Ὁ ἅγιος Παυλίνος γεννήθηκε στὰ μέσα τοῦ 4ου αἰῶνος στὴν πόλη Μπορντὼ τῆς Γαλλίας. Ἀνήκει στοὺς ἐπιφανεῖς Ἁγίους τῆς Δύσεως πρὸ τοῦ Σχίσματος. Οἱ ρίζες του ἦσαν ἀριστοκρατικές. Καταγόταν ἀπὸ ρωμαϊκὸ τιμημένο, ἔνδοξο γένος. Ἦταν καὶ πάμπλουτος, ἀφοῦ ἀπέραντες ἐκτάσεις τῆς Γαλατίας, τῆς Καμπανίας καὶ τῆς Ἱσπανίας ἦταν δικές του. Μαζὶ μὲ τὴ δόξα καὶ τὰ πλούτη ὁ Παυλίνος διέθετε καὶ σπάνια μόρφωση μὲ ὑψηλὸ ποιητικὸ τάλαντο, ποὺ τὸν εἶχε κατατάξει στοὺς μεγαλύτερους ποιητὲς τῆς Δύσεως. Τὰ πλούσια χαρίσματά του τὸν ὁδήγησαν σύντομα σὲ ἐπίζηλες θέσεις, ὅπως τοῦ μέλους τῆς ρωμαϊκῆς Συγκλήτου, τοῦ ὑπάτου καὶ τοῦ διοικητῆ τῆς Καμπανίας.
Ἀργότερα νυμφεύθηκε τὴν ἐπιφανὴ ἀρχόντισσα Θηρεσία. Τὸ ἀριστοκρατικὸ αὐτὸ ζεῦγος ζοῦσε μὲ ἀγάπη. Ἀπουσίαζε ὅμως ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἐγκόσμιες ἀσχολίες εἶχαν πνίξει τὶς οὐράνιες ἐφέσεις.
Ὡστόσο ἡ θαλπωρὴ τῶν ζωογόνων ἀκτίνων τοῦ Θεοῦ δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει στὴ ζωὴ τοῦ καλοδιάθετου ζεύγους. Ἀφορμὴ στάθηκε ἡ ἐπικοινωνία τοῦ Παυλίνου μὲ ἅγιες ἀρχιερατικὲς μορφὲς τῆς ἐποχῆς του, ὅπως τοῦ ἁγίου Μαρτίνου ἐπισκόπου Τουρώνης, καὶ τοῦ Δελφίνου ἐπισκόπου Μπορντώ. Εἶδε τότε μὲ
ἄλλα μάτια τὰ ἐγκόσμια. Τὰ θεώρησε πρόσκαιρα καὶ πόθησε τὰ μόνιμα, δηλαδὴ τὰ ἐπουράνια. Ζήτησε μὲ πόθο καὶ βαπτίσθηκε τὸ ἔτος 389. Ἐξερχόμενος ἀπὸ τὰ καθαρτικὰ καὶ ἐξαγιαστικὰ ὕδατα τῆς ἁγίας κολυμβήθρας, ἦταν πλημμυρισμένος ἀπὸ οὐράνιο φῶς καὶ ἀπέραντη εἰρήνη.
Ὁ λαὸς ποὺ τὸν γνώριζε, τὸν θαύμασε γιὰ τὴ μεταστροφή του. Ἐκτιμώντας τὸν πλοῦτο τῶν ἀρετῶν του, ζήτησε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο νὰ τὸν χειροτονήσει. Ἔτσι ὁ Παυλίνος γίνεται λειτουργὸς τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Τὸ 393 τὸν βρίσκουμε πρεσβύτερο στὴ Βαρκελώνη. Ἐκείνη τὴν περίοδο ἔχασε τὸ νεογέννητο ἀγόρι του. Τὸ κήδεψε μὲ θλίψη.
Μετὰ πῆρε τὴν ἱερὴ ἀπόφαση τῆς ἁγίας ἀποταγῆς. Ὅλη τὴν ἀπέραντη περιουσία του τὴν ἐκποίησε. Ἔδωσε ἁπλόχερα σὲ φτωχοὺς τὰ πάντα: Ἄνοιξε τὶς ἀποθῆκες του. Σκόρπισε τὰ ἀγαθά του μὲ χαρὰ στοὺς πονεμένους. Στέγνωσε τὰ δάκρυα τῶν ἀπελπισμένων. Ἐξαγόρασε αἰχμαλώτους. Καὶ αὐτὸς ἔμεινε πάμφτωχος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ λέγοντας: «μὲ ὅλα τὰ ἐπίγεια ἀγαθά μου πλήρωσα τὴν ἐλπίδα τοῦ οὐρανοῦ».
Σταθμὸς γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Παυλίνου ἀπετέλεσε ἡ συνάντησή του μὲ τὸν ἐπίσκοπο Μεδιολάνων Ἀμβρόσιο. Στὸ πρόσωπό του ἀνεκάλυψε τὸν φιλόστοργο πατέρα! Κοντά του ἐπέλυε ἀπορίες γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ αὔξανε τὸν πνευματικό του πλοῦτο. Καὶ εὐγνωμονοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πολύτιμη αὐτὴ εὐεργεσία.
Ὁ Παυλίνος ἐτιμᾶτο πολὺ ἀπὸ τὸν ἁπλὸ λαό. Ἡ ὑψηλὴ ὅμως ἀριστοκρατία, καὶ δυστυχῶς καὶ ὁρισμένοι ἐκκλησιαστικοὶ τὸν φθόνησαν. Πολιτικοὶ τὸν περιφρόνησαν, συγκλητικοὶ τὸν παρεξήγησαν, καὶ ἑρμήνευσαν ὡς λαθεμένη τὴν ἀλλαγὴ πορείας τῆς ζωῆς του. Τὸν πολεμοῦσαν, γιατὶ εἶχε στερήσει τὴν πολιτεία ἀπὸ τὴν πολύτιμη πείρα του. Καὶ ἐνῶ ὁ Παυλίνος ὑπέμεινε σιωπηλὰ αὐτὲς τὶς προκλήσεις, ὁ ἐπίσκοπος Μαρτίνος τοῦ ἔπλεκε τὸ ἐγκώμιο καὶ ἔλεγε στὰ πλήθη τοῦ κόσμου: «Θέλετε νὰ δεῖτε τὸ Εὐαγγέλιο ἐφαρμοσμένο μὲ ἀκρίβεια στὴ ζωὴ κάποιου συγχρόνου μας ἀνθρώπου; Δεῖτε τὸν Παυλίνο».
Λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ Παυλίνος ἀποσύρεται στὴ Νόλα τῆς Ἰταλίας. Ἐποπτεύει τὸν ξενώνα τῶν πτωχῶν ποὺ ὁ ἴδιος ἐκεῖ εἶχε κτίσει. Ἱδρύει στὴν πόλη ἐκείνη Ἀδελφότητα μοναχῶν. Καὶ προσφέρει τὸν ἑαυτό του πρότυπο διακονίας καὶ θυσίας πρὸς ὅλους. Ἐκεῖ κοντὰ στὸν ξενώνα ἦρθε νὰ κατοικήσει μόνιμα καὶ ἡ Θηρεσία, γιὰ νὰ ζήσει καὶ αὐτὴ ὁσιακὸ καὶ ἀσκητικὸ βίο. Θὰ γίνει συμβοηθὸς τοῦ Παυλίνου στὰ ἔργα τῆς διακονίας. Τὸ ἱερὸ αὐτὸ ζεῦγος τὸ συνδέει τώρα μόνο μία ἀγάπη, ἡ θεϊκὴ πρὸς τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τίποτε ἄλλο.
Ὁ Παυλίνος ζεῖ λιτοδίαιτα. Τρέφεται μὲ χόρτα, εὐτελὴ λαχανικὰ καὶ μὲ λίγο ἄρτο. Φορεῖ χιτώνα ὑφασμένο ἀπὸ τρίχες καμήλου. Τηρεῖ μὲ ἀκρίβεια τὸν κανονισμὸ τῶν Κοινοβίων. Προσεύχεται θερμά. Μελετᾶ μὲ δίψα τὶς Ἅγιες Γραφές. Συγγράφει, συνθέτει στίχους, ἀλληλογραφεῖ μὲ τὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο καὶ τὸν ἅγιο Ἀμβρόσιο. Ἀπολαμβάνει ἀπερίγραπτη χαρὰ μὲ περίσσεια θείας Χάριτος. Πλήθη κόσμου καταφθάνουν κοντά του. Ζητοῦν εὐχές, συμβουλές, καθοδήγηση, ὅπως καὶ ἡ ἁγία Μελάνη. Τὸ 409 – ἕνα χρόνο πρὶν καταληφθεῖ ἡ Ρώμη ἀπὸ τοὺς βαρβάρους – ὁ Κύριος καλεῖ τὸν Παυλίνο στὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα. Καὶ θὰ ποιμάνει τὴν πόλη Νόλα μέχρι τὰ τέλη τῆς ζωῆς του.
Τὸ 410 οἱ κατακτητὲς συνέλαβαν τὸν Παυλίνο καὶ προσωρινὰ τὸν φυλάκισαν. Στὰ χρόνια τῆς ἐπισκοπείας του ὁ Παυλίνος ἀνέπτυξε τὰ πλούσια διοικητικὰ προσόντα του καὶ κατέπληξε ὅλους μὲ τὴ σοφία καὶ τὴ σύνεσή του. Ὁ αὐθεντικὸς βιογράφος του συνοπτικὰ σημειώνει: «Δὲν διαχώριζε τὴν εὐσπλαχνία ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη, κι ἂν ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τιμωρήσει, τὸ ἔκανε σὰν πατέρας ποὺ παιδαγωγεῖ. Δὲν φρόντιζε νὰ τὸν φοβοῦνται, ἀλλὰ ἐνδιαφερόταν πῶς νὰ τὸν ἀγαποῦν ὅλοι. Τίποτε δὲν ἦταν ἱκανὸ νὰ τὸν ὀργίσει. Κανεὶς δὲν εἶχε τὴν εὐτυχία νὰ τοῦ μιλήσει, δίχως τὴν ἐπιθυμία νὰ μὴν τὸν ἀποχωριστεῖ».
Τὴ νύχτα τῆς 22ας Ἰουνίου τοῦ 431 ὁ ἅγιος Παυλίνος μετὰ ἀπὸ σοβαρὴ ἀσθένεια, καὶ ἀφοῦ εἶχε κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, συμπαραστατούμενος ἀπὸ δύο ἐπισκόπους, μὲ εἰρήνη ψυχῆς καὶ ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ πανοικτίρμονος Θεοῦ, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο τῆς δόξης.