρίζουν φίδια φθονερά.
  Πλάστη τοῦ κόσμου, πλάνεψε ὁ πλάνος σατανᾶς τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας. Μᾶς πλάκωσε ἡ ἀπελπισιὰ κατάμαυρη. Καὶ πλανεμένους καὶ πληγωμένους μᾶς θωρεῖς.
  Γιὰ πόσο ἀκόμη θὰ μᾶς ἀφήνεις νὰ πηγαίνουμε, Κύριε, στραβὰ στοὺς δρόμους τοῦ κακοῦ; Γιὰ πόσο ἀκόμη θ᾿ ἀ­­­φήνεις τοὺς ἐχθροὺς νὰ ἁλωνίζουν στὴν ψυχή μας, νὰ τρυγοῦν τὴν πίστη μας, νὰ ποδοπατοῦν τοὺς νόμους Σου, νὰ καταδυναστεύουν τὸν λαό Σου;
  Πλάστη τῶν πάντων, φέρε μας πίσω! Φέρε μας στὸ δρόμο Σου. Βάλε δάκρυα στὰ ξεραμμένα μάτια μας, κλαυθμὸ μετάνοιας στὰ φυλλοκάρδια μας. Σπάσε τὶς ἁλυσίδες τοῦ κακοῦ. Σκόρπισε τοὺς ἐχθρούς μας. «Ἄστραψον ἀστραπὴν καὶ σκορπιεῖς αὐτούς» (Ψαλ. ρμγ΄ [143] 6). Σκόρπισέ τους, Κύριε! Σκόρπισε τὸ σκοτάδι μας! Δός μας τὸ φῶς Σου τὸ ἀθάνατο!