Tὸ ἀκοῦμε συχνά: Δὲν πιστεύω στὸν Θεό. Δὲν ὑπάρχει. Εἶμαι ἄθεος.
Πολλοὶ συνάνθρωποί μας, συμπατριῶτες μας, ποὺ ζοῦν στὴν ἐκ παραδόσεως Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ πατρίδα μας, ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν πίστη, δὲν κάνουν τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, δὲν ἐκκλησιάζονται, δὲν προσέρχονται στὰ ἱερὰ Μυστήρια, δὲν προσκυνοῦν τὸ Εὐαγγέλιο. Δὲν πιστεύουν. «Εἴμαστε ἄθεοι», λένε.
Ἀλλὰ εἶναι δυνατόν; Ὑπάρχουν πράγματι ἄθεοι ἄνθρωποι;
Τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ Γένεση, περιγράφει στοὺς πρώτους στίχους τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Μὲ λόγους λιτοὺς καὶ ἁπλοὺς ὁ θεόπτης Μωυσῆς παρουσιάζει ἐνώπιόν μας τὶς διαδοχικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ τὴν πανσοφία, τὴν παντοδυναμία καὶ παναγαθότητά Του ὁλοκλήρωσε τὸ θαυμαστὸ σύνολο τῆς ὁρατῆς κτίσεως. Στὸ τέλος ἐκθέτει τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔρχεται ὡς ὁ βασιλιὰς νὰ κατοικήσει στὸ ἑτοιμασμένο γι’ αὐτὸν περικαλλὲς ἀνάκτορο τῆς κτίσεως. Τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς δὲν τὸν δημιούργησε μὲ μόνο τὸ δημιουργικό Του πρόσταγμα, ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα, ἀλλὰ τὸν ἔπλασε. Δηλαδὴ τὸν ἔφερε στὴν ὕπαρξη μὲ ξεχωριστὴ ἐπέμβαση καὶ εἰδικὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια. Καὶ τοῦ ἐνεφύσησε πνοὴ ζωῆς. Τὸν ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» δική Του (βλ. Γεν. α΄ 26, β΄ 7).
Τί σημαίνουν αὐτά; Ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι θεόπλαστος.
Ἐπιπλέον εἶναι θεόμορφος, ἀφοῦ εἶναι πλασμένος «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ». Δηλαδὴ εἶναι λογικὸς καὶ ἐλεύθερος, ὅπως εἶναι ὁ Θεός. Εἶναι προικισμένος καὶ μὲ δημιουργικὸ χάρισμα καὶ ἔχει τὴν ἐντολὴ νὰ ἄρχει, νὰ κυριαρχεῖ ἐπὶ τῆς κτίσεως. Εἶναι «βασιλεὺς τῶν ἐπὶ γῆς, βασιλευόμενος ἄνωθεν», ἕνας ἄρχοντας μέσα στὴ δημιουργία, κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (P.G. 36, 324).
Ἐπειδὴ εἶναι πλασμένος καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ», ἔχει ὕψιστο σκοπὸ τῆς ζωῆς του νὰ ὁμοιάσει μὲ τὸν Θεό, νὰ ἀποκτήσει τὶς ἀρετὲς τοῦ Θεοῦ, ὅσο βέβαια αὐτὸ εἶναι δυνατὸν στὸν μικρὸ καὶ πεπερασμένο ἄνθρωπο· καὶ τελικὰ νὰ ζήσει ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος, αἰώνιος, ἔνδοξος καὶ λαμπρὸς στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνει δηλαδὴ θεὸς καὶ αὐτός, ἕνας θεὸς κατὰ χάριν.
Ὁ ἄνθρωπος «Θεοῦ τε κτίσμα» τυγχάνει, «καὶ θεὸς εἶναι κεκελευσμένος», ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος (βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιτάφιος εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον, ΕΠΕ 6, 210). Εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ γίνει καὶ αὐτὸς θεός. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλεῖο τῆς καταγωγῆς καὶ τὸ θαυμαστὸ ὕψος τοῦ προορισμοῦ του. Ἀπὸ τὸν Θεὸ πλασμένος γιὰ νὰ γίνει θεός! Ὅπως λέει πάλι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μὲ τὸν περιεκτικὸ καὶ ἀποφθεγματικό του λόγο, ὁ ἄνθρωπος εἶναι «θεόθεν εἰς Θεὸν ἐρχόμενος», ἀπὸ τὸν Θεὸ ξεκινᾶ καὶ στὸν Θεὸ καταλήγει (P.G. 37, 1354). Ἡ πορεία του στὸν κόσμο αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοήσει τὸν Θεό.
Θεόπλαστος, θεόμορφος, προορισμένος νὰ γίνει θεὸς κατὰ χάριν ὁ ἄνθρωπος! Ἀπὸ τὸν Θεὸ πλασμένος, κατὰ Θεὸν πλασμένος καὶ γιὰ τὸν Θεὸ πλασμένος. Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀποτυπωμένη στὴν ἴδια τὴν κατασκευή του. Ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν στὴν ψυχή του. Ὁ Θεὸς εἶναι στὴν προοπτική του.
Πῶς μποροῦμε νὰ ξεφύγουμε τὸν Θεό; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ Τὸν ἀγνοήσουμε; Ὁ Θεὸς εἶναι μέσα μας. Ὁ Θεὸς εἶναι καὶ γύρω μας. «Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν», διακήρυξε πρὸς τοὺς σοφοὺς τῶν ἀρχαίων Ἀθηνῶν ὁ ἀ- πόστολος Παῦλος (Πράξ. ιζ΄ 28). Μέσα σ’ Αὐτὸν σὰν σὲ πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα ζοῦμε καὶ κινούμαστε καὶ ὑπάρχουμε. «Ὥσπερ ἀδύνατον ἀγνοῆσαι τὸν ἀέρα πανταχοῦ κεχυμένον καὶ οὐ μακρὰν ἀφ’ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα, μᾶλλον δὲ καὶ ἐν ἡμῖν ὄντα· οὕτω δὴ καὶ τὸν τῶν ὅλων δημιουργόν», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (P.G. 60, 271). Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀγνοήσεις τὸν ἀέρα, ποὺ βρίσκεται παντοῦ σκορπισμένος, καὶ δὲν εἶναι μακριὰ ἀπ’ τὸν καθένα μας, μᾶλλον δὲ βρίσκεται καὶ μέσα μας, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὸν Δημιουργὸ τῶν ὅλων.
Ὅταν ἀρνούμαστε τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, εἶναι σὰν νὰ ἀρνούμαστε ὅτι ὑπάρχει ἡ ἀτμόσφαιρα, ἐνῶ ζοῦμε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα καὶ ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα. Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ζήσουμε οὔτε γιὰ λίγα δευτερόλεπτα τοῦ χρόνου ἔξω ἀπὸ αὐτήν.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Θεό. Τὸ ἀπαγορεύει ἡ ἴδια ἡ κατασκευή του. Ὅποιος ἀρνεῖται τὸν Θεὸ εἶναι ἀναγκασμένος νὰ καταστρέψει τὸν ἑαυτό του. Ὅποιος ἐπιχειρεῖ νὰ θανατώσει τὸν Θεό, θανατώνει τελικὰ τὸν ἑαυτό του. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀπανθρωπία ἀπὸ τὴν ἀθεΐα. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀφροσύνη ἀπὸ τὴν ἀπιστία.
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ λένε ὅτι εἶναι ἄθεοι ἢ ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι ἄθεοι ἢ ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ εἶναι τέτοιοι. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἄθεοι εἶναι ζήτημα ἂν ὑπάρχουν.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι εἶναι ἄθεος, μπορεῖ νὰ ἀρνεῖται τὰ ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, στὴ δύσκολη ὥρα ὅμως ζητάει τὶς Εὐχές της. Δὲν πιστεύει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀναγνωρίζει ὅμως ὅτι ἡ διδασκαλία του μπορεῖ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ἀποφεύγει νὰ κάνει τὸν Σταυρό του, στὶς ὧρες τῆς τρικυμίας ὅμως τρέχει στὰ ἱερὰ Προσκυνήματα, καταφεύγει στοὺς Ἁγίους, ζητάει τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ δίψα γιὰ τὴ ζωή, ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἡ πάλη γιὰ τὴν ἐλευθερία, ὁ πόθος γιὰ τὴν αἰωνιότητα, εἶναι τελικὰ δίψα καὶ ἀγώνας καὶ πάλη καὶ πόθος γιὰ τὸν Θεό. Ὅλα αὐτὰ ὑπάρχουν στὴν κάθε ἀνθρώπινη ψυχή.
Ὅσοι ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε συνειδητὰ τὴν πίστη μας, ἀφενὸς μὲν νὰ τὴν ὁμολογοῦμε μὲ θάρρος, ἀφετέρου δὲ νὰ βοηθοῦμε τοὺς ἀδελφούς μας, ποὺ τὴν ἀγνοοῦν, νὰ ἀνακαλύπτουν μέσα τους τὴν ἀληθινή τους ταυτότητα, τὴ θεϊκὴ κατασκευή τους.