Kάποτε, ἐνῶ κήρυττε ὁ Κύριος, ἦλθαν οἱ συγγενεῖς Του, ἡ Μητέρα Του καὶ οἱ νομιζόμενοι ἀδελφοί Του, μὲ σκοπό, ὅπως φαίνεται, νὰ Τοῦ ὑποδείξουν νὰ μὴν κουράζεται ὑπερβολικά, ἀφοῦ, ὅπως σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, ὁ Κύριος καὶ οἱ Μαθητές Του ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀπασχόλησή τους μὲ τὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων δὲν εὐκαιροῦσαν οὔτε νὰ φᾶνε (βλ. Μάρκ. γ´ 20 καὶ 31-35). Ἦλθαν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν πολὺ κόσμο δὲν μπόρεσαν νὰ Τὸν πλησιάσουν. Κάποιος Τοῦ ἀνήγγειλε ὅτι ἡ μητέρα Σου καὶ οἱ ἀδελφοί Σου ἔχουν σταθεῖ ἔξω καὶ θέλουν νὰ Σοῦ μιλήσουν. Ἐκεῖνος τότε ἔδειξε τοὺς ἀφοσιωμένους ἀκροατές Του καὶ εἶπε: «Νά ἡ μητέρα καὶ οἱ ἀδελφοί μου». Δηλαδή, νά ποιοὶ εἶναι οἱ συγγενεῖς μου. «Ὅστις γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός μου ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ ἐστίν» (Ματθ. ιβ´ [12] 50)· ὅποιος κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου, ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς, αὐτὸς εἶναι ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μητέρα μου.
Ὁ Κύριος βέβαια «οὐκ ἀρνεῖται τὴν κατὰ φύσιν συγγένειαν, ἀλλὰ προστίθησι τὴν κατ᾿ ἀρετήν», σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (PG 57, 466). Δὲν ἀρνεῖται τὴ φυσικὴ συγγένεια – γι᾿ αὐτὸ καὶ καρφωμένος πάνω στὸ Σταυρὸ φρόντισε νὰ παραδώσει τὴ Μητέρα Του στὴν προστασία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου (βλ. Ἰω. ιθ´ [19] 26-27). Ἀλλὰ προσθέτει τὴ συγγένεια μὲ βάση τὴν ἀρετή, τὴν πνευματικὴ συγγένεια. Μιλᾶ γιὰ μιὰ ἄλλη οἰκογένεια, πνευματική. Ἡ οἰκογένεια αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Εἶναι ἡ οἰκογένεια ποὺ ἔχει τὴν ἀρχή της στὸ Θεό. Συστήθηκε «οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός… ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ» (Ἰω. α´ 13). Ὁ Θεὸς θέλησε καὶ δημιούργησε τέτοιους δεσμοὺς μὲ τοὺς ἀνθρώπους· ὁ Θεὸς ὁ ἀπειροτέλειος καὶ ἀπρόσιτος, μπροστὰ στὸν Ὁποῖο στέκουν μὲ τρόμο οἱ ἄγγελοι. Ἐμεῖς οἱ χωματένιοι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι δὲν θὰ τολμούσαμε νὰ σκεφθοῦμε κάτι τέτοιο οὔτε νὰ τὸ ζητήσουμε.
Ἡ πνευματικὴ συγγένεια λοιπὸν ἔχει τὴν ἀρχή της στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στὴν ἀσύλληπτη συγκατάβασή Του. Καὶ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, εἶναι χάρισμα. Μᾶς χορηγεῖται μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ἡ μέρα τῆς βαπτίσεώς μας εἶναι τὰ πνευματικά μας γενέθλια. Τότε πεθαίνει ὁ ἁμαρτωλὸς ἑαυτός μας μέσα στὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας καὶ γεννιέται ὁ καινούργιος, ὁ ἀναγεννημένος. Ἀνήκουμε πλέον στὸ Θεό, διότι δὲν εἴμαστε πιὰ μόνο δημιουργήματά Του, ἀλλὰ καὶ γινόμαστε κοινωνοὶ τῆς Χάριτος καὶ τῆς ἁγιότητός Του. Εἴμαστε φύτρα τοῦ Θεοῦ, «οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. β´ 19), δικοί Του ἄνθρωποι, μέλη τῆς οἰκογενείας Του, τοῦ σπιτιοῦ Του, τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἔχουμε τὸν Θεὸ Πατέρα, τοὺς ἄλλους Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἀδελφούς μας, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ πρωτότοκο ἀδελφό μας (βλ. Ρωμ. η´ 29). Ἔχουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Πνεῦμα τῆς «υἱοθεσίας» (Ρωμ. η΄ 15), ποὺ μᾶς μεταμόρφωσε σὲ τέκνα Θεοῦ, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας· τὸ Ὁποῖο μᾶς δίνει τὴν πληροφορία καὶ τὴν παρρησία νὰ ἀπευθυνόμαστε πρὸς τὸν Θεὸ μὲ τὴ λέξη: «Πατέρα»!
Αὐτὴ ἡ πνευματικὴ συγγένεια βέβαια εἶναι θεῖο χάρισμα, ἀλλὰ πρέπει νὰ συντηρεῖται, νὰ ἐπιβεβαιώνεται καὶ νὰ αὐξάνει καθημερινὰ διὰ τῆς πίστεως, ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ ἔργα ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος δήλωσε ὅτι συγγενεῖς Του εἶναι ὅσοι ἐφαρμόζουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Πάντες υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. γ´ 26).
Εἴμαστε συγγενεῖς τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἅγιος εἶναι ὁ Θεός, ἅγια εἶναι καὶ τὰ γνήσια τέκνα Του. Τὰ παιδιὰ μοιάζουν στὸν πατέρα τους. Ἂν θέλουμε λοιπὸν νὰ εἴμαστε γνήσια τέκνα Του, πρέπει νὰ ζοῦμε ζωὴ ἁγιότητος, ζωὴ μετανοίας καὶ καθάρσεως ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας.
Εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ!
Ἔχουμε ἀδελφούς, μὲ τοὺς ὁποίους μοιραζόμαστε τὴν ἴδια πίστη καὶ ἐλπίδα, τὸ ἴδιο πνευματικὸ τραπέζι, τὸν ἴδιο ἀγώνα, τοὺς ἴδιους πόθους καὶ τὶς ἴδιες ἀγωνίες. Προσβλέπουμε στὴν κοινὴ πατρίδα μας. Μιλᾶμε στὸν Πατέρα μας μαζὶ στὴν προσευχὴ καὶ στὴ Λατρεία, ἑνώνοντας τὶς φωνὲς καὶ τὶς καρδιές μας. Μιλᾶμε τὴν ἴδια γλώσσα, τὴ γλώσσα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τόσο περισσότερο ὅσο Τὸ ἀφήνουμε νὰ μᾶς κατευθύνει στὸ θεῖο θέλημα. Ἔτσι, γινόμαστε ἄξια τέκνα τοῦ Θεοῦ καὶ χαιρόμαστε πιὸ βαθιὰ τὸν μεταξύ μας ἀδελφικὸ σύνδεσμο.
Ἔχουμε οἰκογένεια. Ἂς τὴ χαροῦμε. Ἂς ζήσουμε στὴ θαλπωρή της.