Πολλοὶ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἁμαρτήματά τους, ἐπικαλοῦνται τὸ ὅτι γεννήθηκαν ἄνθρωποι. Τοὺς ἀκοῦμε νὰ λένε: «Ἄνθρωποι εἴμαστε, σφάλματα κάνουμε».
Βεβαίως κανεὶς δὲν ἀρνεῖται ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι καὶ κάνουμε σφάλματα. Μετὰ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων «ἠσθένησεν ἡ ἀνθρωπίνη φύσις», καὶ εἰσόρμησαν μέσα μας τὰ πάθη. Ἡ διάνοιά μας ἔγκειται «ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ πάσας τὰς ἡμέρας» (Γεν. ς΄ 5). Ἡ θέλησή μας εἶναι ἐξασθενημένη. Ἔχουμε ροπὴ καὶ κλίση πρὸς τὸ κακό. Δὲν κάνουμε τὸ καλὸ ποὺ θέλουμε, ἀλλὰ τὸ κακὸ ποὺ δὲν θέλουμε αὐτὸ πράττουμε (Ρωμ. ζ΄ 19). Ἁμαρτάνουμε καθημερινῶς «ἐν λόγῳ καὶ ἔργῳ, ἐν πράξει καὶ διανοίᾳ…».
Ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἁμαρτάνουμε, ἐπειδὴ γεννηθήκαμε ἄνθρωποι. Διότι δὲν ἁμαρτάνουμε ἀπὸ τὴ φύση μας, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν προαίρεσή μας. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀποδεικνύει τὴν ἀλήθεια αὐτὴ μὲ πολὺ ἁπλὸ συλλογισμό: Βλέπουμε, λέει, τὸ ἴδιο πρόσωπο ἄλλοτε νὰ εἶναι ἀνδρεῖο κι ἄλλοτε δειλό, ἄλλοτε πράο κι ἄλλοτε θυμωμένο. Ἐὰν τὰ γνωρίσματα αὐτὰ ἦταν τῆς φύσεως καὶ ὄχι τῆς προαιρέσεως, θὰ ἔπρεπε ὁ ἀνδρεῖος νὰ εἶναι πάντοτε ἀνδρεῖος καὶ ποτὲ δειλός, ὁ πράος πάντοτε πράος καὶ ποτὲ θυμώδης. Διότι «τὰ τῆς φύσεως ἀμετάθετα». Τὰ γνωρίσματα τῆς φύσεως εἶναι ἀμετάβλητα.
Τὸ πρόβατο ἀπὸ τὴ φύση του εἶναι ἥμερο. Ὁ λύκος ἀπὸ τὴ φύση του εἶναι ἄγριος. Ὑπάρχουν βέβαια περιπτώσεις ποὺ ὁρισμένα θηρία, μολονότι ἀπὸ τὴ φύση τους εἶναι ἄγρια, μὲ τὴν ἐκπαίδευση σ’ ἕνα βαθμὸ ἡμερεύουν. Ἢ ὁρισμένα κατοικίδια ζῶα, μολονότι ἀπὸ τὴ φύση τους εἶναι ἥμερα, ὅταν ἀφεθοῦν ἀδέσποτα, ἀγριεύουν. Ἀλλὰ κανένα ζῶο ἢ πτηνὸ δὲν ξεπερνάει τὴ φύση του. Ὅπως τὸ ἔπλασε ὁ Θεός, ἔτσι παραμένει.
Τὸν ἄνθρωπο ὅμως τὸν ἔπλασε ὁ Θεὸς ἐλεύθερο. Τοῦ χάρισε τὴν προαίρεση, τὸ αὐτεξούσιο, τὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως. Καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν καλὴ ἢ τὴν κακὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του μπορεῖ νὰ γίνεται καὶ ἀνδρεῖος καὶ δειλός, καὶ ἥμερος καὶ ἄγριος. «Καὶ ἄγριος γίνομαι ὅταν βούλωμαι καὶ ἥμερος ὅταν θέλω», τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Διότι δὲν δεσμεύομαι ἀπὸ τὴ φύση, ἀλλ’ ἔχω τιμηθεῖ μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως. «Οὐ γὰρ φύσει δέδεμαι, ἀλλ’ ἐλευθερίᾳ προαιρέσεως τετίμημαι» (ΕΠΕ 25, 620).
Σὲ ἄλλη ὁμιλία του λέει ὅτι συνηθίζουμε πολλὰ ἄγρια δένδρα νὰ τὰ μπολιάζουμε, καὶ γίνονται ἥμερα. Λόγου χάριν, μπολιάζουμε ἄγρια ἐλιά, καὶ γίνεται καλλιέλαιος. Κάτι ἀνάλογο μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε καὶ στὸ χαρακτήρα μας. Ἀπὸ ἄγριο τὸν κάνουμε ἥμερο. Ἡ ἀλλαγὴ ποὺ ἐπιτυγχάνουμε δὲν μεταβάλλει τὴ φύση, ἀλλὰ τὴν προαίρεσή μας. «Οὐ τὴν φύσιν μεταβάλλων, ἀλλὰ τὴν προαίρεσιν μεταφέρων» (Περὶ Μετανοίας, ΕΠΕ 30, 286).
Ἀκόμη, συνεχίζοντας τὸν ἀποδεικτικὸ συλλογισμό του ὁ χρυσορρήμων Πατήρ, λέει ὅτι, ἐὰν οἱ καλοὶ ἦταν καλοὶ ἀπὸ τὴ φύση τους, δὲν θὰ ἦταν ἐπαινετὴ ἡ ἀρετή τους. Οὔτε ἐμεῖς θὰ ἐνεργούσαμε σωστά, ἐὰν τοὺς πλέκαμε ἐγκώμια. Ἐπειδὴ ὅμως εἶναι καλοὶ ὄχι ἀπὸ τὴ φύση ἀλλ’ ἀπὸ τὴν προαίρεσή τους, γι’ αὐτὸ τοὺς ἀνήκει ὁ δίκαιος ἔπαινος. Γι’ αὐτὸ τοὺς ἐπιφυλάσσονται ἀνταποδόσεις καὶ ἀμοιβές.
Ἰσχύει καὶ τὸ ἀντίθετο. Ἐὰν οἱ κακοὶ ἦταν κακοὶ ἀπὸ τὴ φύση τους, δὲν θὰ εἶχαν εὐθύνη γιὰ ὅ,τι κάνουν. Οὔτε ἐμεῖς θὰ εἴχαμε τὸ δικαίωμα νὰ τοὺς ἐπιπλήττουμε. Διότι, ἐφόσον θὰ ἔσφαλλαν ἐξαιτίας τῆς φύσεώς τους, θὰ ἦταν ἄδικο νὰ ἀκοῦνε ἐπιπλέον καὶ τὶς δικές μας παρατηρήσεις. Ἐπειδὴ ὅμως σφάλλουν ὄχι ἐξαιτίας τῆς φύσεως, ἀλλ’ ἐξαιτίας τῆς προαιρέσεώς τους γι’ αὐτὸ τοὺς ὑποδεικνύουμε τὰ σφάλματά τους, γιὰ νὰ διορθωθοῦν καὶ νὰ μὴν τὰ ξανακάνουν.
Ἀκόμη, προσθέτει ὁ θεοφώτιστος ἑρμηνευτὴς τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ἂν ἤμασταν καλοὶ ἢ κακοὶ ἐξαιτίας τῆς φύσεώς μας, ὁ ἅγιος Θεὸς δὲν θὰ μᾶς ὑποσχόταν Βασιλεία Οὐρανῶν οὔτε θὰ μᾶς ἀπειλοῦσε μὲ αἰώνια τιμωρία. Ἐπειδὴ ὅμως εἴμαστε κύριοι τῆς θελήσεώς μας καὶ γινόμαστε κακοὶ ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία μας ἢ καλοὶ ἀπὸ τὴν προσπάθειά μας, γι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ Κόλαση καὶ ὁ Παράδεισος. Γι’ αὐτὸ ἐπιφυλάσσονται οἱ τιμωρίες ἢ οἱ ἀνταποδόσεις (ΕΠΕ 31, 342).
Τὸ συμπέρασμα στὸ ὁποῖο καταλήγει ὁ Ἅγιος εἶναι ὅτι δὲν πρέπει νὰ λέμε πὼς ὁ τάδε εἶναι ἐκ φύσεως καλὸς καὶ ὁ τάδε ἐκ φύσεως κακός. Διότι, ἐὰν εἶναι ἐκ φύσεως καλός, ποτὲ δὲν θὰ μπορέσει νὰ γίνει κακός. Κι ἂν εἶναι ἐκ φύσεως κακός, ποτὲ δὲν θὰ μπορέσει νὰ γίνει καλός. Ἀλλὰ στὴν πράξη βλέπουμε πολλοὺς νὰ μεταβάλλονται πρὸς τὸ καλύτερο ἢ πρὸς τὸ χειρότερο. Βλέπουμε τελῶνες νὰ γίνονται Ἀπόστολοι καὶ μαθητὲς νὰ γίνονται προδότες· πόρνες νὰ σωφρονίζονται καὶ ληστὲς νὰ εἰσέρχονται πρῶτοι στὸν Παράδεισο.
Κανεὶς ἐπίσης δὲν κατόρθωσε νὰ μὴν κοιμᾶται ἢ νὰ μὴν τρώει. Διότι ἀπὸ τὴ φύση μας χρειαζόμαστε τὸν ὕπνο καὶ τὴν τροφή. Γι’ αὐτό, ὅταν βλέπουμε κάποιον νὰ κοιμᾶται ἢ νὰ τρώει, δὲν τοῦ λέμε· ἔκανες ἁμαρτία. Ὅταν ὅμως τὸν βλέπουμε νὰ ψεύδεται, νὰ κλέβει, νὰ παραβαίνει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, τοῦ λέμε: ἁμάρτησες. Γιατί τὰ πρῶτα τὰ θεωροῦμε ἀδιάβλητα πάθη καὶ τὰ δεύτερα ἐπιλήψιμα; Διότι τὰ πρῶτα εἶναι τῆς φύσεως, ἐνῶ τὰ δεύτερα τῆς προαιρέσεως.
«Πανταχοῦ προαιρέσεως ἡμῖν δεῖ» (ΕΠΕ 24, 230). Παντοῦ καὶ σὲ ὅλα χρειάζεται νὰ κάνουμε καλὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου μας. Ὄχι «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» (Ψαλ. ρμ΄ [140] 4). Ὄχι δικαιολογίες ἀνυπόστατες. Δὲν ἀπαλλασσόμαστε ἀπὸ τὴν εὐθύνη γιὰ ὅ,τι κακὸ κάνουμε. Νὰ πράττουμε τὸ ἀγαθό. Νὰ δίνουμε ἄριστες ἐξετάσεις παντοῦ καὶ πάντοτε.