Ζοῦμε σὲ μέρες ἀποστασίας ὰπὸ τὴ συνειδητὴ ὀρθόδοξη ζωή. Ζοῦμε σὲ ἐποχὴ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, μιὰ καὶ πλέον καὶ τὰ σύγχρονα μέσα ἐπικοινωνίας ἀλλὰ καὶ ἡ αὐξανόμενη συνύπαρξη μὲ ἀνθρώπους ἄλλων θρησκευμάτων ἀλλοιώνουν τὸ Ὀρθόδοξο κριτήριό μας. Στὰ πλαίσια αὐτὰ κυριαρχεῖ στοὺς περισσότερους ἀνθρώπους ἡ ἀντίληψη ὅτι οἱ ποικίλες ἀρετὲς εἶναι καρπὸς καὶ ἐπίτευγμα τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας καὶ φυσικὰ σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο ἀποτελοῦν προσωπικὴ κατάκτηση κάθε ἀνθρώπου!
Βλέπουν λοιπὸν οἱ περισσότεροι τὴ φιλανθρωπία, τὴν ἀγάπη, τὴ συγχωρητικότητα καὶ τὶς ἄλλες ἀρετὲς ὡς καρπὸ τοῦ ὑψηλοῦ πολιτισμικοῦ περιβάλλοντος στὸ ὁποῖο ἐμφανίζονται. Στὴν ἴδια συνάφεια, ἀρκετοὶ γιὰ παράδειγμα γονεῖς, συνδέουν τὰ παιδιά τους μὲ τὴν Ἐκκλησία μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ γίνουν καλὰ παιδιά. Νὰ διαβάζουν δηλαδή, νὰ ἀκοῦν τοὺς γονεῖς, νὰ εἶναι σεβαστικά, νὰ μὴν μπλέξουν μὲ τὰ ναρκωτικὰ καὶ ἄλλα παρόμοια.
Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν λόγο καὶ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἕτοιμη νὰ ὑποκλιθεῖ μπροστὰ στὴ φιλανθρωπία τῶν Ροταριανῶν, στὶς διαμεσολαβήσεις γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου κάποιων αἱρετικῶν, τὴν οἰκολογικὴ εὐαισθησία κάποιων ἀλλοθρήσκων κλπ. Ὅλα αὐτὰ ἀφ’ ἑνὸς ἔχουν κατορθώσει νὰ ἐπιβάλουν στοὺς περισσοτέρους τὴν ἀντίληψη τῆς ἠθικοποιήσεως τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀφ’ ἑτέρου τῆς τελείας αὐτονομήσεως τῶν ἀρετῶν ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γιατί, σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας, ἀληθινὴ ἀρετὴ ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξει. Καὶ αὐτὸ γιατὶ εἶναι πέρα ὣς πέρα ἀληθινὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ διάβολος δὲν ἀντιδρᾶ καὶ δὲν ἀντιστρατεύεται καμία ἀρετή, τὴ στιγμὴ ποὺ κρατᾶ σφικτὰ δεμένους τοὺς ἀνθρώπους ἐξαιτίας τῆς αἱρέσεώς τους καὶ τῶν παθῶν τους.
Ἔτσι μπορεῖ νὰ συναντήσει κανεὶς περιπτώσεις ἀνθρώπων ποὺ ἐμφανίζονται χαριτωμένοι καὶ κάτοχοι διαφόρων ἀρετῶν, ζοῦν ὅμως στὸ περιβάλλον τῆς αἱρέσεως ἢ βρίσκονται δέσμιοι βαρέων παθῶν.
Τί ἀρετὴ εἶναι τότε αὐτὴ ποὺ ἔχει κάποιος, ὅταν κινδυνεύει νὰ χάσει τὴν ψυχή του; Γιατὶ «ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία». Καὶ φυσικὰ χωρὶς μετάνοια πάλι δὲν ὑπάρχει σωτηρία, ὁπότε ἔχουν ἰσχὺ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας: «Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. ιστ΄ [16] 26).
Δὲν εἶναι σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἡ κατάκτηση κάποιων ἀρετῶν καὶ μάλιστα ὀφθαλμοφανῶν, ἀλλὰ ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ δὲν εἶναι αὐτοσκοπὸς ἡ προσοικείωση κάποιων ἀρετῶν, ἀλλὰ μοναδικὸς σκοπὸς εἶναι τὸ νὰ εἶναι ἀρεστὸς ὁ ἄνθρωπος στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Καὶ αὐτὸ γιατὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀναφέρονται ὅλες οἱ ἀρετὲς καὶ ἀπὸ Αὐτὸν πηγάζουν. Χωρὶς τὸν Χριστὸ ἀρετὲς δὲν ὑπάρχουν, καὶ αὐτὲς ποὺ ὀνομάζονται ἀρετὲς δὲν εἶναι πραγματικές.
«Οὐσία πάντων τῶν ἀρετῶν αὐτὸς ἐστὶν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός», λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (PG 91, 1081D). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ ἀρετὲς ἐμπνέονται ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Χαριτώνονται ἀπὸ Αὐτόν. Ἐνισχύονται ἀπὸ Αὐτὸν καὶ τελικὰ κατορθώνονται ἐν Χριστῷ καὶ πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ.