4. «Εἶναι ὅλα αὐτὰ γνωστὰ στὸν Ὕψιστο;»

Ἀπάντηση στὸ πρόβλημα: «Γιατί εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς;»

   Οἱ ἀσεβεῖς πλούσιοι, μᾶς εἶπε στοὺς προηγούμενους στίχους ὁ Ψαλμωδὸς τοῦ 72ου Ψαλμοῦ, ζοῦν βίο ἄλυπο καὶ ­«κατακυριεύουσι τῆς γῆς». Μὲ τὴ διαγωγή τους ὅμως αὐτὴ γίνονται σκάνδαλο καὶ ἑστία μολύνσε­ως γιὰ τοὺς ἄλλους. «Διὰ τοῦτο» ὁ λαός μου, λέει ὁ Ψαλμωδός, ἐπηρεαζόμενος ἀ­­­πὸ αὐτούς, ἀντὶ νὰ ­στρέφεται σὲ μένα τὸν προφήτη, νὰ ἀκούει τὰ κηρύγματά μου καὶ νὰ βαδίζει ­σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο νόμο τοῦ Θεοῦ, στρέφεται πρὸς τὸ μέρος ὅπου βρίσκονται οἱ ἀσεβεῖς. Ὁ λαὸς θαυμάζει τὸ παράδειγμά τους, ἐνθουσιάζεται ἀπὸ τὴ ζωή τους, θέλει νὰ τοὺς μιμηθεῖ. Βλέποντας μάλιστα ὅτι μένουν ἀτιμώρητοι καὶ ζοῦν μέσα στὴν εὐδαιμονία, φαντάζεται ἀπατώμενος ὅτι ἀντιγράφοντας τὴ ζωή τους δὲν θὰ ζήσει μέρες περιφρονημένες, ἄδειες καὶ χωρὶς ἐκτίμηση, ὅπως ἐγώ, ἀλλὰ μέρες γεμάτες εὐτυχία (Ψαλ. οβ΄ [72] 10). Μέρες γεμάτες χειροκροτήματα, ἐπιτυχίες καὶ θριάμβους.
   Ὁ λαός, οἱ πολλοί, ζώντας μέσα σ’ αὐ­τὴ τὴν ἀπάτη καὶ τὸν ­σκανδαλισμό, καταντοῦν σὲ πλήρη ­ἀποστασία καὶ ἀθεΐα λέγοντας: Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ πληροφορεῖται ὁ Θεὸς τὰ ὅσα συμβαίνουν στὴ γῆ; Εἶναι πράγματι ὅλα αὐτὰ γνωστὰ στὸν Ὕψιστο; (Ψαλ. οβ΄ [72] 11). Στὸ ὑ­­­­­­­πέροχο βιβλίο «Ἰώβ», ὁ ­Ἐλιφάζ, ἕ­νας ἀπὸ τοὺς τρεῖς φίλους τοῦ Ἰώβ, ­­­κα­­τηγορεῖ τὸν θεοσεβὴ καὶ ­δίκαιο Ἰὼβ ὅτι λέει δῆθεν: «Τί ἔγνω ὁ ­ἰσχυρός; ἢ κατὰ τὸν γνόφον κρινεῖ; νεφέλη ­ἀποκρυφὴ αὐ­τοῦ, καὶ οὐχ ­ὁραθήσεται καὶ γῦρον οὐ­ρανοῦ διαπορεύεται» (Ἰὼβ κβ΄ [22] 13-14): Τί ἔμαθε ὁ δυνατὸς Θεὸς ἀπὸ τὶς πράξεις τῶν ἀδύνατων ­ἀνθρώπων; Ἢ μήπως παρακολουθεῖ καὶ κρίνει τοὺς ἀνθρώπους μέσα ἀπὸ τὴν πυκνὴ ­νεφέλη ποὺ τὸν περιβάλλει; Τὸν ­κρύβει νεφέλη καὶ κανένας δὲν θὰ τὸν δεῖ, ἀλ­λ’ οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ­ἐνδιαφέρεται νὰ τὸν δεῖ κανείς. Περ­πατεῖ στὸ γύρο τοῦ ­οὐρανοῦ, δια­σχίζοντάς τον ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη στὴν ἄλ­­­­­λη, χωρὶς νὰ ἔχει ἀνάγκη τῆς γῆς γιὰ τοὺς περιπάτους του!
   Ἐξ ἀφορμῆς λοιπὸν τῆς ­εὐημερίας τῶν ἀσεβῶν ὁ λαὸς ἀμφισβητεῖ τὴν Πρό­­­νοια τοῦ πανάγαθου καὶ ­πάνσοφου Θεοῦ. Τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ κυριεύει ὁ σκαν­δαλισμός, ἡ ἀμφιβολία, ἡ ἀπιστία, ἡ ἀθεΐα. Λέει ὁ λαός: «δὲν ξέρω τί μοῦ λὲς ἐσύ… Ἐγὼ βλέπω ὅτι “οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ εὐθυνοῦντες εἰς τὸν αἰῶνα κατέσχον πλούτου” (Ψαλ. οβ΄ [72] 12)· ἀσφαλῶς δὲν τὰ γνωρίζει αὐτὰ ὁ Ὕψιστος. Ἰδού, αὐ­τοὶ ἐδῶ εἶναι ἁμαρτωλοὶ καὶ ὅμως εὐ­τυχοῦν, ἀπέκτησαν πλούτη, τὰ ὁποῖα καὶ αὐξάνουν συνεχῶς!».
   Δὲν πρέπει νὰ μᾶς παραξενεύει ἡ στάση αὐτὴ τοῦ λαοῦ, ἀφοῦ καὶ ­αὐ­τὸς ἀκόμη ὁ θεόπνευστος προφήτης ­Ἱερεμίας ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Θεὸ Τοῦ ­λέ­ει: Γιατί οἱ ἀσεβεῖς ἐπιτυγχάνουν στὶς ἐ­­πι­χειρήσεις καὶ στὰ σχέδιά τους; Για­τί εὐδοκιμοῦν καὶ εὐτυχοῦν ὅλοι ἐ­­­κεῖνοι ποὺ παραβαίνουν συνεχῶς καὶ συστη­ματικὰ τὸν ἅγιο νόμο σου; Τοὺς ­φύ­τευσες, καὶ αὐτοὶ ἔριξαν βαθιὲς καὶ ἰσχυρὲς ρίζες… (Ἱερ. ιβ΄ [12] 1).
   Παρόμοιο μάλιστα σκανδαλισμὸ μὲ αὐ­­τὸν τοῦ λαοῦ ἐκφράζει καὶ ὁ ­Ψαλμωδός. Διερωτᾶται καὶ αὐτός, ­ἀπορεῖ, κλονίζεται στὶς πεποιθήσεις του καὶ προσ­θέτει: «Καὶ εἶπα· ἄρα ματαίως ­ἐδικαίω­­σα τὴν καρδίαν μου καὶ ἐνιψάμην ἐν ἀθῴ­οις τὰς χεῖράς μου· καὶ ἐγενόμην μεμα­στι­γωμένος ὅλην τὴν ­ἡμέραν, καὶ ὁ ἔλεγχός μου εἰς τὰς πρωΐας» (Ψαλ. οβ΄ [72] 13-14). ­Δηλαδή· καὶ ἐγὼ ἀκόμη ὁ Ψαλμωδὸς ­κάποια στιγμὴ ποὺ παρασύρ­θηκα ἀπὸ τὸ ­θέαμα καὶ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀσεβῶν πλουσίων, εἶπα: Ἄρα μάταια διατήρησα ἁγνὴ τὴν καρδιά μου καὶ ἔπλυνα μαζὶ μὲ τοὺς ἀθώους τὰ χέρια μου γιὰ νὰ δείξω ὅτι εἶναι καθαρὰ ἀπὸ κάθε ἀδικία. Μάταια λοιπὸν δεχόμουνα κάθε μέρα τὶς μάστιγες ἀπὸ τὶς ἀδι­κίες καὶ τὶς θλίψεις μου; Μάταια κάθε πρωὶ ἔλεγχα τὸν ἑαυτό μου μήπως ἔ­­­φταιξα σὲ κάτι τὴν προηγούμενη μέρα ἢ μήπως παρεκτραπῶ σὲ κάτι τὴ μέρα ποὺ ἀρ­χίζει; Μάταια τὰ ὑπέμεινα ὅλα αὐτά;
   Ὥστε καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ δίκαιοι καὶ θε­οσεβεῖς μπροστὰ στὴν εὐημερία τῶν ἀσεβῶν παρασύρονται σὲ λογισμοὺς ὀλιγοπιστίας, σὲ ἀμφιβολία καὶ ἐρωτη­ματικὰ γιὰ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Σκέπτονται: Ἐφόσον συμβαίνουν αὐτά, ἄρα μάταια προσπαθῶ νὰ ἀσκήσω δικαιοσύνη, νὰ ζήσω μὲ ὁσιότητα. Μάταια ἐλέγχω καὶ ἀνακρίνω τὸν ἑαυτό μου. Μάταια νηστεύω, ἐγκρατεύομαι, προσεύχομαι, ἀγρυπνῶ… Μάταια θρησκεύω καὶ προσπαθῶ νὰ λατρεύω τὸν Θεό.
   Θεωροῦμε περιττὸ νὰ τονίσουμε ὅτι τέτοιες καταστάσεις ἐκμεταλλεύεται ἄριστα ὁ ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας, ὁ πάγκακος διάβολος. Ἐκμεταλλευόμενος τὸ φαινόμενο αὐτὸ αὐξάνει τὶς ἀμφιβολίες, ἀναστατώνει τὴ συν­εί­δησή μας καὶ ἀγωνίζεται νὰ μᾶς ­διαθέσει δυσ­μενῶς κατὰ τῆς ­ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Προσπαθεῖ νὰ μᾶς πείσει ὅτι ὁ Θεὸς εἶ­ναι ἄδικος ἢ ὅτι τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τὰ κυβερνᾶ ἡ τύχη, ἡ ὁποία χα­μο­γελάει στοὺς πλουσίους ἢ σὲ πρόσω­πα ποὺ ἐκμεταλλεύονται τὶς περιστά­σεις χρησιμοποιώντας κάθε μέσο θε­μι­τὸ καὶ ἀθέμιτο, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν τοὺς ἄνομους σκοπούς τους.
   Ἀλλὰ ματαιοπονεῖ ὁ ἀρχέκακος διάβολος. Ἀπατῶνται δὲ καὶ ὅσοι σκέπτονται ὅτι τὰ τοῦ κόσμου εἶναι ἀκυβέρνητα. Ἡ πραγματικότητα εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Θὰ μᾶς τὸ διδάξει στὴ συνέχεια ὁ προβληματιζόμενος Ψαλμωδός.