Ἡ «ἀναίδεια» στὴν προσευχὴ

   Επειδὴ ἔδειξε θράσος καὶ ἀναίδεια στὸ αἴτημά του, γι’ αὐτὸ θὰ πάρει αὐτὸ ποὺ ­χρειάζεται».
   Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἡ λογική μᾶς ὑποδεικνύει. Τί πιὸ φυσικό, θά ’λεγε εὔλογα κανείς, ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ἡ ἀπόδοση τῶν λόγων αὐτῶν ὡς ἑξῆς: «Ἐπειδὴ ἔδειξε θράσος καὶ ἀναίδεια στὸ αἴτημά του, γι’ αὐτὸ δὲν θὰ πάρει αὐτὸ ποὺ χρειάζεται».
   Κι ὅμως. Ἡ σύνταξη τοῦ λόγου εἶναι στὸν ἀντίποδα αὐτῆς τῆς λογικῆς. Καὶ τὸ πιὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι τὰ ­λόγια αὐ­­τὰ ἀνήκουν στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἀπὸ τὸ ἅγιο στόμα Του βγῆκαν!
   Ἦταν τότε ποὺ κάποιος μαθητής Του Τὸν παρακάλεσε νὰ τοὺς ­διδάξει νὰ προσεύχονται, καὶ ὁ ­Κύριος τοὺς παρέδωσε τὴν Κυριακὴ προσευχή, τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Καὶ ἔπειτα, ­προκειμένου νὰ τοὺς διδάξει πῶς θέλει νὰ προσ­ευχό­­μαστε, τοὺς εἶπε μιὰ παραβολή, μιὰ εἰ­­κόνα:
   Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, ρώτησε ὁ Κύριος, θὰ πάει ἀπὸ ἀνάγκη στὸ σπίτι ἑνὸς φίλου του τὰ μεσάνυχτα, θὰ χτυπήσει τὴν πόρτα του γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει κάτι, καὶ τελικὰ θὰ φύγει ἄπρακτος; Εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει ποτὲ αὐτό; Ἂν ὑποθέσου­με, ἐξήγησε ὁ Διδάσκαλος, ὅτι πηγαίνει τέτοια ὥρα καὶ λέει στὸ φίλο του: «σὲ παρακαλῶ, δῶσ’ μου τρία ψωμιά, γιατὶ κάποιος φίλος ἦρθε στὸ σπίτι ἀπὸ ταξίδι καὶ δὲν ἔχω νὰ τοῦ δώσω νὰ φάει»· τότε λοιπὸν εἶναι δυνατὸν ὁ ἄλλος νὰ ἀπαντήσει: «μὴ μ’ ἐνοχλεῖς, σὲ παρακαλῶ, τέτοια ὥρα. Ἔχει κλείσει ἡ πόρτα μου τώρα, εἴμαστε στὸ κρεβάτι κι ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου, δὲν μπορῶ νὰ σηκωθῶ καὶ νὰ σοῦ δώσω». Θὰ τὸ ἔλεγε ποτὲ αὐτὸ ὁ φίλος; ρώτησε ὁ θεῖος Διδάσκαλος.
   Καὶ συνέχισε:
   Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι ἀκόμα καὶ ἐὰν δὲν τοῦ δώσει λόγῳ τῆς φιλίας τους, μόνο καὶ μόνο γιὰ τὸ θράσος καὶ τὴν ἀναίδεια ποὺ ἔδειξε ὁ ἄλλος νά ’ρθεῖ τέτοια ὥρα στὸ σπίτι καὶ νὰ ζητήσει, θὰ σηκωθεῖ καὶ θὰ τοῦ δώσει. «Διά γε τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ ἐγερθεὶς δώσει αὐτῷ ὅσων χρῄζει» (βλ. Λουκ. ια΄ [11] 5-8).
   Ὁ Κύριος τὴν παραβολὴ αὐτὴ τὴν εἶ­πε γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πῶς νὰ προσευ­χόμαστε.
   Ὥστε, θὰ ἔλεγε κανείς, ἐδῶ ὁ Χριστὸς μᾶς διδάσκει τὴν ἀναίδεια στὴν προσ­ευχή; Ὁ ἀναιδὴς παίρνει, ἐνῶ ὁ εὐγενικὸς δὲν παίρνει;
   Ὁπωσδήποτε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου μας κρύβουν μεγαλεῖο· τόσο γι’ αὐ­τὸν ποὺ ζητᾶ ὅσο καὶ γι’ Αὐτὸν ποὺ δέχεται τὸ αἴτημα, τὸν ἅγιο Θεό. Χρειάζεται ὅμως νὰ δοθεῖ ἡ σωστὴ ἔννοια στὴ λέξη «ἀναίδεια» ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Χριστός.
   Ἡ παραβολὴ αὐτὴ εἶναι παρόμοια μὲ τὴν ἄλλη ποὺ εἶπε ὁ Κύριός μας, μὲ τὸν ἄδικο κριτὴ καὶ τὴ χήρα, ἡ ὁποία πέτυχε τελικὰ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ αἰτήματός της μὲ τὴ συνεχὴ ἐνόχληση πρὸς ἐκεῖνον στὸν ὁποῖο ἀπευθυνόταν (βλ. Λουκ. ιη΄ [18] 1-8). Ἐκεῖ ὁ Χριστὸς δίδαξε τὴν ἐπιμονὴ στὴν προσευχή, τὴ διαρκὴ «ἐνόχληση» τοῦ οὐράνιου Πατέρα μας, κι ὅταν ἀκόμη δείχνει πὼς δὲν κάνει εἰσακουστὸ τὸ αἴτημά μας.
   Ἐδῶ ὁ φιλάνθρωπος Κύριος προχω­ρεῖ ἀκόμη περισσότερο. Μιλᾶ γιὰ «ἀ­­­ν­αίδεια» ἐκ μέρους τοῦ αἰτοῦντος, τοῦ προσευχομένου. Τί ἄραγε νὰ σημαί­νει αὐτό;
   Θὰ μπορέσουμε νὰ τὸ κατανοήσουμε, ἂν κάνουμε μιὰ ἐρώτηση στὸν ἑαυτό μας: Ἂν αὐτὸς ποὺ σηκώθηκε γιὰ νὰ πάει στὸ φίλο του τὰ μεσάνυχτα, τὴν ἀ­­­κατάλληλη αὐτὴ ὥρα, καὶ νὰ τοῦ ζητήσει αὐτὸ ποὺ χρειαζόταν, εἶχε καθωσπρεπισμό, κοσμικὴ ἀξιοπρέπεια, αὐτὸ ποὺ λέμε «κύρος, ὑπόληψη, βαρύτητα», θὰ πήγαινε; Ὄχι βέβαια. Θὰ ἔλεγε· «ντρέπομαι νὰ πάω τέτοια ὥρα. Τί θὰ σκεφθεῖ ὁ ἄλλος γιὰ μένα; ‘‘Δὲν ντρέπεται τέτοια ὥρα ποὺ ἔρχεται;’’». Συν­επῶς πρέπει νὰ τὰ «ρίξει» ὅλα αὐτὰ μέσα του, νὰ τὰ ξεπεράσει, καὶ νὰ σκεφθεῖ: «Βέβαια, ντροπῆς πρά­γμα εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνω, ἀλλὰ καὶ ποῦ ἀλλοῦ νὰ πάω; Ποιὸς ἄλλος θὰ μὲ δεχθεῖ, ἂν ὁ φίλος μου δὲν μὲ δεχθεῖ;».
   Αὐτὸ θέλησε ὁ Κύριος νὰ διδάξει. Τὴν πρακτικὴ ταπείνωση. Νὰ λὲς γιὰ τὸν ἑ­­­αυτό σου, νὰ ἔχεις τὴν ἐσωτερικὴ διάθε­­ση ὅτι εἶσαι ἕνας ἀχρεῖος, ἕνας ἀδιάν­­τροπος στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, κουρελιά­ρης, ἀνάξιος νὰ Τοῦ ­ἐμφανισθεῖς καὶ νὰ Τοῦ ­ζητήσεις, κι ὅμως αὐτὸ νὰ μὴ σὲ κάνει νὰ ­ἀπομακρύνεσαι, ἀλλὰ νὰ πλησιάζεις. Αὐτὸ εἶναι ἀληθινὴ ταπείνωση.
   Πολλοὶ λένε: «Ἐγώ, τέτοιος ποὺ εἶμαι, δὲν μ’ ἀκούει ὁ Θεός». Ἡ φράση αὐτὴ ἐνδεχομένως νὰ κρύβει ἐγωισμό. Διότι τὴν προσδοκία μας ὅτι θὰ λάβουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ στηρίζουμε στὴ δική μας ἀξιοσύνη κι ὄχι στὸ ἄπειρο πέλαγος τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Ποιὸς εἶναι ἄξιος νὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεό; Ποιὸς εἶναι ἄξιος κὰν νὰ μιλήσει στὸ Θεό; Δὲν λαμβάνουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐπειδὴ εἴμαστε ἄξιοι, ἀλλά, ἂν καὶ εἴμαστε ἀνάξιοι, ἐπειδὴ Ἐκεῖνος εἶναι ἄξιος, μεγαλόδωρος καὶ ἀγαθοδότης.
   Κι ὄχι μόνο μεγαλόδωρος εἶναι, ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο. Φαίνεται ἀπὸ τὴν παραβολή:
   Φίλος. Καὶ σ’ ἕνα φίλο δὲν σκέφτεσαι οὔτε τὴν ὥρα ποὺ θὰ πᾶς οὔτε πῶς θὰ τοῦ μιλήσεις. Αὐτὸ θέλει νὰ μᾶς πεῖ ὁ Χριστός: Θέλω νὰ συμπεριφέρεστε σʼ ἐμένα ὅπως στὸν πιὸ στενό σας φίλο: ζεστά, ἁπλά, εἰλικρινά. Χωρὶς ψευτοευγένειες καὶ καθωσπρεπισμοὺς καὶ κοσμικὲς ἀξιοπρέπειες. Ὅπως μιλοῦν τὰ μικρὰ παιδιά. Τέτοιες σχέσεις θέλει ὁ Κύριός μας νὰ ἀναπτύσσουμε μαζί Του: ἐγγύτητος, οἰκειότητος, στενῆς ἐπικοινωνίας. Καὶ ὑπόσχεται ὅτι θὰ ἔχουμε αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε, γιατὶ εἶναι Φίλος μας.
   Καὶ ποιὸς φίλος καταλογίζει ἀναίδεια στὸ φίλο του ποὺ θά ’ρθεῖ κοντά του – ὅποτε κι ἂν ἔρθει, ὅπως κι ἂν ἔρθει – γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει ὁτιδήποτε χρειάζεται;