Ἡ ἁγία μεγαλομάρτυς Ξενία ἡ Καλαματιανὴ

   Ἡ ἁγία Ξενία ἡ Καλαματιανὴ ἀνήκει στὴν ἔνδοξη χορεία τῶν μεγαλομαρτύρων γυναικῶν τοῦ 4ου αἰῶνος. Γεννήθηκε στὴν Καλαμάτα τὸ 291 ἀπὸ πιστοὺς γονεῖς, τὸ Νικόλαο καὶ τὴ Δέσποινα, ποὺ εἶχαν τὴν καταγωγή τους ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ Ἰταλία.
   Οἱ σκληροὶ ρωμαϊκοὶ διωγμοὶ τοὺς εἶ­χαν ἀναγκάσει νὰ ἔλθουν ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Καλαμάτα. Καὶ ζοῦ­σαν λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, σὲ ἕνα μι­κρὸ ἀγρόκτημα ποὺ τὸ καλλιεργοῦσαν γιὰ νὰ συντηρηθοῦν.
   Στὴ φτωχικὴ αὐτὴ οἰ­κογένεια βασίλευε ἡ εἰρήνη, γιατὶ ὑπῆρχε ὁ μοναδικὸς πλοῦτος ποὺ χαρίζει εὐτυχία, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς καθοδηγοῦσαν τὴ μονάκριβη κορούλα τους, τὴν Ξενία. Καὶ ἡ μικρὴ δεχόταν μὲ μεγάλη χαρὰ τὰ θεῖα διδάγματα τοῦ ­Εὐαγγελίου. Σχολεῖο δὲν μπόρεσε νὰ πάει. Ἔμαθε ὅμως ἀπὸ τοὺς γονεῖς της ἀνάγνωση γιὰ νὰ διαβάζει τὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ ὑπεραγαποῦσε. Ἐργαζόταν στὸ οἰκογενειακό τους κτῆμα καὶ δόξαζε τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του. Κάθε Κυριακὴ μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς της κατέβαιναν στὴν πόλη γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν. Καὶ ἐπέστρεφαν γεμάτοι ἀπὸ τὴ θεία εὐλογία καὶ τὴ χάρη τοῦ πολυέλεου Θεοῦ. Καὶ καθὼς μεγάλωνε ἡ Ξενία, ξεχώριζε ἀπὸ τὶς φίλες της σὲ ἀθωότητα καὶ καλοσύνες. Πολλὲς φορὲς ἔμενε νηστικὴ δίνοντας τὸ φαγητό της σὲ πτωχοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ὅλοι θαύμαζαν τὴν ὡραιότητα τῆς ψυ­χῆς της, ποὺ ἀντανακλοῦσε μία σπάνια ὀμορφιὰ καὶ στὸ πρόσωπό της.
   Αὐτὴ ὅμως τὴν ὀ­­μορφιὰ τὴ ζήλεψε ὁ φθονερὸς ἐχθρός, ὁ μισάνθρωπος διάβολος, καὶ ­ἔστησε παγίδα στὴν ἁγνὴ κό­ρη. Ὁ ­Δομετιανός, ὁ εἰδωλο­λάτρης καὶ θηριώ­δης ­ἔπαρχος τῆς Κα­λα­μά­τας, καθὼς ἐπέστρεφε μιὰ μέρα ἀ­πὸ τὸ κυνήγι του, εἶδε τὴν ὡραιότατη αὐτὴ νε­αρὴ κόρη, καὶ ἡ ὀμορφιά της ἄναψε μέ­σα του τὸν πόθο νὰ τὴν κάνει ­γυναίκα του. Προσπάθησε στὴν ἀρχὴ μὲ ­μαγικὲς τέχνες νὰ τὴν κάμψει. Ὅμως ἡ Ξενία μὲ τὴ δύναμη τοῦ Τιμίου ­Σταυροῦ ἐξουδε­­τέρωσε κάθε δαιμονικὴ ἐπιρροή.  
   Ὁ ἔπαρχος προσπάθησε ἔπειτα νὰ δελεάσει τὴν Ξενία. Τῆς ἔ­­­­­­ταξε δῶρα, πλούτη, τιμὲς καὶ δόξα, ἀκόμα καὶ γάμο εὐτυχι­­σμένο, ἀρκεῖ νὰ θυσίαζε στὰ εἴδωλα. Ἡ ὥρα ἦταν δύσκολη γιὰ μιὰ ἀδύναμη κόρη. Ὅμως ἡ ἀγάπη στὸ Χριστὸ ἔδωσε στὴν Ξενία μοναδικὴ τόλμη, καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς της ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανὴ καὶ ὅτι ἀρνεῖται νὰ θυσιάσει στοὺς ψευτοθεούς. Ἀμέσως ἄρχισαν τὰ μαρτύρια. Ὁ ἔπαρχος γεμάτος ὀργὴ διέταξε νὰ τὴ βασανίσουν μὲ σκληροὺς ραβδισμούς. Ἔπειτα νὰ τὴν κρεμάσουν καὶ μὲ ἀναμμένα δαδιὰ νὰ καψαλίσουν τὶς γυμνωμένες σάρκες της. Τί φρικτὸ θέαμα! Ἀλλὰ καὶ τί θαλπωρὴ οὐράνια! Ἄγγελος Κυρίου – ἀθέατος ἀπὸ τοὺς δημίους – δρόσιζε τὴ μάρτυρα καὶ τῆς ἁπάλυνε τοὺς πόνους. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Δομετιανὸς τιμώρησε τοὺς δημίους ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ πληγώσουν θανάσιμα τὴν Ξενία.
   Σὲ λίγο ἀκολούθησε ἡ φυλάκισή της. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία δέχθηκε μὲ θεῖο ὅραμα τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου, ποὺ τὴν ­ἐνίσχυε καὶ θεράπευσε τελείως τὶς πληγές της. Ὁ ἔπαρχος τὰ πληροφορήθηκε ὅλα αὐ­τὰ καὶ μὲ ἐλπίδα ὅτι θὰ πετύχαινε τώρα τὸν σκοπό του, κάλεσε καὶ πάλι τὴν Ξενία καὶ τὴν καλόπιανε μὲ ὑποσχέσεις καὶ τὴν παρότρυνε νὰ θυσιάσει. Ἡ Ξενία προσ­ποιήθηκε ὅτι τὸ ἤθελε αὐτό, ὅταν ὅμως ἔφθασε στὸ ἄψυχο ­ἄγαλμα, προσευχήθηκε μὲ πίστη, καὶ ἀκολούθησε μεγάλος σεισμός. Τὸ ἄγαλμα ἔπεσε κάτω μὲ πάταγο καὶ συντρίφθηκε. Πλῆθος κόσμου πίστεψε τότε στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ Δομετιανὸς ἐξαγριώθηκε τώρα πιὸ πολύ. Δὲν πίστευε ὅτι θὰ πάθαινε τέτοια ντροπή. Γι’ αὐτὸ διέταξε ἔξαλλος νὰ δέσουν τὴν Ξενία πίσω ἀπὸ ἕνα ἄλογο γιὰ νὰ τὴ σύρει πάνω σὲ κακοτράχαλους δρόμους. Ὅμως τὸ ἄλογο ζῶο σεβάσθηκε τὴ μάρτυρα! Ἀρνήθηκε νὰ ­προχωρήσει. Καὶ στάθηκε πεισματικὰ ἀκίνητο. Τὸ ὄ­­­­νομα τοῦ μεγάλου Θεοῦ μεγαλύνθηκε καὶ πάλι, γιατὶ πολλοὶ καλόπιστοι εἰδωλολάτρες ­βλέπον­τας κι αὐτὸ τὸ θαῦμα πίστεψαν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ τῶν χριστιανῶν.
   Τώρα ἀπέμενε μιὰ μόνο λύση – ἀπόφαση ἀπὸ τὸν ντροπιασμένο ­ἔπαρχο: «Ἡ Ξενία νὰ τιμωρηθεῖ μὲ θάνατο διὰ ξί­φους. Ἡ καρδιά της νὰ τοῦ δοθεῖ ὡς δῶ­ρο γιὰ νὰ πάρει ἐκδίκηση. Καὶ τὸ νεκρὸ σῶμα της οἱ δήμιοι νὰ τὸ κομματιάσουν καὶ νὰ τὸ κάψουν». Ὅλα ἔγιναν ὅπως τὰ εἶχε διατάξει ὁ αἱμοβόρος τύραννος. Ἡ Ξενία λίγο πρὶν σφαγιασθεῖ, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ δόξα τοῦ μαρτυρίου ποὺ τῆς ἑτοίμαζε καὶ Τὸν παρακάλεσε Αὐτὸς νὰ θεραπεύει διὰ πρεσβειῶν της ὅσους θὰ πάσχουν ἀπὸ δαιμονικὲς ἐπήρειες καὶ θὰ τὴν ἐπικαλοῦνται.
   Ἦταν ἄνοιξη, 3 Μαΐου τοῦ ἔτους 318, ὅ­ταν ἡ 27χρονη ἁγνὴ παρθένος, ἡ Ξενία – ἀνθισμένη ἀπὸ τὰ ἔνθεα ἄνθη τῶν ἀρετῶν καὶ πιὸ εὐωδιαστὴ ἀπὸ ὅλα τὰ μύρα τῆς ἀνοίξεως – παρέδωσε τὴν ψυχή της στὸ Νυμφίο Χριστό. Τὸ ἄρωμά της ἁπλώθηκε ἀμέσως σ’ ὅλη τὴν Πελοπόννησο, καὶ πέρα ἀπὸ αὐτήν. Πάμπολλα θαύματα καταγράφηκαν, καὶ ναοὶ κτίστηκαν στὸ ὄνομά της. Καὶ ἐκεῖ ὅπου, κατὰ τὴν Παράδοση, ὑπῆρχε τὸ πατρικὸ ἀγρόκτημα τῆς Ἁγίας, κτίστηκε παρεκκλήσιό της πίσω ἀπὸ τὶς ἐργατικὲς κατοικίες τῆς Καλαμάτας στὴ δυτικὴ ἔξοδο τῆς πόλεως.
   Ἡ ἁγία Ξενία ἡ Μεγαλομάρτυς θεωρεῖ­ται προστάτιδα τῶν ψυχικὰ πασχόντων καὶ τῶν καρδιοπαθῶν. Ἂς ἐμπνέει ὅμως καὶ τὶς καρδιὲς τῶν νέων νὰ μένουν ἐ­­λεύθερες καὶ ἀδούλωτες ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νά ’ναι γεμάτες ἀπὸ θεία φλόγα ἀγάπης στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.