5. Τὸ ἀσφαλὲς καταφύγιο τῆς ψυχῆς

Ἀπάντηση στὸ πρόβλημα: «Γιατί εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς;»

   Στὴ συνέχεια ὁ ποιητὴς τοῦ 72ου Ψαλμοῦ διηγεῖται πῶς μπόρεσε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τοὺς προβληματισμούς, τὶς ἀμφιβολίες καὶ τοὺς δισταγμούς του σχετικὰ μὲ τὴν εὐδαιμονία τῶν ἀσεβῶν. Εἶναι ὅμως χαρακτηριστικὸ τοῦτο: Διαλογίζεται, συνταράσσεται, ἀπορεῖ, προβληματίζεται, ἀλλὰ δὲν ἀποκαλύπτει τὶς ἀμφιβολὶες καὶ τοὺς προβληματισμούς του σὲ ἄλ­λους. Δὲν τοὺς ἀποκαλύπτει, διότι φοβᾶται μήπως γίνει αἴτιος σκανδαλι­σμοῦ. Αὐτοσυγκρατεῖται γιὰ νὰ μὴν ­παρασύρει καὶ ἄλλους στὴν ἀμφιβολία ἢ καὶ στὴν ἀποστασία.
   Γράφει: Ἐὰν ἔλεγα· θὰ διηγηθῶ τοὺς δισταγμούς μου αὐτοὺς καὶ θὰ ­ἐκθέσω καὶ στοὺς ἄλλους τὶς σκέψεις μου ἔτσι ὅπως μοῦ ἔρχονται, στὴ γενιὰ τῶν παιδιῶν σου, Κύριε, θὰ γινόμουν ἀποστάτης καὶ ἀτίθασος καὶ προδότης διδάσκαλος. Δὲν ἀποκάλυψα ὅμως τοὺς δισταγμούς μου, ἀλλὰ νόμισα ὅτι ἔπρεπε πρῶτα νὰ μελετήσω τὸ ζήτημα, γιὰ νὰ τὸ κατανοήσω. Ἡ προσπάθειά μου ὅμως αὐτὴ ὑπῆρξε κόπος ἀνωφελὴς καὶ ἐξαντλητικός, διότι τὸ πρόβλημα τοῦτο παρέμεινε γιὰ μένα ἄλυτο (Ψαλ. οβ΄ [72] 15-16).
   Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ψαλμωδὸς τονί­ζει τὴν εὐθύνη ποὺ ἔχουμε ὡς διδάσκα­λοι καὶ καθοδηγοὶ ἄλλων. Στὶς πε­ριπτώσεις αὐτὲς πρέπει πολὺ νὰ προσ­έχουμε, ὥστε νὰ μὴν ­παρουσιαζόμαστε ἀβέβαιοι, ἀκατάστατοι καὶ ἀμφιβάλλοντες γι’ αὐτὰ ποὺ ὑποστηρίζουμε· ὡς διδάσκαλοι, ποὺ δὲν γνωρίζουμε πότε πρέπει νὰ ὁμιλοῦμε καὶ τί νὰ λαλοῦμε πρὸς οἰκοδομὴν τῶν ἀκροα­τῶν μας. Πρέπει νὰ σκεπτόμαστε δύο φορὲς καὶ νὰ μιλᾶμε μία. Νὰ προσ­έ­χουμε νὰ μὴ σκανδαλίσουμε τοὺς ἁ­­­πλοὺς καὶ ἀπονήρευτους. Ἀσφαλῶς πρέπει νὰ φροντίζουμε, ὥστε νὰ μὴ δημιουργοῦνται μέσα μας ἀσεβεῖς λογισμοί. Ἐὰν ὅμως εἶναι λάθος νὰ ἀφήνουμε νὰ δημιουργοῦνται τέτοιοι λογισμοί, εἶναι μεγαλύτερο λάθος νὰ τοὺς κοινοποιοῦμε εὐκαίρως – ἀκαίρως, διότι ὑπάρχει φόβος νὰ σκανδαλίσουμε «ἕνα τῶν μικρῶν τούτων» (Ματθ. ιη΄ [18] 6).
   Ὁ εὐλαβὴς Ψαλμωδὸς δὲν ἀποκαλύπτει μὲν τὶς ἀμφιβολίες του πρὸς ἀποφυγὴν σκανδαλισμοῦ τῶν ἀδυνάτων, μελετᾶ ὅμως τὸ πρόβλημα κατ’ ἰδίαν. Βυθίζεται λοιπὸν σὲ σκέψεις λέγοντας· ἂς μελετήσω ἐν σιωπῇ τὸ ζήτημα, γιὰ νὰ τὸ καταλάβω. Ὡστόσο ἡ μελέτη αὐτὴ ὑπῆρξε γι’ αὐτὸν κόπος ἀνωφελὴς καὶ ἐξαντλητικός. Διότι «κόπος ἀνθρώπῳ γνῶναι τοῦ Θεοῦ τὰ ἀπόκρυφα», καθὼς λέγει καὶ ὁ προφήτης Ἡσαΐας. Ποιὸς γνώρισε τὰ σχέδια ποὺ κρύβονται στὸ νοῦ τοῦ Κυρίου καὶ ποιὸς ἔγινε σύμβουλός του, ὁ ὁποῖος θὰ Τὸν διδάξει; (Ἡσ. μ΄ [40] 13)1.
   Τελικὰ ὁ Ψαλμωδὸς παίρνει ἀπάντηση ἀπὸ τὸ «ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ». Ὁμολογεῖ: Μέχρι ποὺ μπῆκα στὸ ναό, στὸ ἁγιαστήριο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκεῖ φωτίστηκα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· ἔστρεψα τότε τὸ βλέμμα μου στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν ποὺ εὐδαιμονοῦν καὶ προφητικὰ κατάλαβα ποιὸ θὰ εἶναι τὸ τέλος τους (Ψαλ. οβ΄ [72] 17). Δεχόμενος μέσα στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ τὴν ἔλλαμψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶδε νὰ ἀνασύρεται ἡ αὐλαία τῶν μελλόντων, καὶ τότε προσήλωσε τὸ βλέμμα του στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς τῶν ἁμαρτωλῶν ποὺ σήμερα εὐδοκιμοῦν καὶ κατάλαβε προφητικὰ τὸ τέλος, τὸ κατάντημά τους. Στὸ ναὸ φωτίστηκε, βυθίστηκε στὰ ἔσχατα καὶ ἔμαθε. Γράφει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: Ἔμαθα τουλάχιστον ποιὸς εἶναι ὁ πρόσφορος καιρὸς γιὰ τὴ γνώση τῶν προβλημάτων αὐτῶν· ἔμαθα ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ καιρὸς τοῦ θείου δικαστηρίου, ὅταν ὁ Κύριος θὰ ἀποδώσει «ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ» (Ρωμ. β΄ 6).
   Ὁρισμένοι ἑρμηνεύουν τὸ «ἁγιαστήριον», ὡς «τὸ ἑσόμενον κριτήριον»2. Διότι ἡ μέλλουσα Κρίση θὰ προσδιορίσει καὶ θὰ ἀποκαλύψει στὸν καθένα τὰ πρὸς ἀξίαν. Τότε θὰ πληροφορηθοῦμε ὅλοι, καὶ προπαντὸς οἱ μικρόψυχοι, τί εἴδους ἀγαθὸ εἶναι ἡ ἀρετὴ καὶ τί εἴδους ἡ κακία.
   Λέγοντας ὁ θεοσεβὴς Ψαλμωδὸς ὅτι ἡ προσπάθειά του ὑπῆρξε κόπος ἀνωφελὴς καὶ ἐξαντλητικός, διότι τὸ πρόβλημα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε παρέ-μει­νε γι’ αὐτὸν ἄλυτο, συμφωνεῖ μὲ τὸν «Ἐκκλησιαστὴ» ὅτι ὑπάρχουν προβλήματα γιὰ τὰ ὁποῖα «ὅσα ἂν μοχθήσῃ ἄνθρωπος τοῦ ζητῆσαι, καὶ οὐχ εὑρήσει· καί γε ὅσα ἂν εἴπῃ σοφὸς τοῦ γνῶναι, οὐ δυνήσεται τοῦ εὑρεῖν» (Ἐκκλησ. η΄ 17): Ὅσο καὶ ἂν κοπιάσει ὁ ἄνθρωπος, δὲν θὰ μπορέσει νὰ τὰ ἐ­ρευνήσει· ἀκόμη καὶ ὅσα ὁ σοφὸς θὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι γνώρισε, δὲν θὰ μπορέσει νὰ τὰ κατανοήσει καὶ νὰ δώσει λύση. Ὁ σοφὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πεῖ λόγους σοφούς, πιθανούς, ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια εἶναι ἀδύνατον νὰ τὴ βρεῖ! Μόνο ἂν προσέλθουμε ταπεινὰ καὶ ἐν προσευχῇ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ δώσουμε «τὸν λόγον τῷ Λόγῳ», παραδώσουμε τὸ στενὸ λογικό μας στὸν Υἱό καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀφήσουμε Ἐκεῖνον νὰ καταλάμψει τὸ ἐσωτερικό μας, θὰ φωτισθοῦμε ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς Του καὶ θὰ λάβουμε ἀπάντηση στὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα ποὺ μᾶς βασανίζουν. Ὥστε τὸ «ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ» εἶναι τὸ ἀσφαλὲς καταφύγιο τῆς ψυχῆς ποὺ πειράζεται προβληματιζόμενη. Μέσα στὸν ἅγιο χῶρο του ὅλα τὰ βλέπουμε ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς αἰωνιότητος. Ὅλα εἶναι καλά, ὅταν τελειώνουν καλά, ὁπότε εἰσέρχονται εὐπρόσδεκτα στὴν αἰωνιότητα. Διαφορετικὰ ὅσα συνεχίζουν νὰ μένουν κακά, θὰ λάβουν «ἔνδικον μισθαποδοσίαν» (Ἑβρ. β΄ 2)· θὰ τιμωρηθοῦν δίκαια καὶ μὲ τὴν ἀνάλογη τιμωρία.

 

1. Εἰς Νικοδήμου Ἁγιορείτου – Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, Ἑρμηνεία εἰς τοὺς 150 Ψαλμοὺς τοῦ Προφητάνακτος Δαβίδ, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», σελ. 279, ὑποσημ.
2. Βλ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου – Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, ὅ.π.