Tοῦ προσφέρουμε τὰ δικά Του

   Στὸ βιβλίο «Α΄ ­Παραλειπομένων» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ­ὑπάρχει μιὰ θαυμάσια προσευχὴ τοῦ προφήτου καὶ βασιλιᾶ Δαβίδ. Τὴν ἀπη­ύθυνε στὸν ἅγιο Θεὸ γιὰ νὰ Τὸν εὐ­χαριστήσει καὶ δοξάσει, ὅταν συγκεν­τρώθηκαν τεράστιες προσφορὲς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες καὶ τὸν λαό του γιὰ τὸν περίφημο ναὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κτισθεῖ ἀπὸ τὸν υἱό του Σολομώντα.
   Σὲ κάποιο σημεῖο τῆς προσευχῆς ὁ Δαβὶδ μιλάει πολὺ ταπεινὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τὸν λαὸ καὶ τὶς ­προσφορές του. Θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν λαό του ἀνάξιους τῆς τιμῆς ποὺ τοὺς ἔκαμε ὁ Θεός, νὰ προσφέρουν σ’ Ἐκεῖνον τὰ δῶρα τους: «καὶ τίς εἰμι ἐγὼ καὶ τίς ὁ λαός μου, ὅτι ἰσχύσαμεν ­προθυμηθῆναί σοι κατὰ ταῦτα; ὅτι σὰ τὰ πάντα, καὶ ἐκ τῶν σῶν δεδώκαμέν σοι» (κθ΄ [29] 14). Δηλαδή: Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ καὶ ποιὸς εἶναι ὁ λαός μου, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε μὲ προθυμία καὶ νὰ προσφέρουμε σὲ σένα τὰ δῶρα αὐτά; Διότι δικά σου εἶναι ὅλα, ἀπὸ σένα ὅλα προέρχονται, καὶ ἐμεῖς σοῦ προσφέρουμε ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ σὺ μᾶς χάρισες πλούσια.
   Ὁ Δαβὶδ δὲν θεωρεῖ ὅτι στερεῖται ὅσα προσφέρει γιὰ τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ. Οὔτε βλέπει ἁπλὰ ὅτι εἶναι δίκαιη αὐτὴ ἡ προσφορά, ἀφοῦ ὅσα ἔχουμε τοῦ Θεοῦ εἶναι. Αἰσθάνεται βαθύτατη εὐγνωμοσύνη, διότι ὁ Θεὸς δέχεται τὶς προσφορές του. Φαίνεται νὰ τὸν συγκλονίζει ἡ σκέψη ὅτι αὐτὸς μπορεῖ κάτι νὰ δώσει στὸ Θεὸ καὶ ὅτι ὁ Θεὸς θὰ δεχθεῖ τὴν προσφορά του.
   Ὁ μικρὸς ἄνθρωπος δίνει στὸ Θεό! Τί δίνει; Δίνει μήπως πλούτη ποὺ ἀπέκτησε μὲ μόνες τὶς δικές του δυνάμεις; Δίνει κάτι ποὺ δὲν τὸ ἔχει ὁ Θεὸς καὶ τὸ χρειάζεται; Δίνει πράγματα ποὺ ἀνήκουν δικαιωματικὰ στὸν ἴδιο; Ὄχι βέβαια. Ὅ,τι δίνει στὸ Θεό, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἴδιο: «σὰ τὰ πάντα, καὶ ἐκ τῶν σῶν δεδώκαμέν σοι»! Τὰ δικά Σου δῶρα Σοῦ δωρίζουμε, Κύριε! Αὐτὰ ποὺ ἁπλόχερα μᾶς χαρίζεις, αὐτὰ Σοῦ χαρίζουμε. Σοῦ ἐπιστρέφουμε τὰ δῶρα Σου, Σοῦ χαρίζουμε τὰ δικά Σου!
   Εἶναι θαυμαστό. Ὁ παντέλειος Θεὸς δέχεται τὶς προσφορὲς τοῦ ἀνθρώπου! Γιατί; Μήπως ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο; Μήπως δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτελεῖ τὰ ἔργα Του χωρὶς τὴ συμμετοχὴ καὶ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου;
   Ὁπωσδήποτε ὄχι. Ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρος, πλήρης καὶ τέλειος. Εἶναι ἀνενδεής, δηλαδὴ δὲν ἔχει καμιὰ ἔλλειψη, καμιὰ ἀνάγκη, δὲν χρειάζεται τὴ βοήθεια κανενός, εἶναι αὐτάρκης. Γιατί τότε δέχεται τὰ δῶρα μας;
   Τὰ δέχεται ὄχι ἀπὸ ἀνάγκη, ἀλλὰ ἀ­­­-πὸ ἀγάπη. Τὰ δέχεται γιὰ νὰ τὰ αὐξάνει. Τὰ δέχεται ὄχι γιὰ νὰ τὰ κρατήσει γιὰ τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ ἐπιστρέψει σ’ ἐμᾶς, ἀνώτερα καὶ περισσό-
τερα.
   Τὸ νὰ μὴν τὰ κρατεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ νὰ μᾶς τὰ δίνει ὅλα, καὶ ἐμεῖς νὰ τὰ ἐπιστρέφουμε πάλι σ’ Ἐκεῖνον, εἶναι κάτι ποὺ δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ ζήτηση καὶ προσφορά, μὲ ἀπόκτηση ἢ μὲ στέρηση, ἀλλὰ μὲ τὴ σχέση τῆς ἀγάπης τοῦ Πατρὸς πρὸς τὰ τέκνα καὶ τὴ στάση ἐμπιστοσύνης τῶν τέκνων πρὸς τὸν Πατέρα.
   Προσφέρουμε ὑλικὰ ἀγαθά, καὶ Ἐκεῖ­νος τότε μᾶς πλουτίζει μὲ περισσότερα καὶ συγχρόνως μᾶς δίνει καὶ πνευματικὰ ἀγαθά. Μᾶς δίνει τὴν εὐλογία Του, τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χαρά Του, τὴν αἴσθηση τῆς ἀγάπης Του. Τοῦ δίνουμε τὸ νοῦ μας, καὶ Ἐκεῖνος φωτίζει τὶς σκέψεις μας. Τοῦ δίνουμε τὴν καρδιά μας, καὶ τὴν ἀναδεικνύει δικό Του κατοικητήριο, ἅγιο ναό Του. Τοῦ δίνουμε τὸν χρόνο μας, καὶ μᾶς χαρίζει τὴν αἰωνιότητα. Προσφέρουμε κόπους γιὰ τὴ δόξα Του, καὶ μᾶς χαρίζει τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς. Τοῦ δίνουμε τὴν πρόσκαιρη ζωή μας, καὶ μᾶς χαρίζει τὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή. Τοῦ προσφέρουμε τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο στὴ θεία Λειτουργία, καὶ Ἐκεῖνος μᾶς δω­ρίζει τὸ Ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα Του, ὅ,τι ἀκριβότερο καὶ πολυτιμότερο ὑπάρχει πάνω στὴ γῆ. «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν», λέγει ὁ λειτουργὸς ἱερέας στὴν πιὸ ἱερὴ στιγμὴ τῆς θείας Λειτουργίας. Παίρνουμε ἀπὸ τὰ δικά Σου δῶρα καὶ Σοῦ προσφέρουμε τὰ δικά Σου. Ἐσὺ μᾶς χαρίζεις τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, δικό Σου εἶναι τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί μας. Καὶ ὅταν Σοῦ τὰ προσφέρουμε, Ἐσὺ τὰ εὐλογεῖς, τὰ ἁγιάζεις καὶ τὰ μεταβάλλεις σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Σου, ὥστε νὰ τὰ μεταλαμβάνουμε ὄχι γιὰ τὸν στηριγμὸ τῆς πρόσ­καιρης ζωῆς μας, ἀλλὰ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον».
   «Δὸς ὀλίγον, παρ’ οὗ τὸ πλεῖον ἔ­­­χεις», διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θε­­ο­λόγος· «δὸς καὶ τὸ πᾶν, τῷ τὰ ­πάν­τα χαρισαμένῳ. Οὐδέποτε ­νικήσεις μεγαλοδωρεὰν Θεοῦ, κἂν πάντα πρόῃ τὰ ὄντα, κἂν τοῖς οὖσι σεαυτὸν προσθῇς. Καὶ τοῦτο γὰρ ἐστι λαβεῖν, τὸ τῷ Θεῷ δοθῆναι» (PG 35, 885). Δῶσε λίγα σ’ Αὐτὸν ἀπὸ τὸν Ὁποῖον ἔχεις τὸ περισσότερο. Δῶσε καὶ τὸ πᾶν σ’ Αὐτὸν ποὺ σοῦ χάρισε τὰ πάντα. Ποτὲ δὲν θὰ νικήσεις τὴ μεγάλη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καὶ ἂν δώσεις ὅλα ὅσα ἔχεις, καὶ ἂν μαζὶ μ’ αὐτὰ δώσεις καὶ τὸν ἑαυτό σου. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ νὰ ­λάβεις, τὸ νὰ δοθεῖς στὸ Θεό.
   Νὰ τολμοῦμε νὰ δίνουμε στὸ Θεό. Αὐ­τὸ ἀπαιτεῖ τὸ συμφέρον μας. Νὰ προσ­φέρουμε, ὅλο καὶ περισσότερα νὰ προσφέρουμε. Καὶ ἐπιπλέον νὰ προσ­φε­ρόμαστε, νὰ δίνουμε καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, μὲ τὴν ­πεποίθηση ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπολαβή. «Τοῦτο γὰρ ἐστι λαβεῖν, τὸ τῷ Θεῷ δοθῆναι». Ὅποιος προσφέρει τὰ πάντα στὸ Θεό, αὐτὸς εἶναι ὁ πιὸ ­κερδισμένος.