Εἶχα κάνει τάμα τὶς μέρες ποὺ ἤμουν στὸ Νοσοκομεῖο, ἀδελφή μου Γεωργία, μόλις βγῶ, νὰ πάω στὴν Αἴγινα καὶ νὰ προσκυνήσω στὸν τάφο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου.
–Καὶ πῆγες τελικά, Κατερίνα;
–Μὲ βοήθησε ὁ Ἅγιος, ἀδελφή μου, καὶ πῆγα. Καὶ ἐνῶ ἦταν καθημερινή, ἐντυπωσιάστηκα ἀπὸ τὸν πολὺ κόσμο ποὺ συνάντησα ἐκεῖ.
–Πές μου λοιπὸν μερικὲς ἐντυπώσεις σου!
–Στὴν ἀρχὴ πῆρα τὸ λεωφορεῖο ἀπὸ τὸ λιμάνι ὅπου μᾶς ἔβγαλε τὸ βαπόρι ἀπὸ τὸν Πειραιὰ καὶ πῆγα καὶ προσκύνησα τὸν μεγαλοπρεπέστατο τεράστιο βυζαντινὸ Ναό, ποὺ κτίστηκε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου δίπλα στὸ δημόσιο δρόμο. Ἐντυπωσιάστηκα πολὺ καὶ ἀπὸ τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ ἀπὸ τὸ ὡραῖο ξυλόγλυπτο τέμπλο. «Ἕνας Ναὸς ἀντάξιος ἑνὸς τέτοιου Ἁγίου!», εἶπα μέσα μου.
Ἔπειτα πήραμε τὸ ἀνηφοράκι μὲ τρεῖς – τέσσερις γυναῖκες καὶ προσκυνήσαμε στὸ γυναικεῖο Μοναστήρι τῆς προστάτιδός μου Ἁγίας Αἰκατερίνης, ποὺ εἶναι στὰ δεξιά. Καὶ ἀνεβήκαμε λίγο ἀκόμη καὶ περάσαμε τὴν ἐξώπορτα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς «Ἁγίας Τριάδος», τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Πλήθη ἀνθρώπων γέμιζαν τὴν αὐλή. Ἄλλοι πήγαιναν πρὸς τὸν τάφο του, ἄλλοι πρὸς τὸ δωμάτιό του, ἄλλοι πρὸς τὸν ἱερὸ Ναό. Τοὺς ἀκολουθοῦσα κι ἐγώ. Ἕνας ἱερέας ἔκανε κάποια στιγμὴ Παράκληση στὸν Ἅγιο. Καὶ κάποιος ἄλλος ἱερέας μιλοῦσε στὸ τέλος λέγοντας πολλὲς διδαχὲς τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Ἦταν, φαίνεται, ὀργανωμένο γκρούπ. Ὅλη τὴν ὥρα ποὺ τὰ ἔβλεπα καὶ τὰ ἄκουγα αὐτὰ εὐφραινόταν ἡ καρδιά μου. Οὔτε καταλάβαινα πῶς περνοῦσαν οἱ ὧρες. Ἔνιωθα νὰ εἶναι παρὼν κοντά μας ὁ Ἅγιος, Γεωργία μου. Δὲν μοῦ ἔκανε καρδιὰ νὰ φύγω.
Ἔγραψα καὶ ἔδωσα νὰ μνημονεύονται τὰ ὀνόματα τῶν συγγενῶν μου, ἔβαλα καὶ τὸ δικό σου ὄνομα, Γεωργία μου, καθὼς καὶ τὸ ὄνομα κάποιας Ἀρετῆς ποὺ ἔχει σοβαρὸ πρόβλημα στὸ λάρυγγά της. Ἐρχόταν καὶ στὸν Κύκλο μας. Ἀσφαλῶς τὴ γνωρίζεις.
–Δὲν μοῦ λές, τὴ διέκοψε ἡ Γεωργία, μήπως πῆρες λίγο λαδάκι ἀπὸ τὸ καντήλι ποὺ εἶναι στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου;
–Βεβαίως! Ἔχω πάρει τρία μπουκαλάκια, κι ἂν σοῦ χρειάζεται, νὰ σοῦ δώσω ἕνα.
–Πολὺ μοῦ χρειάζεται, Κατερίνα μου, καὶ θὰ σοῦ εἶμαι εὐγνώμων, ἂν μοῦ προσφέρεις τὸ ἕνα· θὰ τὸ δεχτῶ ὡς εὐλογία τοῦ Ἁγίου.
–Τὸ ἀπόγευμα στὶς ἕξι θὰ τὸ ἔχεις.
Μὲ τὸ μπουκαλάκι στὸ χέρι ἡ Γεωργία πῆγε γρήγορα καὶ χτύπησε τὴν πόρτα τῆς γειτόνισσάς της Ἀρετῆς, ποὺ τῆς ἄνοιξε μὲ κάποιο θλιμμένο χαμόγελο.
–Καλῶς την τὴν κ. Γεωργία! Ἐλᾶτε! Περάστε, καθίστε, εἶπε ἡ Ἀρετὴ μὲ μισοσβησμένη φωνή.
–Τί κάνεις, ἀδελφή μου; Πῶς εἶσαι; Θυμᾶμαι ὅτι εἶχες προβλήματα μὲ τὸν λάρυγγά σου, ἀλλὰ εἶχαν περάσει. Ἐρχόσουν καὶ στὸν Κύκλο ποὺ κάμναμε καὶ μελετούσαμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ κι ἕνα Ὀρθόδοξο περιοδικό. Τελευταῖα ὅμως ἀπουσίασες, καὶ ἀνησύχησα πολύ. Ἔμαθα ὅτι σὰ νὰ ἔχεις, λέει, μιὰ κύστη στὸ λάρυγγά σου καὶ δὲν μπορεῖς νὰ μιλήσεις. Ἔτσι εἶναι;
–Ἔτσι, κυρία Γεωργία μου, καὶ ἔχω κάνει καὶ λαρυγγοσκοπήσεις. Δὲν μπορῶ νὰ καταπιῶ καλὰ οὔτε καὶ τὸ νερό. Σταγόνα-σταγόνα τὸ καταπίνω, καὶ μὲ πόνο. Κάποιοι γιατροὶ μιλᾶνε γιὰ καρκίνο καὶ γιὰ ἐγχείρηση, καὶ φοβᾶμαι. Λαιμός, βλέπετε, εἶναι αὐτός. Αὔριο μάλιστα ἔχουμε κλείσει συνάντηση μὲ τὸν εἰδικὸ γιατρὸ γιὰ νὰ βγάλει τὴν κύστη. Θὰ κάνω τὴν προσευχή μου ἀπόψε καὶ τὸ πρωί, καὶ ὁ Θεὸς βοηθός. Γενηθήτω τὸ θέλημά Του.
–’Αμήν, Ἀρετή μου. Ἔτσι νὰ πᾶς αὔριο στὸ γιατρό! Μὲ πίστη καὶ μὲ θάρρος! Ἐγὼ γιὰ κάποια βοήθειά σου σοῦ ἔφερα λίγο λαδάκι ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου τοῦ Θαυματουργοῦ ἀπὸ τὴν Αἴγινα. Μᾶς τὸ ἔφερε ἡ Κατερίνα Κ… ποὺ πῆγε στὴν Αἴγινα καὶ σὲ γνωρίζει ἀπὸ τὸν Κύκλο μας. Νὰ πιεῖς τὸ μισὸ σήμερα, μόλις τελειώσεις τὴ βραδινή σου προσευχή, καὶ τὸ ἄλλο μισὸ μετὰ τὴν πρωινὴ προσευχή σου. Καὶ τώρα σ’ ἀφήνω. Ὁ Θεὸς μαζί σου! Θὰ παρακαλέσω κι ἐγὼ ἀπόψε τὸν Ἅγιο νὰ σὲ βοηθήσει.
–Καληνύχτα σας. Εὐχαριστῶ πολύ!
Ὅταν πῆγε στὸ γιατρὸ τὴν ἄλλη μέρα ἡ Ἀρετή, αἰσθανόταν μιὰ γλύκα στὸ λάρυγγά της. Ὁ γιατρὸς ἔκανε τὴ λαρυγγοσκόπηση, πρὶν κάνει τὴν ἐπέμβαση, καὶ γεμάτος ἀπορία, κοιτάζοντας μιὰ τὴν πλάκα τῆς ἐξετάσεως καὶ μιὰ τὴν Ἀρετὴ καὶ τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ λάρυγγά της μὲ τὰ μηχανήματά του, φώναξε: «Τί ἔγινε ἡ κύστη, κυρία μου;»
–Τὴν ἐξαφάνισε τὸ λαδάκι τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, γιατρέ μου! φώναξε ὁλοκάθαρα πιὰ ἐκείνη κι ἔκανε τὸν σταυρό της.
Καὶ ὁ γιατρὸς τὴν κοίταζε ἀπορημένος…
Ἕνα ἀκόμη θαῦμα ἦλθε νὰ προστεθεῖ στὰ ἀναρίθμητα θαύματα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου!