Τοὺς τρεῖς προκρίτους τῶν μαθητῶν Του – τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη – παρέλαβε ὁ Κύριος Ἰησοῦς καὶ τοὺς ἀνέβασε «εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ’ ἰδίαν», μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος (ιζ΄ 1). Καὶ ἐκεῖ μετεμορφώθη μπροστά τους, καὶ τὸ πρόσωπό Του ἔγινε λαμπρὸ σὰν τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἐνδύματά του λευκὰ σὰν τὸ φῶς (στίχ. 2).
Μία ἔκπαγλος ἀλλοίωση τοῦ προσώπου τοῦ θείου Λυτρωτοῦ ἔλαβε χώρα μπροστὰ στὰ ἔκπληκτα μάτια τῶν μαθητῶν ἐπάνω σ’ ἐκεῖνο τὸ ὄρος, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα μαθαίνουμε ἀπὸ ἀρχαιότατη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Πρόκειται γιὰ τὸ ὄρος Θαβώρ, τὸ ὁποῖο ὑψώνεται μέσα στὴν πεδιάδα Ἰεζράελ, νοτιοδυτικὰ τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, κοντὰ στὴ Ναζαρέτ.
Δὲν εἶναι πολὺ «ὑψηλὸν» τὸ ὄρος Θαβώρ. Ἡ ὑψηλότερη κορυφή του ὑψώνεται 400 μόλις μέτρα ἐπάνω ἀπὸ τὴν πεδιάδα. Ἡ θέση του ὅμως, καθὼς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν περιστοιχίζεται ἀπὸ ἄλλα ψηλότερα βουνά, τὸ κάνουν νὰ φαντάζει ψηλό.
Ἐντούτοις, στὴ ρήση τοῦ εὐαγγελιστοῦ· «εἰς ὄρος ὑψηλόν», μποροῦμε νὰ ἀνακαλύψουμε ἕνα βαθύτερο πνευματικὸ νόημα, ποὺ ἔχει πολλὰ νὰ πεῖ γιὰ τὴ δική μας πνευματικὴ πορεία καὶ ζωή.
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴ συμβολικὴ ἑρμηνεία, τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου καλεῖται «ὑψηλόν», διότι δὲν εἶναι δυνατὸν στὸν ὁποιονδήποτε νὰ τὸ προσεγγίσει, οὔτε νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὴ δόξα τῆς Μεταμορφώσεως, παρὰ μόνο σὲ κεῖνον ποὺ ἔχει σηκωθεῖ ὑψηλότερα ἀπὸ τὰ μάταια καὶ γήινα φρονήματα καὶ ἔχει νεκρώσει μέσα του τὶς ἐπιθυμίες τῆς σαρκὸς καὶ τὰ θελήματα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ ἐξάλλου, σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, καὶ ὁ Κύριος παρέλαβε τοὺς τρεῖς μόνο ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητές Του, διότι «οὗτοι τῶν ἄλλων ἦσαν ὑπερέχοντες» (ΕΠΕ 11, 246)· ἦταν ἀνώτεροι πνευματικὰ ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους καὶ γι’ αὐτὸ ἱκανοὶ νὰ βρεθοῦν μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ ὑπερφυὲς θέαμα. Διότι νοῦς ἀνθρώπινος ποὺ δὲν ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ βάρος ποὺ ἀσκεῖ τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ δὲν ἔχει ὑψωθεῖ πάνω ἀπὸ τὰ τέλματα τῆς ὑλοφροσύνης, δὲν μπορεῖ νὰ καταστεῖ ἱκανὸς νὰ ἀνέλθει στὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως καὶ νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὴν ἄυλη καὶ φρικτὴ δόξα τοῦ θείου φωτὸς καὶ τῆς Χάριτος. «Χθαμαλὸς νοῦς» – γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας – «οὐκ ἂν γένοιτο πρὸς θεωρίαν ἐπιτήδειος, ἀλλ’ ὁ τῶν γηΐνων κατεπαρθείς… καὶ τῆς τῶν παθῶν ὑψηλότερος καταδυναστείας χρηματίσας» (PG 72, 653). Μόνο ἐκεῖνος ποὺ ἔχει σηκωθεῖ πάνω ἀπὸ τὰ γήινα καὶ ἔχει γίνει ὑψηλότερος ἀπὸ τὴν καταδυνάστευση τῶν παθῶν, μόνο ἐκεῖνος εἶναι ἄξιος νὰ ἀπολαύσει πνευματικὰ θεάματα καὶ νοήματα.
Ποιὸς λοιπὸν θὰ τολμήσει ν’ ἀνεβεῖ ἐκεῖ;
Ἀκριβῶς τὴν ἐρώτηση αὐτὴ διατυπώνει καὶ ὁ προφητάναξ Δαβὶδ στὸν 23ο Ψαλμό του, δηλώνοντας μὲ ἀπορία: «Τίς ἀναβήσεται εἰς τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου καὶ τίς στήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ αὐτοῦ;» (στίχ. 3). Ποιὸς εἶναι ἱκανὸς νὰ ἀνεβεῖ στὸ ὄρος τοῦ Κυρίου καὶ νὰ σταθεῖ στὸν ἅγιο τόπο του; Οἱ τρεῖς μαθητὲς ἐπάνω στὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως μόλις ποὺ ἄντεξαν τὰ ὑπερφυὴ μυστήρια ποὺ ἔλαβαν χώρα ἐκεῖ. Ἔπεσαν κάτω ἀπὸ τὸν φόβο τους καὶ ἔμειναν ἀναίσθητοι, σὰ νεκροί. Ποιὸς λοιπὸν θὰ τολμήσει κάτι τέτοιο;
Ὁ ἴδιος ὁ Ψαλμωδὸς δίνει καὶ τὴν ἀπάντηση, ἐνθαρρυντικὴ γιὰ τοὺς πιστούς: «Ἀθῷος χερσὶ καὶ καθαρὸς τῇ καρδίᾳ, ὃς οὐκ ἔλαβεν ἐπὶ ματαίῳ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ οὐκ ὤμοσεν ἐπὶ δόλῳ τῷ πλησίον αὐτοῦ» (στίχ. 4). Αὐτὸς τοῦ ὁποίου τὰ χέρια – οἱ πράξεις – καὶ ἡ καρδιά – οἱ διαθέσεις – εἶναι ἀθῶα καὶ καθαρά. Αὐτὸς ποὺ τὴν ψυχή του δὲν τὴν ἔστρεψε σὲ γήινες ματαιότητες, ἐνῶ στὶς σχέσεις του μὲ τὸν πλησίον ὑπῆρξε πάντοτε εὐθὺς καὶ εἰλικρινής, χωρὶς δόλο καὶ πονηρία μέσα του. Αὐτὸς μόνο θὰ λάβει τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἀνέλθει μαζί Του στὸ ὄρος τὸ ὑψηλό, τῆς Μεταμορφώσεως, καὶ νὰ ἀπολαύσει τὴ θεϊκή Του δόξα.
«Δεῦτε» λοιπὸν καὶ ἐμεῖς· «δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου». Μὲ τέτοια προετοιμασία ἂς θελήσουμε νὰ γίνουμε ἀναβάτες ἱεροὶ στὸ ἅγιον ὄρος τοῦ Κυρίου. Μὲ τὶς σεπτὲς ἀναβάσεις τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς, ἂς ἀφήσουμε πίσω τὴ γῆ καὶ τὰ γήινα φρονήματα, τὶς μικρότητες καὶ ματαιότητες τῆς καθημερινότητας, γιὰ νὰ βρεθοῦμε στὰ ὑψηλά. Καὶ ἐκεῖ «θεασώμεθα τὴν δόξαν τῆς Μεταμορφώσεως αὐτοῦ», θὰ δοῦμε τὴ δόξα Του. Θὰ πάρουμε φῶς ἀπὸ τὸ Φῶς Του, θὰ γίνουμε «μετάρσιοι τῷ πνεύματι», θὰ μεταρσιωθοῦμε πνευματικὰ καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ὑμνήσουμε τὴν ὁμοούσιο Τριάδα, τὴν προσκυνητὴ εἰς τοὺς αἰῶνας.