Ἀπάντηση στὸ πρόβλημα: «Γιατί εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς;»
Οἱ ἀσεβεῖς πλούσιοι, μᾶς εἶπε στοὺς προηγούμενους στίχους ὁ Ψαλμωδὸς τοῦ 72ου Ψαλμοῦ, ζοῦν βίο ἄλυπο καὶ «κατακυριεύουσι τῆς γῆς». Μὲ τὴ διαγωγή τους ὅμως αὐτὴ γίνονται σκάνδαλο καὶ ἑστία μολύνσεως γιὰ τοὺς ἄλλους. «Διὰ τοῦτο» ὁ λαός μου, λέει ὁ Ψαλμωδός, ἐπηρεαζόμενος ἀπὸ αὐτούς, ἀντὶ νὰ στρέφεται σὲ μένα τὸν προφήτη, νὰ ἀκούει τὰ κηρύγματά μου καὶ νὰ βαδίζει σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο νόμο τοῦ Θεοῦ, στρέφεται πρὸς τὸ μέρος ὅπου βρίσκονται οἱ ἀσεβεῖς. Ὁ λαὸς θαυμάζει τὸ παράδειγμά τους, ἐνθουσιάζεται ἀπὸ τὴ ζωή τους, θέλει νὰ τοὺς μιμηθεῖ. Βλέποντας μάλιστα ὅτι μένουν ἀτιμώρητοι καὶ ζοῦν μέσα στὴν εὐδαιμονία, φαντάζεται ἀπατώμενος ὅτι ἀντιγράφοντας τὴ ζωή τους δὲν θὰ ζήσει μέρες περιφρονημένες, ἄδειες καὶ χωρὶς ἐκτίμηση, ὅπως ἐγώ, ἀλλὰ μέρες γεμάτες εὐτυχία (Ψαλ. οβ΄ [72] 10). Μέρες γεμάτες χειροκροτήματα, ἐπιτυχίες καὶ θριάμβους.
Ὁ λαός, οἱ πολλοί, ζώντας μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀπάτη καὶ τὸν σκανδαλισμό, καταντοῦν σὲ πλήρη ἀποστασία καὶ ἀθεΐα λέγοντας: Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ πληροφορεῖται ὁ Θεὸς τὰ ὅσα συμβαίνουν στὴ γῆ; Εἶναι πράγματι ὅλα αὐτὰ γνωστὰ στὸν Ὕψιστο; (Ψαλ. οβ΄ [72] 11). Στὸ ὑπέροχο βιβλίο «Ἰώβ», ὁ Ἐλιφάζ, ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς φίλους τοῦ Ἰώβ, κατηγορεῖ τὸν θεοσεβὴ καὶ δίκαιο Ἰὼβ ὅτι λέει δῆθεν: «Τί ἔγνω ὁ ἰσχυρός; ἢ κατὰ τὸν γνόφον κρινεῖ; νεφέλη ἀποκρυφὴ αὐτοῦ, καὶ οὐχ ὁραθήσεται καὶ γῦρον οὐρανοῦ διαπορεύεται» (Ἰὼβ κβ΄ [22] 13-14): Τί ἔμαθε ὁ δυνατὸς Θεὸς ἀπὸ τὶς πράξεις τῶν ἀδύνατων ἀνθρώπων; Ἢ μήπως παρακολουθεῖ καὶ κρίνει τοὺς ἀνθρώπους μέσα ἀπὸ τὴν πυκνὴ νεφέλη ποὺ τὸν περιβάλλει; Τὸν κρύβει νεφέλη καὶ κανένας δὲν θὰ τὸν δεῖ, ἀλλ’ οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ἐνδιαφέρεται νὰ τὸν δεῖ κανείς. Περπατεῖ στὸ γύρο τοῦ οὐρανοῦ, διασχίζοντάς τον ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη στὴν ἄλλη, χωρὶς νὰ ἔχει ἀνάγκη τῆς γῆς γιὰ τοὺς περιπάτους του!
Ἐξ ἀφορμῆς λοιπὸν τῆς εὐημερίας τῶν ἀσεβῶν ὁ λαὸς ἀμφισβητεῖ τὴν Πρόνοια τοῦ πανάγαθου καὶ πάνσοφου Θεοῦ. Τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ κυριεύει ὁ σκανδαλισμός, ἡ ἀμφιβολία, ἡ ἀπιστία, ἡ ἀθεΐα. Λέει ὁ λαός: «δὲν ξέρω τί μοῦ λὲς ἐσύ… Ἐγὼ βλέπω ὅτι “οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ εὐθυνοῦντες εἰς τὸν αἰῶνα κατέσχον πλούτου” (Ψαλ. οβ΄ [72] 12)· ἀσφαλῶς δὲν τὰ γνωρίζει αὐτὰ ὁ Ὕψιστος. Ἰδού, αὐτοὶ ἐδῶ εἶναι ἁμαρτωλοὶ καὶ ὅμως εὐτυχοῦν, ἀπέκτησαν πλούτη, τὰ ὁποῖα καὶ αὐξάνουν συνεχῶς!».
Δὲν πρέπει νὰ μᾶς παραξενεύει ἡ στάση αὐτὴ τοῦ λαοῦ, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ θεόπνευστος προφήτης Ἱερεμίας ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Θεὸ Τοῦ λέει: Γιατί οἱ ἀσεβεῖς ἐπιτυγχάνουν στὶς ἐπιχειρήσεις καὶ στὰ σχέδιά τους; Γιατί εὐδοκιμοῦν καὶ εὐτυχοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ παραβαίνουν συνεχῶς καὶ συστηματικὰ τὸν ἅγιο νόμο σου; Τοὺς φύτευσες, καὶ αὐτοὶ ἔριξαν βαθιὲς καὶ ἰσχυρὲς ρίζες… (Ἱερ. ιβ΄ [12] 1).
Παρόμοιο μάλιστα σκανδαλισμὸ μὲ αὐτὸν τοῦ λαοῦ ἐκφράζει καὶ ὁ Ψαλμωδός. Διερωτᾶται καὶ αὐτός, ἀπορεῖ, κλονίζεται στὶς πεποιθήσεις του καὶ προσθέτει: «Καὶ εἶπα· ἄρα ματαίως ἐδικαίωσα τὴν καρδίαν μου καὶ ἐνιψάμην ἐν ἀθῴοις τὰς χεῖράς μου· καὶ ἐγενόμην μεμαστιγωμένος ὅλην τὴν ἡμέραν, καὶ ὁ ἔλεγχός μου εἰς τὰς πρωΐας» (Ψαλ. οβ΄ [72] 13-14). Δηλαδή· καὶ ἐγὼ ἀκόμη ὁ Ψαλμωδὸς κάποια στιγμὴ ποὺ παρασύρθηκα ἀπὸ τὸ θέαμα καὶ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀσεβῶν πλουσίων, εἶπα: Ἄρα μάταια διατήρησα ἁγνὴ τὴν καρδιά μου καὶ ἔπλυνα μαζὶ μὲ τοὺς ἀθώους τὰ χέρια μου γιὰ νὰ δείξω ὅτι εἶναι καθαρὰ ἀπὸ κάθε ἀδικία. Μάταια λοιπὸν δεχόμουνα κάθε μέρα τὶς μάστιγες ἀπὸ τὶς ἀδικίες καὶ τὶς θλίψεις μου; Μάταια κάθε πρωὶ ἔλεγχα τὸν ἑαυτό μου μήπως ἔφταιξα σὲ κάτι τὴν προηγούμενη μέρα ἢ μήπως παρεκτραπῶ σὲ κάτι τὴ μέρα ποὺ ἀρχίζει; Μάταια τὰ ὑπέμεινα ὅλα αὐτά;
Ὥστε καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ δίκαιοι καὶ θεοσεβεῖς μπροστὰ στὴν εὐημερία τῶν ἀσεβῶν παρασύρονται σὲ λογισμοὺς ὀλιγοπιστίας, σὲ ἀμφιβολία καὶ ἐρωτηματικὰ γιὰ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Σκέπτονται: Ἐφόσον συμβαίνουν αὐτά, ἄρα μάταια προσπαθῶ νὰ ἀσκήσω δικαιοσύνη, νὰ ζήσω μὲ ὁσιότητα. Μάταια ἐλέγχω καὶ ἀνακρίνω τὸν ἑαυτό μου. Μάταια νηστεύω, ἐγκρατεύομαι, προσεύχομαι, ἀγρυπνῶ… Μάταια θρησκεύω καὶ προσπαθῶ νὰ λατρεύω τὸν Θεό.
Θεωροῦμε περιττὸ νὰ τονίσουμε ὅτι τέτοιες καταστάσεις ἐκμεταλλεύεται ἄριστα ὁ ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας, ὁ πάγκακος διάβολος. Ἐκμεταλλευόμενος τὸ φαινόμενο αὐτὸ αὐξάνει τὶς ἀμφιβολίες, ἀναστατώνει τὴ συνείδησή μας καὶ ἀγωνίζεται νὰ μᾶς διαθέσει δυσμενῶς κατὰ τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Προσπαθεῖ νὰ μᾶς πείσει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄδικος ἢ ὅτι τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τὰ κυβερνᾶ ἡ τύχη, ἡ ὁποία χαμογελάει στοὺς πλουσίους ἢ σὲ πρόσωπα ποὺ ἐκμεταλλεύονται τὶς περιστάσεις χρησιμοποιώντας κάθε μέσο θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν τοὺς ἄνομους σκοπούς τους.
Ἀλλὰ ματαιοπονεῖ ὁ ἀρχέκακος διάβολος. Ἀπατῶνται δὲ καὶ ὅσοι σκέπτονται ὅτι τὰ τοῦ κόσμου εἶναι ἀκυβέρνητα. Ἡ πραγματικότητα εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Θὰ μᾶς τὸ διδάξει στὴ συνέχεια ὁ προβληματιζόμενος Ψαλμωδός.