ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥΣ

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 17 ΜΑΪΟΥ 2015

Τοῦ Τυφλοῦ: Πράξ. ις΄ 16-34

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν τῶν Ἀποστόλων εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥ­τις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σω­­τηρίας. τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐ­­­­πιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σί­λαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν ᾿Ιου­δαῖοι ὑπάρχοντες, καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι. καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ραβδίζειν, πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σα­­λευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.

ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥΣ

1. ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

   Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μαζὶ μὲ τὸν Σί­λα βρίσκονται στοὺς Φιλίππους. Γιὰ πολλὲς μέρες ὅμως, καθὼς οἱ δύο Ἀπό­στο­λοι πήγαιναν στὸν τόπο τῆς προσ­ευχῆς, συνέβαινε κάτι τὸ παράδοξο. Τοὺς ἀκο­λουθοῦσε μιὰ νεαρὴ δούλη ποὺ εἶχε μα­ντικὸ δαιμονικὸ πνεῦμα καὶ μὲ τὶς μαν­τεῖες της αὐτὲς ἔβγαζε πολ­λὰ κέρδη γιὰ τὰ ἀφεντικά της. Καὶ κά­θε τόσο φώναζε δυνατά: «Αὐτοὶ οἱ ἄν­θρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου καὶ μᾶς φανερώνουν­ τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας». Καὶ τὸ ἔκανε ὄχι γιὰ καλὸ σκοπό· ἀλλὰ γιὰ νὰ ἑλκύσει τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ λα­οῦ καὶ νὰ τὴν ἐκμεταλλευθεῖ μὲ δολιότη­­τα. Ἀγα­να­κτώντας λοιπὸν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στράφηκε πίσω πρὸς τὴ δούλη αὐτὴ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε, καὶ εἶ­πε στὸ δαιμονικὸ πνεῦμα: «Σὲ διατάζω, στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ βγεῖς ἀ­­­πὸ αὐτήν». Καὶ πραγματικὰ τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἔφυγε. Ἀλ­λὰ ὅταν τὰ ἀφεντικά της κατάλαβαν ὅτι ἔτσι θὰ ἔχαναν πλέον τὰ κέρδη τους, συνέλαβαν τὸν Παῦλο καὶ τὸν Σίλα καὶ τοὺς ἔσυραν στὴν ἀγορά. Ἐκεῖ τοὺς ὁδήγη­σαν στοὺς στρατηγοὺς καὶ εἶ­παν:­ «Αὐτοὶ οἱ Ἰουδαῖοι προκαλοῦν τα­­ραχὴ στὴν πό­­λη μας καὶ κηρύττουν θρη­σκευτικὰ ἔθι­­μα ἀνεπίτρεπτα γιὰ μᾶς τοὺς Ρωμαίους».­ Κι ἐνῶ μαζεύτη­κε πολὺς ὄχλος ἐναντίον τους, οἱ στρα­τηγοὶ ξέσχισαν τὰ ἐνδύμα­τα τῶν δύο Ἀποστόλων. Καὶ διέταξαν νὰ τοὺς ραβδίσουν, γυμνοὺς πλέον ὅ­­­πως ἦταν, μπροστὰ σ’ ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆ­θος. Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσαν πολλὰ χτυ­πήματα,­ τοὺς ἔριξαν στὴ φυλακή, δίνον­τας ἐν­τολὴ στὸ δεσμοφύλακα νὰ τοὺς φρου­ρεῖ καλὰ γιὰ νὰ μὴ δραπετεύσουν. Κι αὐτὸς τοὺς ἔβαλε στὸ βαθύτερο διαμέρισμα τῆς φυλακῆς κι ἔδεσε σφι­χτὰ τὰ πόδια τους, γιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ μετακινηθοῦν. Τὰ μεσάνυχτα ὅμως οἱ ἅ­­­­­­­­γιοι Ἀπόστολοι, σὰν νὰ μὴν τοὺς εἶχε συμ­βεῖ τίποτε, ἔψαλλαν ὕμνους στὸν Θεό. Τοὺς ἄκουγαν μάλιστα καὶ οἱ ἄλλοι φυ­­λα­κισμένοι.
   Πόσο συγκλονιστικὴ ἦταν ἐκείνη ἡ νύ­χτα! Οἱ δύο Ἀπόστολοι, μετὰ ἀπὸ τό­σο κόπο καὶ βασανισμό, κουρασμένοι καὶ κατάκοποι, ἀντὶ νὰ κοιμηθοῦν, μέσα στὸ σκοτάδι τῆς φυλακῆς ὑμνοῦσαν τὸν Θεό! Καὶ Τὸν ὑμνοῦσαν δοξολογητικά!­ Μαστιγώθηκαν, ἐξευτελίσθηκαν, γέμισαν μὲ πληγές, ὑβρίσθηκαν, κινδύνευ­­σε ἡ ζωή τους, τὰ πόδια τους ἦταν σφι­­χτοδεμένα, δὲν μποροῦσαν νὰ κουνη­θοῦν, βρίσκον­ταν στὸ πιὸ βα­θὺ­ κελ­λὶ ­τῆς φυλακῆς, κι αὐτοὶ ἀντὶ νὰ γογγύ­ζουν γιὰ τὸ δράμα τους καὶ νὰ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ λύτρωση, Τὸν δοξολο­γοῦσαν! Δὲν τοὺς κυ­ρίευσε ἡ ἀνά­­γκη τοῦ ὕπνου, οὔτε τοὺς ἔκαμψε ὁ πό­­νος,­ οὔτε ὁ φόβος τοὺς ἔ­­­κανε νὰ δει­­­­λιά­­σουν, ἀλλὰ μᾶλλον τοὺς δη­μιούρ­γησε ἕναν ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ καὶ τοὺς προκαλοῦσε μιὰ ἀνείπωτη χαρά. Συναισθάνονταν ὅτι ὁ Θεὸς ἦταν μαζί τους, δίπλα τους. Θὰ περίμενε κανεὶς νὰ στενάζουν, νὰ εἶναι τρομοκρατημένοι γιὰ τὴ ζωή τους. Αὐτοὶ ὅμως ἀντιθέτως ἦ­­­ταν ἥσυχοι, εἰρηνικοί, προσευχόμενοι. Δὲν ἦταν ὥρα προσευχῆς, δὲν ἦταν τό­­πος προσευχῆς. Ἀλλὰ ἡ καρδιά τους ἦταν δοσμένη στὴν προσευχή. Καὶ μᾶς διδάσκουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ὅτι καμία δοκιμασία, κανένα πρόβλημα, ὅσο μεγάλο κι ἂν εἶναι, δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἀνακόπτει ἀπὸ τὴν προσευχή. Καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴ δοξολογητικὴ προσευχή.

2. ΤΟ ΘΑΥΜΑ

   Ἡ συνέχεια τῆς διηγήσεως εἶναι θαυμαστή. Ξαφνικὰ ἔγινε μεγάλος σεισμός, σαλεύθηκαν τὰ θεμέλια τῆς φυλακῆς. Κι ἄνοιξαν τὴ στιγμὴ αὐτὴ ὅλες οἱ θύρες καὶ λύθηκαν ὅλων τῶν φυλακισμένων οἱ ἁλυσίδες. Ὅταν ὅμως ξύπνησε ὁ δεσμοφύλακας καὶ εἶδε ἀνοικτὲς τὶς θύρες τῆς φυλακῆς, τράβηξε τὸ μαχαίρι του γιὰ νὰ αὐτοκτονήσει, ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι εἶχαν δραπετεύσει οἱ φυλακισμένοι καὶ γι’ αὐτὸ τὸν περίμενε ἡ ποινὴ τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τοῦ φώναξε δυνατά: «Μὴν κάνεις κανένα κακὸ στὸν ἑαυτό σου. Ὅλοι εἴμαστε ἐδῶ». Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ὁ δεσμοφύλακας, ἀφοῦ πῆρε κάποιο φῶς, ἔτρεξε μέσα στὴ φυλακή. Καὶ μόλις ἀντιλήφθηκε τὸ θαῦμα, κυριεύθηκε ἀπὸ τρόμο καὶ ἔπεσε στὰ πόδια τῶν Ἀποστόλων. Κι ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε στὴν αὐλὴ τῆς φυλακῆς, τοὺς εἶπε: Κύριοι, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ; Κι αὐτοὶ τοῦ ἀπάντησαν: Πίστευσε στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ θὰ σωθεῖς καὶ ἐσὺ καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά σου. Στὴ συνέχεια οἱ δύο Ἀπόστολοι δίδαξαν σ’ αὐτὸν καὶ σ’ ὅλους ὅσοι ἦταν στὸ σπίτι του τὶς θεμελιώδεις ἀ­­­λήθειες τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου. Καὶ ὁ δεσμοφύλακας, ἀφοῦ τοὺς πῆρε μαζί του ἐκείνη τὴν ὥρα τῆς νύχτας, τοὺς ἔλουσε ἀπὸ τὰ αἵματα καὶ ἀμέσως βαπτίσθηκε κι αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ δικοί του. Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἀνέβασε στὸ σπίτι του, ἑτοίμασε τραπέζι καὶ δο­κίμασε μεγάλη χαρὰ μαζὶ μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια· διότι ὅλοι τους εἶχαν πιστεύσει στὸν Θεό.
   Ὅλα αὐτὰ τὰ θαύματα ποὺ συνέβησαν ἦταν θαύματα τῆς προσευχῆς. Οἱ Ἀ­­­πόστολοι δοξολο­γοῦσαν τὸν Θεό, καὶ ὁ Θεὸς ἀπάντησε στοὺς δο­ξο­λογητικοὺς ὕμνους τους. Ἔκανε αἰσθη­τὴ τὴν παρουσία του ὄχι μὲ ἕνα ἀλλὰ μὲ πολλὰ θαύματα. Ὄχι μόνο τοὺς ἀπελευθέρωσε, ἀλλὰ ὁδήγησε στὴ σωτηρία καὶ ὅλη τὴν οἰκογένεια τοῦ δεσμοφύλακα. Ἡ δοξολο­γία τῶν Ἀποστόλων προκάλεσε τόσο ἰ­­­σχυρὸ σεισμὸ ποὺ συγκλόνισε ὄχι μό­­­νο τὶς πύλες τῆς φυλακῆς ἀλλὰ καὶ τὶς καρδιὲς τοῦ δεσμοφύλακα καὶ τῆς οἰκο­γένειάς του.
   Ἂς μάθουμε λοιπὸν νὰ προσευχόμαστε δοξολογητικὰ στὸ Θεό. Κι Ἐκεῖνος θὰ ἀπαντᾶ στὶς προσευχές μας μὲ τρόπους ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε κὰν νὰ δι­ανοηθοῦμε.