«Ἂς μὴν πεθάνει ἀπόψε, Κύριε!»

   Μῆνες νοσηλευόταν στὸ μεγάλο Νοσοκομεῖο ὁ κύριος Πέτρος. Ἦταν τὸ βαρύτερο περιστατικὸ στὴν πτέρυγά του.
   Ἀπὸ τὸ διπλανό του κρεβάτι στὸ θάλαμο εἶχαν περάσει πολλοὶ ἄρρωστοι. Ἄλλοι ἔφευγαν γρήγορα γιὰ νὰ συνεχίσουν ὑγιεῖς τὴ ζωή τους, καὶ ἄλλοι γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.
   Ἦταν εὔκολος νὰ πιάνει γνωριμίες καὶ καθέναν ποὺ ἔφερναν στὸ διπλανό του κρεβάτι, μὲ εὐγενικὸ καὶ χαρούμενο τρόπο προσπαθοῦσε νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ κοινωνήσει. Τὸ εἶχε βάλει στόχο του ὅλο τὸ διά­στημα ποὺ θὰ ἦταν στὸ Νοσοκομεῖο. Καὶ εἶχε σχεδὸν ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ἐπιτυχίες. Αὐτὸ τὸν ἀνακούφιζε ἀπὸ τοὺς πόνους ποὺ τὸν κρατοῦσαν ἀκόμη στὸ Νοσοκομεῖο.
   Μιὰ μέρα ἔφεραν στὸ διπλανὸ κρεβά­τι ἕνα νέον ἄντρα ἀπὸ τὰ ­Ἑπτάνησα, τὸν Ἀλέξη, ποὺ εἶχε πάθει ρήξη τοῦ ἑνὸς ­νεφροῦ. ­Παρουσιάστηκαν ­προβλήματα καὶ στὴν καρδιά του καὶ στὰ πνευμόνια του, γιατὶ ἦταν καὶ­ ­μανιώδης ­καπνιστής. Ὑπέφερε πολύ. Τρία μερόνυχτα τινα­­­ζό­ταν στὸ κρεβάτι του σὰν τὸ ψάρι ἔ­­­ξω ἀπὸ τὰ νερά του. Δὲν μποροῦσε νὰ ἀναπνεύσει, βογγοῦσε ἀσταμάτητα. Πο­νοῦ­σε ­ἀβάσταχτα.
   Ἡ γυναίκα του δίπλα του φαινόταν ἀ­­­πελπισμένη. Δούλευε ἡ καημένη σ’ ἕνα ξενοδοχεῖο, καὶ τὴν εἶχαν ἀπολύσει. Δὲν εἶχαν συγγενεῖς στὸ νησί, γι’ αὐτὸ τὰ τρία παιδάκια τους, μόλις ἔφυγαν γιὰ τὸ Νοσοκομεῖο, τὰ ἐμπιστεύτηκαν σὲ μιὰ καλὴ γειτόνισσά τους. Ξένη τώρα στὴ μεγάλη πόλη παραστέκεται μὲ θλίψη στὸν ἄντρα της, μὲ μόνο ἐφόδιο τὴν πίστη στὸ Θεὸ καὶ στὴ χάρη τοῦ ἁγίου Διονυσίου, τοῦ προστάτη τοῦ νησιοῦ τους.
   Ὁ Πέτρος μὲ τὴν οἰκογένειά του προσπαθοῦν νὰ συμπαρασταθοῦν στὸν Ἀ­­λέξη καὶ στὴ γυναίκα του ὅσο ­μποροῦν. Οἱ γιατροὶ μπαινοβγαίνουν ­βιαστικοί. Σκύβουν προσεκτικὰ μὲ τὰ ­ἰατρικά τους ὄργανα ἐπάνω του. Εἶναι ­ἀμίλητοι. Ἔν­ταση ἐπικρατεῖ στὸ δω­μάτιο. Κά­ποια στιγμὴ ἡ κόρη τοῦ Πέτρου τὸν πλησιά­ζει καὶ τοῦ λέει στὸ αὐτί του: 
   –Πατερούλη, ὁ κύριος Ἀλέξης εἶναι πο­λὺ κρίσιμα. Ἀπόψε μᾶλλον ­τελειώνει, εἶπε ἕνας γιατρὸς στὴ γυναίκα του, ποὺ εἶναι ἔξω στὸ διάδρομο καὶ κλαίει πολύ. Θὰ πάω κοντά της νὰ τῆς κάνω παρέα. Ἐσὺ ξέρεις, προσευχήσου!
   –Καλά, πήγαινε, ἀλλὰ ὄχι! Δὲν ­πρέπει νὰ πεθάνει ἀπόψε! Ὄχι ἀπόψε, παιδί μου!
   –Γιατί, πατέρα μου;
   –Γιατὶ δὲν προλάβαμε νὰ τὸν ἑτοιμάσουμε νὰ πάρει μέσα στὴν καρδιά του τὸν Χριστό μας! Πῶς νὰ φύγει ἔτσι, παιδί μου; Προσευχήσου νὰ κάνει κάτι ἀπόψε ἡ Παναγία μας! Μὴ μᾶς φύγει ὁ Ἀλέξης χωρὶς τὸν Χριστό! Ἂς μὴν πεθάνει ἀπόψε, Κύριε!
   Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ὁ Ἀλέξης ἠρέμησε ἀνέλπιστα. Χωρὶς νὰ χάσει τὴν εὐκαιρία ὁ Πέτρος, τοῦ φωνάζει μέσα στὴ νύχτα:
   –Ἀλέξη, κουράγιο! Θὰ γίνεις καλά! Πί­στεψέ με. Ἐμένα μὲ περίμεναν δυὸ μῆ­νες νὰ πεθάνω, δὲν εἶχα καμιὰ ἐλπίδα. Οἱ γιατροὶ μὲ εἶχαν ξεγράψει. Καὶ ξέρεις γιατί ζῶ ἀκόμη καὶ ὅπου νά ’ναι θὰ βγῶ ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο; Τὸ χρω­στάω στὸν ἱερέα τοῦ ­Ν­οσοκομείου, ποὺ ἔρ­χεται ἐδῶ καὶ μὲ ­κοινωνεῖ τὸν ­ἀνάξιο πολὺ συχνά. Μοῦ βάζει μέσα μου Ἐ­­­κεῖνον ποὺ εἶναι ἡ Πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Ἰη­­σοῦ Χριστό! Ἔτσι ­ἐξαφανίστηκε ἡ ἀρ­ρώστια μου καὶ ζῶ, ἀδελφέ μου Ἀλέξη! Οἱ γιατροί, ποὺ μὲ εἶχαν ­ξεγραμμένο, μιλοῦν γιὰ θαῦμα. Κι ἐσύ, ἀπ’ ὅ,τι μοῦ εἶπε ἡ σύζυγός σου, πιστεύεις στὸ Χρι­στὸ καὶ Τὸν ἀγαπᾶς. Ἔτσι δὲν εἶναι, Ἀλέξη;
   –Ἔτσι, κύριε Πέτρο. Ἀλίμονο! Μπορεῖ νὰ εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀλλ’ ὄχι καὶ ἄπιστος!
   –Θέλεις νὰ κοινωνήσουμε αὔριο τὸ πρωὶ μαζί, Ἀλέξη μου;
   –Ποῦ θὰ πᾶμε;
   –Θά ’ρθεῖ ἐδῶ ὁ ἱερέας καὶ θὰ μᾶς κοι­ν­ωνήσει. Ἠρέμησε τώρα. Κάνε τὴν προσευχή σου καὶ κοιμήσου.
   Λίγο μετὰ τὰ ξημερώματα ὁ ­Ἀλέξης εἶχε πάλι ἕναν ἔντονο παροξυσμὸ δύσ­πνοιας. Ὁ θάλαμος γέμισε καὶ πάλι ἀπὸ γιατροὺς ποὺ ἔσκυβαν πάνω του μὲ ἐνδιαφέρον, καὶ μὲ πολὺ κόπο τὸν συνέφεραν. Ἡ γυναίκα του σταυροκοπιό­ταν συνέχεια. Ὁ Πέτρος προσευχόταν θερμὰ παρακαλώντας τὸν Κύριο νὰ τοῦ δώσει παράταση ζωῆς, γιὰ νὰ μὴ φύ­γει ἀκοινώνητος.
   Σὲ λίγο εἰδοποιημένος τηλεφωνικὰ ἀ­­πὸ τὴν κόρη τοῦ Πέτρου μπῆκε στὸ ­θάλαμο ὁ σεβάσμιος ἱερέας τοῦ Νοσο­κο­μείου κρατώντας τὰ Τίμια Δῶρα. Οἱ δύο ἄρρωστοι ἀνακάθισαν σεβαστικὰ στὰ κρεβάτια τους. Καί, ἀφοῦ μίλησαν γιὰ λίγο σιγαλὰ ὁ ἱερέας μὲ τὸν Ἀλέξη, τοὺς μετέδωσε τὸ Ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου, τοὺς σταύρωσε καὶ ἔφυγε σιωπηλός.
   –Πῶς νιώθεις, Ἀλέξη μου; μίλησε πρῶ­τος ὁ Πέτρος, ὅταν ἔμειναν μόνοι.
   –Μιὰ γλυκάδα! Μιὰ γλυκάδα σ’ ὅλο μου τὸ σῶμα, κύριε Πέτρο! Δὲν θυμᾶμαι νὰ ξανάνιωσα κάτι τέτοιο ἄλλη μου φο­ρά! Σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ­βοήθησες καὶ κοινώνησα. Εἶχα χρόνια νὰ κοινωνή­σω! Πολλὰ χρόνια! Δόξα τῷ Θεῷ!
   Ἡ γυναίκα του, ποὺ εἶχε πάει νὰ προσ­ευχηθεῖ στὸ Ναὸ τοῦ ­Νοσοκομείου, ὅ­­­ταν ἦλθε στὸ θάλαμο, τὸν βρῆκε τελείως ἀλλαγμένο καὶ ἀναθάρρησε. Καὶ οἱ γιατροὶ ἔβλεπαν καθημερινὰ τὴ βελτίωση τῆς ὑγείας του. Καὶ σὲ λίγες μέρες μὲ τὸ ἐξιτήριο στὸ χέρι οἱ δύο νησιῶτες πῆραν τὸν δρόμο τοῦ ­γυρισμοῦ γιὰ τὸ νησί τους ἀποχαιρετώντας δακρυσμένοι τὸν κύριο Πέτρο, ποὺ ­δό­­­ξαζε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ νέο θαῦμα Του.