Ο ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ

   Ὅταν ἀνοίγει τὰ φτερά του, τὸ δά­­­σος σωπαίνει. Ἡ σκιά του ἁ­­­πλώνεται σὰ μαῦρο σύννεφο στὶς ὀρθοπλαγιὲς τῶν βουνῶν. Ἔπειτα ἀρχίζει νὰ ἀνεβαίνει. Ἀργά… μεγαλόπρεπα, κάνοντας κύκλους τεράστιους. Μικραίνει. Ἀνεβαίνει κι ὅλο ­μικραίνει… καὶ ἡ σκιά του χάνεται. Ἕως ὅτου καὶ ὁ ἴδιος γίνεται ἕνα μικρό-μικρὸ ­σημαδάκι στὸν ἀπέραντο οὐρανό. Κι ἔπειτα τί­­πο­τε…
   Ὁ ἀετός! Ὁ βασιλιὰς τῶν πουλιῶν· κυρίαρχος τῶν αἰθέρων!
   Ξαφνικὰ ἀπὸ τὸ ἀθεώρητο ὕψος του σκίζει τὸν ἄνεμο σὰν ἀστραπὴ καὶ πέφτει – φλεγόμενο βέλος – στὴ γῆ. Ἔχει χτυπήσει θανάσιμα τὸ θήραμά του, τὸ σηκώνει μὲ τὰ φοβερά του νύχια καὶ χάνεται… Τὸ βλέμμα του φοβερό… ἀετήσιο!
   Ὁ ἀετός!
   Αὐτὸν ἐπέλεξε σύμβολό της ἡ μεγάλη χριστιανικὴ αὐτοκρατορία. Μὰ παράδοξο! Τὸν φαντάστηκε δικέφαλο. Ἀετὸ μὲ δυὸ κεφάλια. Τὸ ἕνα νὰ κοιτάζει δεξιά, τὸ ἄλλο ἀριστερά. Τὸ ἕνα στὴν ἀνατολή, τὸ ἄλλο στὴ δύση. Μυστήριο!
   Γιατί; Διότι ἡ αὐτοκρατορία ἕνωνε δύο κόσμους: τὴ Δύση καὶ τὴν Ἀνατολή· τὴν Ἀθήνα μὲ τὴν Ἱερουσαλήμ· τὴν ἐπιστήμη μὲ τὴν πίστη· τὴ ζωὴ μὲ τὴν αἰωνιότητα. Ἡ ἴδια ἡ πρωτεύουσά της, ἡ «Πόλις τῶν πόλεων», ἡ κόρη τοῦ Βοσπόρου, ἦταν κτισμένη καὶ στὶς δύο πλευρές του. Πατοῦσε γερὰ στὴν Εὐρώπη, μὰ ἀγκάλιαζε καὶ τὴν Ἀσία. Ἦταν στὸ κέντρο δύο ἀντίθετων κόσμων· ἐκεῖ ποὺ συγκρούονται οἱ μεγάλες τεκτονι­κὲς πλάκες καὶ συνταράσσουν τὴν Πό­λη οἱ φοβεροὶ σεισμοί.
   Δὲν ἦταν ἕνα τέρας· ἦταν τὸ θαῦμα! Γιατὶ εἶχε μέσα της Αὐτὸν ποὺ ­«ἥπλωσε τὰς παλάμας καὶ ἥνωσε τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα». Αὐτὸν ὁ Ὁποῖος ἕνωσε τοὺς δύο λαούς – εἰδωλολάτρες καὶ Ἑβραίους – σὲ ἕναν, τὴν Ἐκκλησία Του· τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων! Διότι Αὐτὸς εἶναι «ἡ εἰ­ρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἕν» (Ἐφ. β΄ 14). Αὐτὸς ­ἕνωσε τὸν οὐ­ρανὸ μὲ τὴ γῆ. Τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό.
   Αὐτόν, τὸν Χριστό, εἶχε ἡ ­αὐτοκρατορία κέντρο της, ψυχή της, ζωή, χαρὰ καὶ ἔ­­μ­­πνευση· πηγὴ τοῦ πολιτισμοῦ της, φῶς τῆς πορείας της, καθοδηγό της.
   Ἦταν εἰκόνα Του. Ἔστω ἀμυδρή. Δι­κέ­­φαλη. Ἕνωνε οὐρανὸ καὶ γῆ. Κι ἐ­­κραύ­­γαζε: «Ἐλθέτω, Κύριε, ἡ Βασιλεία Σου!».
   Ὁ δικέφαλος ἀετὸς σελάγισε στοὺς οὐ­ρανοὺς χίλια καὶ πλέον χρόνια. Δὲν γέρασε. Κάποια στιγμὴ χτυπήθηκε. Τὸ βέ­λος τοῦ Μουχαμετάνου τρύπησε τὸ χρυσὸ κορμί του. Τὸν νόμισαν νεκρό. Δὲν πέθανε. Μαρμάρωσε σ᾿ ­ἀπόμερη φω­λιά. Κρουστάλλιασαν τὰ χιόνια στὰ φτερά του. Κοιμᾶται! Προσμένει τὴ φρι­χτὴ στιγμή. «Καὶ παρακαλεῖ τὸν ἥ­­­λιο ν᾿ ἀνατείλει: ἥλιε, ­ἀνάτειλε! Ἥλιε, λάμ­ψε καὶ δός μου γιὰ νὰ λιώσουνε τὰ χιόνια ἀ­­­π᾿ τὰ φτερά μου καὶ τὰ κρούσταλλα ἀ­­­­πὸ τ᾿ ἀκράνυχά μου! Ἥλιε, ἀνάτειλε!».
   Θ᾿ ἀνατείλει;
   Ἡ νύχτα ἀτέλειωτη. Τ᾿ ἀστέρια σβήνουν ἕνα-ἕνα… χάνεται! Χάνεται κι ἡ στερ­νὴ ἐλπίδα· πύκνωσε! Πύκνωσε τὸ σκοτάδι ἀπόλυτο. Μὴν πέθανε ὁ βασιλιάς;
   Δὲν πέθανε!
   Δὲν καρτερεῖ. Ἑτοιμάζεται! Δὲν δέεται στὸν ἥλιο… Ξέρει! Τὸ πιὸ πυκνὸ σκοτάδι εἶναι πρὶν ξεχειλίσει ἡ αὐγὴ κι ὁ ἥλιος ἐκραγεῖ. Καὶ θά ᾿ρθει! Θά ᾿ρθει ἡ ὥρα κι ἡ στιγμή.
   Ἡ ἀνάσταση!
   Καὶ μακάριοι! Ὅσοι τὴν ὥρα τούτη τοῦ χαμοῦ δὲν χάνονται. Δὲν προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα. Δὲν συμβιβάζονται μὲ τὴν ψευτιά. Δὲν προσχωροῦν στὸ σκότος. Καὶ μάχονται.
   Καὶ τρεῖς φορὲς μακάριοι, ἂν μάχον­ται στὴ μπροστινὴ γραμμή, τὴν πρώτη. Κεῖ ποὺ ξερνιέται ἡ φωτιὰ τῶν πρωτοτόκων τοῦ κακοῦ κι ἀτέλειωτα λυσσομανιέται ὁ σατανάς.
  Ἔφτασ᾿ ἡ ὥρα!
   Δὲν θὰ νικήσει ἡ προστυχιά,
  τοῦ ἅδη τὸ σκοτάδι.
   Τώρα τανιέται ὁ ἀετὸς ὁλόζωος·
   τινάζει
   ἀπ᾿ τὰ φτερά του τὸν χιονιά·
   τὰ κρούσταλλα ἀπὸ τ᾿ ἀκράνυχά του.
   Θ᾿ ἁρπάξει
   τὸν Μουχαμέτη ἀπ᾿ τὸ κορμί·
   θὰ τὸν πετάξει
   πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴν Κόκκινη Μηλιά.
   Θὰ πάρει
   νὰ ἀνεβαίνει στὰ ψηλὰ καὶ πάλι·
   νὰ λάμψει
   ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη ὁ Σταυρός.
   Καὶ θά ᾿ρθει
   νὰ περπατήσει ὁ Βασιλιὰς μὲς στὶς
   καρδιὲς τοῦ κόσμου!