Ἐθεωρήθησαν αἱ πορεῖαί σου, ὁ Θεός, αἱ πορεῖαι τοῦ Θεοῦ μου τοῦ βασιλέως τοῦ ἐν τῷ ἁγίῳ» (Ψαλ. ξζ΄ [67] 25).
Ὁ θεόληπτος Δαβίδ, σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ δυσνόητα λυρικὰ ποιήματά του, τὸν 67ο Ψαλμό, χαράσσει καὶ τὸν πιὸ πάνω στίχο. Τὶς εἴδαμε τὶς πορεῖες σου, Θεέ, γράφει, τὶς παρακολουθήσαμε προσεκτικὰ καὶ τὶς κατανοήσαμε· τὶς πορεῖες ποὺ ἀκολούθησες μέσα στὸ λαό σου, τοὺς δρόμους μέσα ἀπὸ τοὺς ὁποίους πέρασες καὶ τράβηξες καὶ ὅλους ἐμᾶς, τοὺς Ἰσραηλίτες, στὸ διάβα τῆς ἱστορικῆς μας πορείας, μέχρις ὅτου ἐγκαταστάθηκες βασιλιὰς μοναδικὸς καὶ παντοδύναμος ἐπάνω στὸ ἅγιο ὄρος τῆς Σιών, ὅπου πλέον μονίμως κατοικεῖς μέσα στὸν ἅγιο ναό σου.
Οἱ ἑρμηνευτὲς τοῦ δύσκολου στὴν κατανόηση αὐτοῦ Ψαλμοῦ διαβλέπουν συγκεκριμένα ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ ὤθησαν τὸν Δαβὶδ νὰ τὸν συντάξει· γεγονότα μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα φάνηκε ἡ θαυμαστὴ ἐπικράτηση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ τοῦ λαοῦ ποὺ ἀποτελοῦσε ἰδιαίτερο κτῆμα Του στὰ χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἀναφέρονται δηλαδὴ στὴ νικηφόρα ἐκστρατεία τοῦ Δαβὶδ ἐναντίον τῶν Ἀμμωνιτῶν, ὅταν ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ μαζὶ μὲ τὰ στρατεύματά του ἐπῆλθε ἐναντίον τοῦ εἰδωλολατρικοῦ αὐτοῦ λαοῦ ἔχοντας ἐπικεφαλῆς τὸ ἱερότερο κειμήλιο τοῦ ἔθνους τους, τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης, καθὼς ἐπίσης καὶ στὴ θριαμβευτικὴ ἐπάνοδό του καὶ τὴν ἐπανεγκατάσταση τῆς Κιβωτοῦ στὸ λόφο τῆς Σιών. Ἕνα πραγματικὸ παλλαϊκὸ πανηγύρι συγκροτήθηκε τότε, ποὺ θύμιζε τὴν πρώτη μεταφορὰ καὶ ἐγκατάσταση τῆς Κιβωτοῦ στὸν ἱερὸ ἐκεῖνο τόπο.
Οἱ ἴδιοι ὅμως ἑρμηνευτὲς σημειώνουν ὅτι ὁ Ψαλμὸς αὐτός – ἔκχυση τῶν πιὸ θερμῶν καὶ λυρικῶν αἰσθημάτων τοῦ Δαβίδ – δὲν περιορίζεται σὲ κάποια μόνο ἱστορικὰ γεγονότα· ἀλλὰ ξεφεύγει ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἀνοίγεται σ’ ἕναν εὐρύτατο ὁρίζοντα, μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἡ μεγάλη ψυχὴ τοῦ θεοστέπτου βασιλέως ἀτενίζει ὅλες τὶς θαυμαστὲς ἐνέργειες καὶ ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ ἀρχαιότατα ἀκόμη χρόνια, ἀπ’ ὅταν δηλαδὴ ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἦταν ὑπόδουλος στοὺς Αἰγυπτίους καὶ κακοπαθοῦσε ἀπὸ αὐτούς. Ἀδύνατοι καὶ ἀπροστάτευτοι φαίνονταν τότε οἱ Ἐβραῖοι, ὑπόδουλοι καὶ αἰχμάλωτοι, νὰ στενάζουν ἁλυσοδεμένοι κάτω ἀπὸ τὸ πέλμα τυράννων ἀδίκων καὶ σκληρῶν. Καὶ ὄχι μόνο τότε, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες ἱστορικὲς περιόδους, ὅταν τὸ δίκαιο τῶν ἀδυνάτων, χηρῶν καὶ ὀρφανῶν καταπατοῦνταν ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς…
Τότε λοιπὸν ὁ Θεὸς δὲν ἦταν ἀπὼν ἀπὸ τὴν ἱστορία. Πορευόταν μέσα σ’ αὐτή. Καὶ ἦταν οἱ πορεῖες Του μεγάλες, θαυμαστές, ἐκπληκτικές. Ἴσως τότε δὲν μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποί Του νὰ τὶς κατανοήσουν. Ἴσως γύριζαν μὲ ἀγωνία τὰ βλέμματά τους τριγύρω καὶ ἔλεγαν: «Μὰ ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Δὲν βλέπει; Γιατί δὲν ἀπαντᾶ; Μέχρι πότε θὰ βασανιζόμαστε μέσα σ’ αὐτὴ τὴ δεινὴ κατάσταση;»
Ἔβλεπε ὁ Θεός! Κι ὄχι μόνο ἔβλεπε. Πορευόταν! Καὶ μαζὶ ὁδηγοῦσε τὸν λαό Του σὲ μιὰ μεγαλειώδη πορεία, πρὸς ἕνα τέλος ἐξαίσιο, θαυμαστό…
«Ἐθεωρήθησαν αἱ πορεῖαί σου, ὁ Θεός»!
Ἡ γενικὴ κατάσταση τῆς πατρίδας μας, ἀλλὰ καὶ τοῦ κόσμου ὅλου διαζωγραφεῖται στὰ μάτια ὅλων μας τραγική, ζοφερή. Ποῦ πορεύεται ὁ κόσμος; Τί μέλλει νὰ μᾶς συναντήσει; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ βγάλουμε πέρα ὡς ἄτομα, οἰκογένειες, ἔθνος; Ἐρωτήματα ἀγωνιώδη, πιεστικά, βασανιστικά, ποὺ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὰ χάνουν καὶ νὰ ἀναζητοῦν ἀπελπισμένα κάποια ἀπάντηση ποὺ θὰ μποροῦσε ἔστω καὶ λίγο νὰ τοὺς ἀνακουφίσει.
Κι ὅμως. Ὁ ἅγιος Θεὸς δὲν ἔπαψε νὰ πορεύεται μέσα στὴν ἱστορία, νὰ βηματίζει ἐπάνω στὴ γῆ. Καὶ εἶναι οἱ πορεῖες τοῦ Θεοῦ μεγάλες, σίγουρες, ἀσφαλεῖς. Ὅλα τὰ κατευθύνει ὁ Παντοκράτωρ πρὸς ἕνα αἴσιο καὶ ἐξαίσιο τέλος, πρὸς τὸν ἔσχατο σκοπό τους. Ὁ κόσμος πρέπει νὰ περάσει ἀπὸ συμπληγάδες, νὰ δοκιμαστεῖ, νὰ θλιβεῖ, μέχρις ὅτου καταλάβει ὅτι μόνο στὸ Χριστὸ κοντὰ ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία καὶ μακαριότητα, καὶ Αὐτὸν νὰ ζητήσει, πρὸς Ἐκεῖνον νὰ ἐπιστρέψει. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἐργάζεται συνεχῶς ὁ Θεός, πυρετωδῶς ἡ Ἁγία Τριάς…
Ποιὸς ὅμως εἶναι σὲ θέση νὰ «θεωρήσει» τὶς πορεῖες τοῦ Θεοῦ; Νὰ τὶς δεῖ, νὰ τὶς ἐξετάσει, νὰ τὶς κατανοήσει, νὰ τὶς θαυμάσει; Ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ σταθεῖ ψηλά, ἔξω καὶ πάνω ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, πέρα ἀπὸ τὴ μυωπικὴ καὶ κοντόφθαλμη θεώρηση τῶν γεγονότων, γιὰ νὰ ἐπισκοπήσει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ ἔθνη στὴν ὁλότητά του;
Μόνο ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, μᾶς ἀπαντᾶ ἡ Γραφή. Δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ζεῖ παραδομένος στὶς ἐφήμερες, γήινες ἀπολαύσεις καὶ ἐπιθυμίες τῶν αἰσθήσεων, ποὺ τὸ μυαλό του δὲν εἶναι μόνο στὸ τί θὰ φᾶμε, τί θὰ πιοῦμε καὶ θὰ ντυθοῦμε, ἀλλὰ ζεῖ καὶ πορεύεται σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ προσοχὴ καὶ προσευχή, πίστη καὶ ἐγκαρτέρηση. Μὲ ἐνεργοποίηση τῶν ἐσωτερικῶν του αἰσθητηρίων, ὥστε νὰ συλλαμβάνει τὶς θεϊκὲς συχνότητες, τὰ μηνύματα τοῦ Θεοῦ, τὰ ἴχνη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ἱστορία. Εἶναι αὐτὸς ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος «ἀνακρίνει πάντα» (Α΄ Κορ. β΄ 15). Ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ διακρίνει, νὰ τὰ ἐξετάζει, νὰ τὰ κατανοεῖ.
Αὐτὸς καὶ δὲν καταβάλλεται ἀπὸ τὰ γεγονότα. Συμμετέχει μὲν στὸ πάθος τοῦ καιροῦ του, πάσχει ἐνδεχομένως καὶ ὁ ἴδιος, συμπάσχει μὲ τοὺς ἀδελφούς του, ἀλλὰ δὲν τὰ χάνει, δὲν ταράσσεται.
Διότι εἶναι ἱκανὸς νὰ «θεωρεῖ» τὶς πορεῖες τοῦ Θεοῦ. Τὶς μεγάλες καὶ θαυμαστὲς καὶ ἔνδοξες. Καὶ γι’ αὐτὸ δὲν παύει μέσα ἀπὸ τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς του νὰ Τὸν εὐλογεῖ καὶ νὰ Τὸν δοξάζει…