Ὁ βασιλιὰς Δαβὶδ ἀντιμετώπισε πολὺ μεγάλη δοκιμασία, ὅταν ἐπανεστάτησε τὸ παιδί του, ὁ ὑπερήφανος καὶ φιλόδοξος Ἀβεσσαλώμ. Τὸν πρόδωσε καὶ ὁ καλύτερος συνεργάτης του, ὁ Ἀχιτόφελ. Τὸν πρόδωσαν καὶ ἄλλοι ἐπίδοξοι ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι ἐπωφελήθηκαν ἀπὸ τὴ χαώδη κατάσταση ποὺ δημιουργήθηκε καὶ ἐπιχείρησαν ὅλοι μαζὶ νὰ ἀνατρέψουν τὸν βασιλιά.
Ἀλλ’ ὅσο πιὸ μεγάλη ἦταν ἡ δοκιμασία του, τόσο πιὸ χειροπιαστὴ ἔνιωσε τὴν κραταιὰ προστασία τοῦ Ὑψίστου. Τὴν ὥρα τῆς ἔσχατης ἀδυναμίας του, ποὺ αἰσθανόταν ὅτι ἂν δὲν τὸν βοηθοῦσε ὁ Θεός, λίγο ἀκόμη καὶ θὰ κατοικοῦσε στὸν Ἅδη ἡ ψυχή του – «παρὰ βραχὺ παρῴκησε τῷ ᾅδῃ ἡ ψυχή μου» (Ψαλ. Ϟγ΄ [93] 17) – εἶδε τὸ παντοδύναμο χέρι τῆς ἀγαθῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν στηρίζει καὶ ἄλλαξε τελείως ἡ ψυχική του διάθεση· γέμισε ἀπὸ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη τὸ πρόσωπό του, εὐφράνθηκε ἡ καρδιά του. Ὡς ἔντονο προσωπικὸ βίωμα καὶ ὡς καταστάλαγμα πείρας κατέθεσε προσευχόμενος αὐτὰ τὰ θαυμάσια λόγια: «Κύριε, κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ὀδυνῶν μου ἐν τῇ καρδίᾳ μου αἱ παρακλήσεις σου εὔφραναν τὴν ψυχήν μου» (Ψαλ. Ϟγ΄ [93] 19).
«Ἀναλόγως, ὅσον ἦτον τὸ πλῆθος τῶν ἐν τῇ καρδίᾳ μου πόνων, τόσαι ἦτον καὶ αἱ παρηγορίαι, ὁποὺ μοὶ ἐχαρίζοντο ἀπὸ τὸν Θεόν, αἱ ὁποῖαι εὔφραναν τὴν ψυχήν μου.
Ὅθεν, καθὼς ἦτον οἱ πόνοι καὶ αἱ λύπαι τῆς καρδίας μου πολλαὶ καὶ μεγάλαι, ἔτζι ἀναλόγως καὶ αἱ παρὰ τοῦ Θεοῦ παρηγορίαι ἦτον πολλαὶ καὶ μεγάλαι, καί, καθὼς ἦτον ἡ πληγή μου, ἔτζι ἐδίδετο παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀνάλογος ἰατρεία μου», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (Ἑρμηνεία εἰς τοὺς Ψαλμούς).
Στὸν ὡραιότατο αὐτὸ στίχο γίνεται λόγος γιὰ «πλῆθος ὀδυνῶν». Δὲν εἶναι οὔτε μία, οὔτε δύο οἱ ὀδύνες ποὺ ἀντιμετωπίζουμε. Ὑπάρχουν πόνοι καὶ πόνοι. «Καὶ ποιὸς νὰ τοὺς μετρήσει, ὅσους ἀπ’ ἄκρη ἁπλώνονται σ’ Ἀνατολὴ καὶ Δύση;». «Σὰν νά ’χαν ποτὲ τελειωμὸ τὰ πάθια κι οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου», ἔγραψε ὁ ἅγιος τῶν γραμμάτων μας, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ἐπίσης γίνεται λόγος γιὰ ὀδύνες τῆς καρδιᾶς. Πόνοι τῆς καρδιᾶς εἶναι συνήθως οἱ πόνοι ποὺ δὲν ἐξωτερικεύονται, πόνοι βαθεῖς, πόνοι μεγάλοι!
Ὅμως ὁ ἅγιος Θεὸς συνυφαίνει τοὺς πειρασμοὺς μὲ τὴ δική Του παράκληση. Οὔτε συνεχεῖς κινδύνους ἐπιτρέπει, οὔτε συνεχεῖς ἀνέσεις παρέχει ἀφειδώλευτα, ἀλλὰ συνυφαίνει τὶς δυσκολίες μὲ τὶς εὐκολίες, τὶς χαρὲς μὲ τὶς λύπες, τὰ δάκρυα τῆς χαρᾶς μὲ τὰ δάκρυα τοῦ πόνου. Ἂν μᾶς ἔδινε μόνο χαρές, δὲν θὰ τὶς ἐκτιμούσαμε. Ἂν μᾶς ἔδινε μόνο λύπες, δὲν θὰ τὶς ἀντέχαμε. Τώρα ποὺ συνδυάζει τὶς χαρὲς μὲ τὶς λύπες, ἡ ζωή μας γίνεται γλυκύτερη.
Καὶ βέβαια τὸ πλῆθος τῶν ὀδυνῶν μας δὲν ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς ἀντοχῆς μας. Ὁ Κύριος δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ πειρασθοῦμε περισσότερο ἀπὸ ὅσο μποροῦμε νὰ σηκώσουμε (βλ. Α΄ Κορ. ι΄ 13).
Ἀλλὰ τὸ ἰσχυρότερο μήνυμα τοῦ ψαλμικοῦ στίχου εἶναι ὅτι ὅσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ πόνος μας, τόσο περισσότερη χάρη μᾶς δίνει ὁ ἅγιος Θεὸς γιὰ νὰ τὸν ὑπομείνουμε. Ὁ Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων προσφέρει ἀνάλογα μὲ τὸ τραῦμα καὶ τὴ θεραπεία, ἀνάλογα μὲ τὴν πληγὴ καὶ τὸ φάρμακο, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀδικία ποὺ γίνεται σὲ βάρος μας, καὶ τὴ θεία παράκληση. Ποτὲ δὲν εἶναι οἱ πειρασμοὶ ἰσχυρότεροι τῆς χάριτος. Ἀλλὰ οὔτε κι ἡ χάρη παρέχεται μὲ ἀφθονία, ἂν δὲν χρειάζεται. Πάντοτε ἡ χάρη προηγεῖται τῶν πειρασμῶν, γιὰ νὰ μᾶς προετοιμάσει. Κατόπιν συστέλλεται, γιὰ νὰ φανεῖ καὶ τὸ δικό μας ἀγώνισμα. Καὶ πάλι ξανάρχεται, γιὰ νὰ ἐνισχύσει τοὺς ἀγωνιζόμενους πιστούς. Ἔτσι δημιουργεῖται τὸ σχῆμα: πειρασμός – χάρη, μεγαλύτερος πειρασμός – περισσότερη χάρη, ἀκόμη ἰσχυρότερος πειρασμός – πλήμμυρα χάριτος γιὰ τοὺς ἀγωνιζόμενους πιστούς.
Στὸ τέλος παρασύρει τὰ πάντα ἡ πυρκαϊὰ τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ πιστοὶ εὐχαριστοῦν τὸν ἅγιο Θεὸ γιὰ τοὺς πόνους τοὺς μεγάλους. Διαπιστώνουν ἐμπειρικὰ ὅτι οἱ πειρασμοὶ δὲν εἶναι ἐμπόδια ποὺ μᾶς κλείνουν τὸν δρόμο, ἀλλὰ σκαλοπάτια ποὺ μᾶς ἀνεβάζουν, καὶ ἀφορμὲς δοξολογίας. Ὅταν ἀντιμετωπίζονται σωστά, φέρνουν χάρη πολλή. Κι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἰρηνεύει τὸ ἐσωτερικό μας, γαληνεύει τὶς καρδιές μας, τὶς πλημμυρίζει μὲ εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλίαση.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου ἀγνοοῦν αὐτὴν τὴν πραγματικότητα κι ἀναρωτιοῦνται: Γιατί οἱ πιστοὶ δοκιμάζονται μὲ τόσες θλίψεις; Οἱ πιστοὶ ὅμως καταπλήσσονται ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις τῆς θείας χάριτος κι ἀναρωτιοῦνται: Εἶναι σταυρὸς βέβαια οἱ δοκιμασίες. Δὲν εἶναι ἀπὸ πέτρα οἱ καρδιές μας. Πονοῦμε, ματώνουμε! Ἀλλὰ πότε εἶναι καλύτερα; Μὲ θλίψεις ἢ χωρὶς θλίψεις; Ἀσφαλῶς καλύτερα εἶναι, ὅταν ζοῦμε μέσα στὴν ἀδιάκοπη παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ζοῦμε στὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ὑπομένουμε τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις. Τίποτε δὲν φέρνει τόσο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχὴ ὅσο οἱ πειρασμοί, καὶ μάλιστα ὅταν ἔρχονται σὲ περιόδους διωγμῶν καὶ θλίψεων, σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Μέσα στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις βρίσκουμε τὸν Χριστό. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη χαρά μας!