Ἡ Ὀρθοδοξία χῶρος ἑνότητος

   Ἡμνήμη τῶν ἁγίων Πα­τέ­ρων τῆς Δ΄ Οἰ­­κουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ­ἑορτάζεται κάθε χρόνο τὴν Κυριακὴ μεταξὺ 13 καὶ 19 ­Ἰουλίου καὶ φέτος συμπίπτει στὶς 19 τοῦ ­μη­­­νός, μᾶς παρακινεῖ σὲ μιὰ κριτικὴ θεώρηση τῆς στάσεώς μας, τῶν Ὀρθοδόξων, ἀ­­­πέ­ναν­τι στὶς ἐνέργειες ποὺ ­γίνονται τὰ τελευταῖα χρόνια μὲ σκοπὸ τὴν ­ἕνωση ὅλων τῶν χριστιανικῶν ὁ­­­­μολογιῶν, ­ἀκόμη καὶ τῶν θρησκειῶν. ­Ἔχουμε χρέος ἐπιτακτικὸ γιὰ τὴ θεώρηση αὐ­τή, διότι, ὅπως εἶναι γνωστό, στοὺς καιρούς μας περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐ­­­ποχὴ ὀργανώνονται γιὰ τὸν λό­­­γο αὐτὸ διαχριστιανικοὶ διάλο­γοι, διαθρησκειακὲς συνά­ξεις ἢ διεθνὴ συνέδρια μὲ σκοπὸ νὰ γίνει πραγματικότητα ἡ πολυπόθητη ἕνωση τῶν χριστιανῶν καὶ ἡ προσέγγιση ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
   Ἡ εὔκολη σήμερα ­μετακίνηση καὶ ἡ ἐγκατάσταση ἀπὸ τὴ μία χώ­­­­­ρα στὴν ἄλλη ἀναγκάζει καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς νὰ συνυπάρχουν ὄχι μόνο μὲ χρι­στιανοὺς ἄλλων δογμάτων ἀλ­­λὰ καὶ μὲ ἀλλοθρήσκους. Ἔτσι ἀντιμετωπίζουν ἔντονο τὸν πειρασμὸ νὰ δεχθοῦν νὰ ­ὑποβαθμίσουν τὴ μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς δημιουργίας μιᾶς καὶ μόνο «χριστιανικῆς Ἐκκλησίας» ἢ καὶ παγκόσμιας θρησκείας.
   Ἀσφαλῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι ἡ μόνη ­ἀλήθεια στὸν κόσμο, ὀ­­­φείλει νὰ περι­βάλλει πάντοτε μὲ μητρικὴ στοργὴ καὶ εἰλικρινὴ ἀγάπη κάθε ἄν­θρω­πο ποὺ ­βρίσκεται στὴν ἄ­­­γνοια καὶ στὴν πλάνη, ἀνεξαρ­τήτως φυλῆς, ἐθνικότητος καὶ θρησκεύματος. Ὅμως ταυτόχρο­να ὀφείλει νὰ δίνει καὶ τὴ μαρτυρία πρὸς ὅλους ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς καὶ ἀληθινὸς Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ σ᾿ ὅλη τὴ γῆ καν­ένα ἄλλο ὄνομα πλὴν τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ τὸ ἐπικαλεστεῖ κανεὶς γιὰ νὰ σωθεῖ. Αὐτὸ καὶ μόνο αὐτὸ ἔχει δοθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους ὡς δρόμος σωτηρίας, καὶ μόνο μέσῳ αὐτοῦ ἔχει ὁρισθεῖ διὰ τῆς θείας βουλῆς νὰ μποροῦμε νὰ σωθοῦμε ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι (Πράξ. δ΄ 12). Αὐτὴ ἑπομένως εἶναι, ὀφείλει νὰ εἶναι, ἡ θεόσδοτη πορεία τῆς Ἐκκλησίας στὸν ­κόσμο.
   Τί γίνεται ὅμως στὴν πράξη; Διαπιστώνεται ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι συχνὰ ὅσα λέγον­ται στὶς συναντήσεις ποὺ ἀναφέραμε, νοθεύουν, ἀλλοιώνουν τὴν ἀλήθεια καὶ καινοτομοῦν στὸ Ὀρθόδοξο δόγμα. Ὑ­­­πάρχει μάλιστα ἔντονη ἡ τάση νὰ δείξου­με οἱ Ὀρθόδοξοι κατανόηση, νὰ μὴν εἴμαστε ἀπόλυτοι στὸ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μόνη Ἐκκλησία, καὶ νὰ κάνουμε, λένε, οἰκονομία, νὰ δείξουμε συγκατάβαση στοὺς ἑτεροδόξους ἢ ἀκόμη καὶ στοὺς ἀλλοθρήσκους.
   Χωρὶς καμία ἐπιφύλαξη πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ἐφαρμο­γὴ ὁποιασδήποτε ­ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ἢ ­συγκαταβάσεως σὲ δο­γματικὲς ἀλήθειες. Ἡ ­Ἐκκλησία τὶς διαφυλάττει μὲ εὐλάβεια ὡς ­ἀπαράβατες. Θὰ εἶ­­ναι ἐ­νέργεια ἀπερίσκεπτη καὶ ­προδοτική, ἂν οἱ ­Ὀρθόδοξοι ­Χριστιανοὶ ­ἀποστοῦμε ἀπὸ τὴ γνήσια, καθαρὴ καὶ ­ἀνόθευτη Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ πίστη· ἂν ἀ­­­πορ­ρί­ψουμε τὴν ἀλήθεια τοῦ ­ἱεροῦ ­Εὐ­­αγ­γελίου στὸ ὄνομα μιᾶς ­ἀπαρά­δεκτης οἰ­­κονομίας, μὲ ἀπώτερο στόχο, ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει αὐτὸ ποτέ, τὴν ἑνό­τητα.
   Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενι­κῆς Συνόδου αὐτὸ ἔκαναν. Φύλαξαν μὲ ἀ­­πόλυτη ἀκρίβεια τὴν ἀλήθεια καταδικάζοντας καὶ τὶς δύο μανικὲς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς: τὸ Νεστοριανισμὸ καὶ τὸν Μονοφυσιτισμό.
   Τὰ βήματά τους ὀφείλουμε νὰ ἀκολουθήσουμε καὶ ἐμεῖς. Δὲν ἔ­­­χουμε δικαίωμα νὰ προδώσουμε τὴν ἀλήθεια γιὰ μιὰ ψεύτικη ἑνότητα.
   Μαζὶ ἑπομένως μὲ τὴ θερμὴ ­προσευ­χή μας ὀφείλουμε νὰ ­ἐπα­γρυ­πνοῦμε ὅ­­­­λοι, γιὰ νὰ διαφυλάξουμε τὴν μόνη ἀ­­­­λήθεια, ποὺ ­κατέχει ἡ Ὀρθόδοξη ­­­Ἐκ­κλη­σία μας.
   Αὐτὴ δὲ τὴν ἀλήθεια νὰ τὴ γνωρίζουμε ἐ­μεῖς οἱ ­ἴδιοι ὅλο καὶ περισ­σότερο καὶ νὰ τὴ ζοῦμε βαθύτερα καὶ οὐσιαστικό­τερα. Τότε καὶ μόνο ἔτσι θὰ μπορεῖ νὰ ­καταστεῖ ἡ ­Ὀρ­θοδοξία μας χῶρος ἑνότητος ὅλων τῶν ­χριστιανῶν, καὶ σημεῖο ἀ­­ναφορᾶς καὶ λυτρωτικοῦ προσανατολισμοῦ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.