«…ΕΛΑΒΟΜΕΝ ΠΝΕΥΜΑ ΕΠΟΥΡΑΝΙΟΝ»

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 31 ΜΑΪΟΥ 2015

Τῆς Πεντηκοστῆς: Ἰω. ζ΄ 37-52, η΄ 12

Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς, εἱστήκει ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαν­τες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χρι­στός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾿ αὐτόν. τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ᾿ οὐ­­­δεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας. ῏Ηλθον οὖν οἱ ὑ­­­­πη­­­ρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέ­ται· ­οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. ἀπε­κρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλά­νησθε; μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ­ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! λέγει ­Νικόδημος πρὸς αὐ­τούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐ­­τῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀ­­­κού­σῃ παρ᾿ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐ­­­­ρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

«…ΕΛΑΒΟΜΕΝ ΠΝΕΥΜΑ ΕΠΟΥΡΑΝΙΟΝ»

1. Στὴν ἐποχὴ τῆς χάριτος

   Μὲ ἰδιαίτερη λαμπρό­τη­τα ἑορτάζουμε ­σήμερα τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκο­στῆς, κατὰ τὴν ὁποία «τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ»· κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς «ὁ ἄλλος Παράκλητος» καὶ ἦλθε γιὰ νὰ μένει μαζί μας, νὰ μᾶς φωτίζει καὶ νὰ μᾶς ἁγιάζει. Πόσο σημαντικὴ εἶναι αὐτὴ ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἡ παρουσία Του στὴ ζωή μας, μᾶς τὸ ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή.
   Ἑπτὰ ἡμέρες διαρκοῦ­σε ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας, ἡ ὁποία ὑπενθύμιζε στοὺς Ἰσραηλίτες τὴ ­διαμονή τους σὲ σκηνὲς καθὼς πορεύονταν ἐπὶ σαράντα χρόνια στὴν ἔρημο. Τὴν τελευταία ἡμέρα ὁ Κύριος Ἰησοῦς, παίρνοντας ἀ­­­φορμὴ ἀπὸ τὴν τελετὴ μὲ τὸ νερὸ τὸ ὁ­­­­ποῖο ἔφερνε ὁ ἀρχιερέας καὶ ­ράντιζε τὸ θυσιαστήριο, στάθηκε ὄρθιος καὶ φώνα­ξε δυνατά: «ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Ἐὰν κανεὶς διψᾶ, ὄχι γιὰ ὑλικὰ καὶ φθαρτὰ ἀγαθά, ἀλλὰ γιὰ ἀλήθεια, ζωὴ καὶ δόξα, ἂς ἔρ­­χεται σὲ μένα μὲ πίστη καὶ ἂς πίνει ἐλεύ­θερα. ­Κο­ν­­τά μου θὰ ἱκανοποιηθοῦν ὅλοι οἱ εὐ­γενικοὶ πόθοι τῆς ψυχῆς του.
   Σ’ ὅποιον πιστεύει σὲ μένα, θὰ συμβεῖ ν’ ἀναβλύζουν ἀπὸ τὴν καρδιά του «ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος», ὅπως ­λέγει ἡ Ἁγία Γραφή. Αὐτό, ἐξηγεῖ ὁ ἱερὸς εὐ­αγγελιστὴς Ἰωάννης, τὸ εἶπε ὁ ­Κύριος γιὰ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦμα, ποὺ θὰ ἀποκτοῦ­σαν μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του ὅσοι θὰ πίστευαν σ’ Αὐτόν.
   Πάντοτε βέβαια ὑπῆρχε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ καθοδηγοῦσε τοὺς δικαίους καὶ τοὺς προ­φῆτες, ἀλλὰ ἡ χά­ρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἀνα­γεννᾶ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τοὺς μεταδίδει θεία ζωὴ δὲν εἶ­­χε δοθεῖ σὲ κανέναν. «Οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦ­­μα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐ­δέπω ἐδοξάσθη»· δὲν εἶχε δοθεῖ ἡ χάρις αὐ­τὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δο­ξα­­σθεῖ μὲ τὸ Πάθος, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς.
   Πόσο προνομιοῦχοι εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς χάριτος! «Νῦν τὸ Παράκλητον Πνεῦμα, ἐπὶ πᾶ­σαν ­σάρκα ἐκκέχυται», ­ψάλλουμε στὸν Ἑ­­­­­σπερι­νὸ τῆς Γονυκλισίας. Τὸ γε­γονὸς τῆς Πεν­τη­κοστῆς σήμανε νέα ἐποχὴ γιὰ τὴν ­ἀν­­θρωπότητα. Ἀπὸ τὴν ὥρα ­ἐκείνη τὸ Ἅ­­­γιο Πνεῦμα δίδεται ­πλουσιοπάροχα στοὺς πιστούς. Αὐτὸ μᾶς ἐμπνέει στὴν προσευχή, μᾶς παρακινεῖ σὲ μετάνοια, μᾶς φωτίζει στὴν κατανόηση τῶν ­θείων ἀ­­­ληθειῶν, μᾶς ἐνισχύει στὸν ­­­πνευματικὸ ἀγώνα, μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὰ πάθη καὶ μᾶς ἐξαγιάζει. Αὐτὸ «συγκροτεῖ τὸν θε­­σμὸν τῆς Ἐκκλησίας» καὶ πρὸς Αὐτὸ ἀ­­­πευθύνουμε τὴ θερμὴ ἱκεσία μας: «Βα­σι­λεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε… ἐλθὲ καὶ σκή­­­νωσον ἐν ἡμῖν».

2. Τὸ φῶς τοῦ κόσμου

   Ὡστόσο τὴν πρόσκληση τοῦ Κυρί­ου δὲν τὴν ἀποδέχθηκαν ὅλοι. Κάποι­οι πα­ραδέχονταν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας Χριστός, ἐνῶ ἄλλοι ­ἀμφέβαλλαν. Ἔτσι προκλήθηκε σχίσμα ­μεταξὺ τοῦ λαοῦ. Μάλιστα μερικοὶ ἤθελαν καὶ νὰ Τὸν συλ­­­λάβουν. Κανεὶς ὅμως δὲν τόλ­μησε ν’ ἁπλώσει χέρι ἐπάνω Του· κάποια ἀόρατη δύναμη τοὺς ­συγκρατοῦσε.
   Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν μπόρεσαν νὰ Τὸν συλλάβουν, γύρισαν ἄπρακτοι οἱ ὑπηρέτες στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς Φα­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­ρι­­­­­­­­­­­­σαίους.
   –Γιατί δὲν τὸν φέρατε ἐδῶ;­­­­­… ρώτησαν ἐκεῖνοι. Καὶ οἱ ὑπηρέτες ἀπάντησαν:
   –Ποτὲ ἄλλοτε δὲν δίδαξε ἄνθρωπος μὲ τόση σοφία καὶ χάρη μὲ ὅση διδάσκει ὁ ἄνθρωπος αὐτός!
   Ἐξαγριωμένοι οἱ Φαρισαῖοι ἄρχισαν νὰ φωνάζουν:
   –Μή­πως ἔχετε κι ἐσεῖς πλανηθεῖ; Πίστεψε σ’ αὐτὸν ποτὲ κάποιος ἀπ’ τοὺς ἄρχοντες ἢ ἀπ’ τοὺς Φαρισαίους; Καν­είς! Μόνο αὐτὸς ὁ καταραμένος ὄ­­­χλος, ποὺ δὲν ξέρει τὸ νόμο!
   Τότε πῆρε τὸν λόγο ἕνα ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ Συνεδρίου, ὁ Νικόδημος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει πρὸ καιροῦ στὸν Ἰησοῦ μέσα στὴ νύχτα:
   –Ὁ νόμος μας μπορεῖ νὰ καταδικάσει κάποιον, ἐὰν προηγουμένως δὲν ἀπολογηθεῖ γιὰ τὸ τί ἀξιόποινο ἔκανε;…
   –Μήπως εἶσαι κι ἐσὺ ἀπὸ τὴ ­Γαλιλαία; τοῦ ἀποκρίθηκαν ἐκεῖνοι ἐνοχλημένοι. ­Ἐρεύνησε καὶ θὰ δεῖς ὅτι κανεὶς προφήτης δὲν ἔ­­­χει προέλθει ἀπὸ τὴ Γαλιλαία.
   Ἀργότερα ἐμφανίστηκε πάλι ὁ Κύριος Ἰησοῦς καὶ διεκήρυξε: «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς». Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς ὅλου τοῦ κό­­σμου. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ, δὲν θὰ περπατήσει στὸ σκοτά­δι τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ θὰ ἔχει μέσα του τὸ ζωηφόρο καὶ πνευματικὸ φῶς.
   Ὁ Χριστὸς ὁ Ὁποῖος εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», εἶναι Αὐτὸς ὁ ὁποῖος ὑποσχέθηκε καὶ ἔστειλε στοὺς μαθητές Του τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, διὰ τοῦ ὁποίου «πᾶς ὁ κόσμος φωταγωγεῖται, Τριάδα σέβειν ἁγίαν».
   Σ’ ἕναν κόσμο ποὺ βυθίζεται μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ἀπελπισίας, τὸ Παράκλητο Πνεῦμα γίνεται φῶς καὶ ὁδηγὸς στὴ ζωή μας, μᾶς διδάσκει, μᾶς παρηγορεῖ, μᾶς ἐμπνέει. Ποιὸς ὅμως μπορεῖ νὰ λάβει αὐτὸ τὸ θεϊκὸ Φῶς;… Τὸ εἶπε ὁ Κύριος: «ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί». Ἂς Τὸν ἀκολουθοῦμε λοιπὸν μὲ πλήρη ἐμπι­στο­­­­­σύ­νη καὶ ὁλοπρόθυμη ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του. Ἂς εἴμαστε συνδεδεμένοι μαζί Του ὡς μέλη τοῦ Σώματός Του μὲ τὴ συμμετοχή μας στὴ λατρευτικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τότε θὰ ἀξιωνόμαστε νὰ δεχόμαστε κι ἐμεῖς τὸ ἀληθινὸ Φῶς καὶ νὰ ψάλλουμε ὁλοκάρδια: «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον»!