Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ κοιτώντας γύρω μας διαπιστώνουμε τὸ ὀλιγάριθμο τῶν πιστῶν χριστιανῶν. Πόσοι ἀλήθεια ἐκκλησιάζονται κάθε Κυριακή; Πόσοι τηροῦν τὶς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας; Πόσοι ἐξομολογοῦνται καὶ κοινωνοῦν μὲ προετοιμασία; Πόσοι ζοῦν συνειδητὰ τὴ ζωὴ ποὺ ζητᾶ ὁ Κύριός μας καὶ ὁρίζει τὸ Εὐαγγέλιό Του; Λίγοι. Ἐλάχιστοι. Καὶ ὅσο συνειδητοποιοῦμε τὸ ἐλάχιστο αὐτὸ ποσοστό, τόσο καὶ ἀπογοητευόμαστε καὶ ἀπελπιζόμαστε. Καὶ τελικὰ ἀναρωτιώμαστε: ἂν εἶναι ἔτσι, ποιοὶ λοιπὸν θὰ σωθοῦν; Ποιοὶ θὰ ἀξιωθοῦν νὰ ἀπολαύσουν τὴ χαρὰ τῆς μελλούσης Βασιλείας τῶν οὐρανῶν;
Ὅμως τὸ ἐρώτημα οὔτε ἀναδύεται ἀπὸ τὴν ὑπάρχουσα ἀπογοητευτικὴ πραγματικότητα οὔτε πρωτοφανὲς καὶ σύγχρονο εἶναι. Εἶναι ἐρώτημα σύγχρονο τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου. Τέθηκε στὸν ἴδιο τὸν Κύριο 2.000 χρόνια πρίν. Κάποιος δηλαδὴ Τὸν ρώτησε: «Κύριε, εἰ ὀλίγοι οἱ σωζόμενοι;» (Λουκ. ιγ΄ [13] 23)· Κύριε, εἶναι ἄραγε ὄντως λίγοι αὐτοὶ ποὺ τελικὰ σώζονται; Καὶ βέβαια, πολὺ σωστὰ τὸ ἐρώτημα ἐτέθη στὸν Κύριο, διότι μόνος Αὐτὸς ἦταν σὲ θέση ὡς παντογνώστης νὰ γνωρίζει τὴν ἀπάντηση σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα.
Ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν ἔδωσε ἄμεση ἀπάντηση.
Καὶ δέν ἔδωσε ἀπάντηση, γιατὶ δὲν ἦλθε στὴν πρώτη ἐπὶ τῆς γῆς παρουσία Του γιὰ νὰ μᾶς φανερώσει ὅ,τι θὰ ἀποφασίσει κατὰ τὴ Δευτέρα Του Παρουσία.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στὸ παραπάνω ἐρώτημα, δὲν ἱκανοποίησε τὴν περιέργεια τοῦ ἐρωτῶντος. Θέλησε ὅμως νὰ τοῦ ἀπαντήσει γιὰ νὰ τὸν ὠφελήσει.
–Μὴ ρωτᾶς λοιπόν, τοῦ λέει, πόσοι θὰ σωθοῦν. Αὐτό, ἀκόμη καὶ ἂν τὸ μάθεις, δὲν σὲ ὠφελεῖ. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ μάθεις καὶ ποὺ πρέπει περισσότερο νὰ σὲ ἀπασχολεῖ, εἶναι τὸ πῶς θὰ σωθεῖς. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ἔχει σπουδαιότερη καὶ ὠφελιμότερη σημασία, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπαντῶ σ’ αὐτό: Μάθε λοιπὸν ὅτι γιὰ νὰ σωθεῖτε, θὰ πρέπει νὰ ἀγωνίζεσθε. «Ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς πύλης» (Λουκ. ιγ΄ [13] 24).
«Ἀγωνίζεσθε». Αὐτὸ εἶναι ποὺ χρειάζεσθε. Ὁ ἀγώνας. Ὁ διαρκὴς καὶ ἔντονος καὶ μὲ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις.
Ἀγώνας ἀποφασιστικὸς γιὰ νὰ βαδίζουμε μὲ συνέπεια τὴν ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, χωρὶς συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος δὲν εἶπε «ἀγωνισθεῖτε», ἀλλὰ «ἀγωνίζεσθε». Διαρκῶς, ἀδιακόπως, μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις σας μέχρι θανάτου. Μόνο ἔτσι θὰ σωθεῖτε.
Ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε λοιπὸν ἀπὸ τὴ φαινομενικὴ ἄρνηση τῆς ὁδοῦ τῆς σωτηρίας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Πρῶτον, γιατὶ δὲν ξέρουμε μὲ ποιὰ κριτήρια θὰ κρίνει ὁ πάνσοφος Κύριος, Αὐτὸς ποὺ θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» (Α΄ Τιμ. β΄ 4).
Μήπως θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ ποτὲ κανεὶς ὅτι ὁ ληστὴς ποὺ συσταυρωνόταν μὲ τὸν Κύριο θὰ ἦταν ὁ πρῶτος ἔνοικος τοῦ Παραδείσου; Φυσικὰ ὄχι. Ἂς μὴ σκαλώνει ἡ σκέψη μας λοιπὸν στὴν ἀπορία: πόσοι θὰ σωθοῦν; Ἀλλὰ νὰ μᾶς ἐνδιαφέρει ἂν πραγματικὰ θὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς μεταξὺ τῶν σωζομένων. Νὰ ἔχουμε αὐτὴ τὴν ἱερὴ ἀνησυχία. Καὶ ταυτόχρονα νὰ εἰρηνεύουμε, γιατὶ γνωρίζουμε τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν προσωπική μας σωτηρία. Ἔχουμε στὰ χέρια μας τὸ κλειδὶ ποὺ ἀνοίγει τὴν πύλη τῆς οὐρανίου Βασιλείας. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸν προσωπικό μας ἀγώνα. Ἂς ἀγωνιζόμαστε λοιπόν. Γιατὶ μόνο οἱ ἀγωνιστὲς θὰ εἶναι καὶ οἱ νικητὲς τοῦ Παραδείσου. Ἂς ἀγωνιζόμαστε μὲ ἐλπίδα, μὲ πίστη, μὲ ἔνταση, χωρὶς διακοπή. Ἐναντίον τῶν παθῶν μας, τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἐναντίον τοῦ τρόπου ζωῆς τῶν πολλῶν, ποὺ εἴτε ἀπὸ ἄγνοια εἴτε ἀπὸ ἀδιαφορία ζοῦν στὴν ὁδὸ τῆς ἁμαρτίας. Μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα ἂς ἀγωνιζόμαστε μέσα στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, ἔτσι ὥστε καὶ διὰ τῆς Χάριτός Του νὰ ἀπολαύσουμε τὸ μέγα ἔλεός Του καὶ τὴν αἰώνια σωτηρία μας.