Ἡ μυστικὴ κραυγὴ τῆς ψυχῆς

   Ἦταν παράδοξη συγκυρία. Ἀ­­­π’ ἔξω χαλοῦσε ὁ κόσμος. Τὸ πλῆθος ἀ­­­­­­ναρίθμητο. ­Μικροὶ καὶ ­με­γάλοι, ἄνδρες καὶ ­γυναῖκες ­βά­­­διζαν ἀρ­γά, ἀνέμιζαν λoγιῶν-λογιῶν σημαῖες, ὕ­­­­ψωναν ἐντυπωσιακὰ ­συν­θήματα καὶ κραύγαζαν ὅλοι ­ρυθμικὰ τὰ λόγια ποὺ μετέδιδαν μὲ πάθος οἱ ντουντοῦκες. Εἶ­χαν αἰτήματα μεγάλα. Καὶ δίκαια. Κραύγαζαν τὸν πόνο τους γιὰ τὶς δουλειὲς ποὺ χάνονταν, γιὰ τοὺς μισθοὺς καὶ τὶς συντάξεις ποὺ περικόπτονταν δραματικά, γιὰ τὸ χαμένο μέλλον τῶν παιδιῶν τους. Ὁ ­σ­υμπυκνωμένος πόνος δυνάμωνε σὲ ἀπίστευτο βαθμὸ τὶς φωνές τους. Ὁ τόπος σείονταν ἀπὸ τὸ πάθος τῶν κραυγῶν τους.
   Ἦταν ἀπόγευμα, καὶ μόλις εἶχα ­ἀνε­­βεῖ τὰ σκαλιὰ μεγάλης ἐκκλησίας. Εἶχα στα­­θεῖ στὴν εἴσοδο καὶ ἔβλεπα καὶ ἄ­­­κου­γα ἀποσβολωμένος τὴ ­διαδήλωση. Ἔσπρωξα τελικὰ τὴν ­πόρτα καὶ μπῆκα. Ἄλλος κόσμος ἐδῶ. Ὁ ἔξω θόρυβος ἔ­­­σβησε. Γινόταν ­Ἑσπερινός. Ἦταν γιορ­τή, καὶ ὑπῆρχε κόσμος ἀρκετός. ­Ἀκόμα στὴν ἀρχή της ἡ Ἀκολουθία. ­Ἠρέμησε ἡ ψυχή μου. Ἆ! εἶπα. Τί ὡραῖα ἐδῶ! Ὅ­­­­μως ἐκείνη μόλις τὴ στιγμὴ οἱ ἱεροψάλτες ἄρχισαν νὰ ψάλλουν τό ­«Κύριε, ἐκέκραξα πρὸς Σέ…». Ἐνισχυμένος ὁ χορός τους, ὅλοι τους μὲ ὡραῖες καὶ δυ­­νατὲς φωνές. Τὸ σύστημα μικροφωνικῆς ἐνισχύσεως πολὺ δυνατό, καὶ ὁ ναὸς πλημμύρισε ἀπὸ τὴν ψαλμωδία. Ἀντιβοοῦσε ὁ θόλος του, θαρροῦσες πὼς σειότανε ὅλος ὁ ναός. Ὅμως, ὅσο προχωροῦσε ἡ ψαλμωδία, αὐτὸ ἄρχισε νὰ μὲ ἐνοχλεῖ.
   Τὸ ἄκουσμα ἦταν μεγαλοπρεπές. Ἔ­­­νιωθες ὅτι θὰ μποροῦσε ὄχι μόνο νὰ σεί­ει τοὺς θόλους καὶ ὅλο τὸ ναό, ἀλλὰ καὶ νὰ φτάνει στὸν οὐρανό. Ἀλλὰ ἔφτανε; Ἦταν καθηλωτικό, ἀλλὰ γινόταν ἀρ­­κετὰ ἐνοχλητικὸ λόγῳ τῶν πολὺ δυνατῶν φωνῶν καὶ τῆς ὑπερβολικῆς ἐ­­­ν­ισχύσεώς τους ἀπὸ τὰ μεγάφωνα. Ἦ­­­ταν ψαλμωδία ποὺ ἤθελες πολὺ νὰ τὴ χαρεῖς, μὰ ὁ δυνατὸς ­θόρυβός της δὲν σοῦ τὸ ἐπέτρεπε. Ἐν τέλει δυσφοροῦ­σες.
   Εἶχα χωθεῖ σὲ ἕνα στασίδι στὸ πίσω μέρος τοῦ δεξιοῦ κλίτους. Δίπλα μου ὑπῆρχε μικρὴ κόγχη, ὅπου εἶχαν ἀποθηκευτεῖ κάποια πράγματα τοῦ ναοῦ: ἕνα τραπέζι, ἡ κολυμβήθρα, κάνα-δυὸ καρέκλες… Ἆ, καί… Τί ἦταν αὐτό; Κάτι κουνιόταν ἐλαφρὰ στὸ ­παραδιπλανὸ στασίδι. Ἦταν ἄνθρωπος! Ἕνας ἄνθρω­­πος ζαρωμένος ἐκεῖ στὴ γωνιά. Πῶς δὲν τὸ εἶχα προσέξει ἀμέσως; Μὰ τί στὸ καλὸ ἔκανε ἐκεῖ πέρα; Δὲν φαινόταν νὰ ἔχει ἀντιληφθεῖ τὴν παρουσία μου. Ἔ, καί… δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος προσευχόταν. Τὸ ἔνιωθες, τὸ καταλάβαινες. Ἦχος δὲν ἀκουγόταν, ἀλλὰ ἔβλεπες τὰ ­χείλη του νὰ κινοῦνται ἐλαφρά. Ἂν καὶ τὸ φῶς ἐκεῖ ἔφτανε λιγοστό, μποροῦσες νὰ δεῖς νὰ λαμπυρίζουν τὰ ὑγρὰ μάτια του.
   Ναί! Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος προσευχόταν πραγματικά. Ἔκραζε!
   Νὰ λοιπόν! Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ προσ­ευχή. Μυστήριο κραυγῆς ἐνεργούμενο μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ Θεοῦ.
   Θαῦμα! Ἡσυχία ἀνείπωτη μέσα σὲ θόρυβο σχεδὸν ἀφόρητο.
   Ἔκραζε; Ναί, ἔκραζε! Ἔκραζε, χωρὶς νὰ βγαίνει ἦχος ἀπὸ τὰ χείλη του. Οὔτε κἂν ψίθυρος. Ἔκραζε ὅπως εἶχε κράξει κάποτε ὁ μέγας Μωυσῆς, ὅταν ὁ Φαραὼ εἶχε κλείσει ἀσφυκτικὰ τὸν λαό του μπροστὰ στὴν Ἐρυθρὰ ­θάλασσα. Τότε ὁ Μωυσῆς κραύγασε δυνατὰ πρὸς τὸν Θεό. «Κραύγασε», χωρὶς νὰ βγεῖ ἦχος ἀπὸ τὸ στόμα του. Τί ­«κραυγὴ» ἦταν ἐκείνη! Βρόντηξε ὁ οὐ­ρανός. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: «Τί βοᾶς πρός με;». Βοοῦσε σιωπῶν!
   Ἡ Ἀκολουθία εἶχε φτάσει ἤδη στὴν Εἴσ­οδο, ὅπως λέγεται, τοῦ ­Λυχνικοῦ, καὶ ὁ ἱερουργὸς παρακίνησε τοὺς ­πι­­στοὺς νὰ ψάλουν ὅλοι μαζὶ τὸ «Φῶς ἱλα­­ρόν».
   Ἦταν καλλίφωνος καὶ ἔδινε σωστὸ τό­­­νο στὴν ψαλμωδία. Τί ὕμνος ἦταν ἐκεῖ­νος! Ἔνιωθες νὰ ­ἀπογειώνεται ὁ ναός. Εἰδικὰ στὸ «ἄξιόν σε ἐν πᾶσι ­και­ροῖς ὑ­­­­μνεῖσθαι…», ἄγγιξε, ἔγινε ἕνα μὲ τὸν οὐρανό. Γέμισε ἡ ψυχή μου!
   Τελικὰ κατάλαβα ἕνα πράγμα: ὅτι οὔτε ἡ σιωπὴ μόνη της σὲ ἀνεβάζει οὔ­­­τε οἱ δυνατὲς φωνὲς σὲ ­ἀποκλείουν ἀπὸ τὴν ἄνοδο. Ἀλλὰ ἡ καρδιά… Ὅ­­πως κι ἂν προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος, νὰ προσεύχεται ἡ καρδιά.
   Μπορεῖ κανεὶς νὰ ψάλλει δυνατά· «Κύ­­­ριε, ἐκέκραξα πρὸς Σέ», νὰ ­τρίζουν τὰ παράθυρα ἀπὸ τὶς φωνές του, κι ὅ­­­μως στὸν οὐρανὸ νὰ μὴν ἀκούγεται τίποτε. Καὶ μπορεῖ νὰ ψελλίζεις μὲ πόνο τὰ ἴδια λόγια, καὶ νὰ γίνεται σεισμὸς στὸν οὐρανό.
   Νὰ προσεύχεται ἡ καρδιά, αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο. Ὅταν προσευχόμαστε, εἴτε ψάλλοντας μὲ δυνατὴ φωνὴ εἴτε ἀφώνως καὶ μυστικῶς, νὰ προσεύχεται ἡ καρδιά. Νὰ βάζουμε καρδιὰ στὴν προσευχή.