ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 14 ΙΟΥΝΙΟΥ 2015
Β΄ Ματθαίου: Ματθ. δ΄ 18-23
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, περιπατῶν ὁ ᾿Ιησοῦς παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς· καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ ᾿Ιησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.
ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΘΑΥΜΑ
1. «Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου»
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς μεταφέρει στὴν ἀρχὴ τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἡ ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἐπιλέγει τοὺς ἄμεσους συνεργάτες Του καὶ τοὺς καλεῖ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν στὸ ἔργο Του.
Ἤδη ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶχε ὑποδείξει στοὺς μαθητές του νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστό. Κάποιοι μάλιστα, ὅπως ὁ Ἰωάννης κι ὁ Ἀνδρέας, ἔσπευσαν νὰ Τὸν γνωρίσουν καὶ προσωπικά. Τώρα τοὺς ἀναζητᾶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος γιὰ νὰ τοὺς καλέσει νὰ γίνουν Μαθητὲς καὶ Ἀπόστολοι.
Τοὺς βρῆκε στὴ λίμνη τῆς Γαλιλαίας τὴν ὥρα τῆς ἐργασίας τους. Ψαράδες ἦταν, καὶ γιὰ νὰ ζήσουν ἔπρεπε νὰ παλεύουν κάθε μέρα μὲ πλοῖα καὶ δίχτυα… Πλησίασε πρῶτα τὰ δύο ἀδέλφια, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἔριχναν τὰ δίχτυα τους στὴ θάλασσα. Τοὺς λέγει λοιπόν: «δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»· ἀκολουθῆστε με, καὶ θὰ σᾶς κάνω ἱκανοὺς νὰ ἁλιεύετε ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς ἑλκύετε στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀμέσως τότε οἱ δύο ἀδελφοὶ ἄφησαν τὰ δίχτυα τους καὶ Τὸν ἀκολούθησαν.
Ἔπειτα ὁ Κύριος προχώρησε καὶ εἶδε ἄλλους δύο ἀδελφούς, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη. Αὐτοὶ ἑτοίμαζαν τὰ δίχτυα τους μέσα στὸ πλοῖο μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τους, τὸν Ζεβεδαῖο. Κάλεσε κι αὐτοὺς ὁ Χριστός, κι ἐκεῖνοι ἀμέσως ἄφησαν τὸ πλοῖο καὶ τὸν πατέρα τους καὶ Τὸν ἀκολούθησαν.
Αὐτοὶ ἦταν οἱ τέσσερις πρῶτοι μαθητὲς ποὺ κάλεσε ὁ Χριστὸς κοντά Του. Καὶ εἶναι πράγματι ἀξιοπρόσεκτο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος δὲν προτίμησε νὰ καλέσει μορφωμένους ἢ κοινωνικὰ καταξιωμένους ἀνθρώπους. Θὰ μποροῦσε νὰ προσεγγίσει τοὺς ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ καὶ νὰ συνεργαστεῖ μὲ νομοδιδασκάλους ποὺ ἦταν καταρτισμένοι καὶ διέθεταν καὶ ἐμπειρία ἀπὸ τὴ διδασκαλία στὶς Συναγωγές. Δὲν τὸ ἔκανε ὅμως. Διότι τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι κάποιο ἀνθρώπινο ἐγχείρημα, ἀλλὰ τὸ θεῖο ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν χρειάζεται νὰ στηριχθεῖ στὸ μυαλὸ ἢ στὶς ἱκανότητες τῶν ἀνθρώπων οὔτε στὴν κοσμικὴ δύναμη καὶ ἐπιρροὴ κάποιων κοινωνικῶν τάξεων. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Θεὸς διάλεξε «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου», δηλαδὴ αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος θεωρεῖ ἀνόητους, γιὰ νὰ καταντροπιάσει ὅσους παρουσιάζονται ὡς δυνατοί (A΄ Κορ. α΄ 27).
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ τεράστια διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἡ ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν ἔγινε ἀπὸ κατὰ κόσμον ἱκανοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ ἀπὸ ἁπλοὺς καὶ ταπεινοὺς Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, συνιστᾶ ἕνα θαῦμα μοναδικὸ ποὺ φανερώνει ὅτι ὁ παντοδύναμος Κύριος εἶναι ποὺ ἔδινε τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμη γιὰ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου. Ἄλλωστε, ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε «ἐλᾶτε νὰ γίνετε ἁλιεῖς ἀνθρώπων», ἀλλὰ «ἐλᾶτε νὰ σᾶς κάνω ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Διότι Ἐκεῖνος δίνει τὴ χάρη Του γιὰ νὰ ἐπιτελεῖται κάθε ἔργο καὶ διακονία μέσα στὴν Ἐκκλησία. Οἱ τυχὸν ἱκανότητες καὶ τὰ χαρίσματα τῶν ἀνθρώπων καρποφοροῦν μόνο, ὅταν ἐγκεντρίζονται στὴν ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ· ὅταν δηλαδὴ καλλιεργοῦνται μὲ φρόνημα ταπεινὸ καὶ ἐκζήτηση τῆς θείας βοήθειας.
2. Τὸ «εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας»
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Κύριος κάλεσε τοὺς πρώτους Μαθητές Του, ξεκίνησε νὰ περιοδεύει ὅλη τὴ Γαλιλαία διδάσκοντας στὶς Συναγωγὲς τῶν Ἰουδαίων. Καὶ κήρυττε ἐκεῖ «τὸ εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας», τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα ὅτι πλησίαζε ὁ χρόνος τῆς πνευματικῆς Βασιλείας, ποὺ θὰ ἔφερνε στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀπολύτρωση καὶ τὴ χαρά. Καὶ θεράπευε κάθε εἴδους ἀσθένεια καὶ ἀδιαθεσία ποὺ συναντοῦσε στὸ λαό.
Εὐαγγέλιο! Λέξη ποὺ περιβάλλεται μὲ ἱερότητα καὶ αὐθεντία. Στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ σημαίνει τὴν καλὴ εἴδηση ἢ καὶ τὴν ἀγγελία νίκης. Στὴν Ἐκκλησία ἡ λέξη αὐτὴ σημαίνει κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ χαρμόσυνη ἀγγελία. Ὅπως γράφει ὁ κορυφαῖος Σέρβος θεολόγος τῆς ἐποχῆς μας ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος ἑορτάζει σήμερα (14 Ἰουνίου), τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι ἁπλῶς μία καινούργια, ἀνώτερη φιλοσοφία ἢ ἠθικὴ διδασκαλία· εἶναι «αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: ἡ ζωή Του, ἡ διδασκαλία Του, τὸ ἔργον Του, ὁ θάνατός Του, ἡ ἀνάστασίς Του, ἡ ἀνάληψίς Του, ἡ Ἐκκλησία Του». Ὁ ἴδιος πάλι ὑπογραμμίζει μὲ ἔμφαση: «Ἀληθινὸ “εὐαγγέλιο” γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν ὑπάρχει ἄνευ τοῦ Θεανθρώπου καὶ ἐκτός τοῦ Θεανθρώπου… Τί εἶναι “Εὐαγγέλιο”; Εὐαγγέλιο εἶναι πᾶν ὅ,τι ὁ Χριστὸς ἔφερε μαζί Του ὡς Θεὸς ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ, καὶ ὅ,τι ἔκανε χάριν ἡμῶν ὡς Θεάνθρωπος, καὶ ὅ,τι μᾶς ἔδωσε ὡς Σωτὴρ στὸ θεανθρώπινο Σῶμα Αὐτοῦ, τὴν Ἐκκλησία» (Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, Κεφάλαια Ἐκκλησιολογικά», § 47 καὶ § 13).
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσέγγιση τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τρόπο ὀρθολογικὸ ἀλλὰ μυστηριακὸ καὶ ἐκκλησιαστικό. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει καὶ νὰ ἑρμηνεύσει τὸ Εὐαγγέλιο, ἂν δὲν ζεῖ «ἐν Χριστῷ» κι ἂν δὲν μετέχει στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία ζοῦμε τὸ «εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας» ὡς δυνατότητα θείας ζωῆς ἀλλὰ καὶ ὡς προσδοκία «ἄλλης βιοτῆς» στὴν αἰωνιότητα.